Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πλάνη από τον φανατισμό. Και σήμερα, στην Ελλάδα του 2018, αυτός ο φανατισμός επάνω στον οποίο έχουν επενδύσει τα δύο μεγάλα κόμματα για να επικυριαρχήσουν, δίνει την χαριστική βολή σε μία κοινωνία που τα έχει δει όλα και δικαίως ως έναν βαθμό, τα έχει χαμένα. Και μάλιστα η χαριστική αυτή βολή, (θα) είναι προϊόν αυτοχειρίας. Τα δύο μεγάλα κόμματα, οδηγούν με μεθοδικότητα την κοινωνία στον (και) ηθικό της «θάνατο», αφήνοντάς της το πιστόλι στο χέρι όμως, για να το κάνει η ίδια. Δεν θέλουν να λερωθούν με «αίμα», υποκρινόμενα ότι δεν ξέρουν ότι είναι οι ηθικοί αυτουργοί.
Η μεγάλη πλάνη του σήμερα, ακούει ξανά στο δίλημμα «δεξιά-αντιδεξιά» της μίας πλευράς και στο «δεξιά-αριστερά» της άλλης. Δεν είναι πρωτοφανής κατάσταση, το έχουμε ξαναδεί ειδικά τη δεκαετία του ‘80. Η διαφορά όμως είναι, ότι σήμερα, αυτό το δίλημμα λαμβάνεται πολύ σοβαρά από όλους και από τα ίδια τα κόμματα που το διασπείρουν και από τον (πολύ) κόσμο. Δεν περιορίζεται σε συνθήματα όπως παλαιότερα… Και το παράδοξο είναι πως και τα δύο κόμματα, δεν αναγνωρίζουν επ’ ουδενί το ένα στο άλλο τα χαρακτηριστικά του «Αριστερού» κόμματος ή του «Δεξιού». Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «ψευδεπίγραφη Αριστερά» για τη ΝΔ (και το ΠΑΣΟΚ) και η ΝΔ είναι «ακροδεξιά» για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί όμως λέμε ότι το σημερινό «δίλημμα» λαμβάνεται πιο σοβαρά υπόψη από ποτέ; Γιατί σχεδόν όλοι, έχοντας μπλέξει στην πλάνη αυτή και με το προσφυγικό να ευνοεί τις αντιθέσεις, δείχνουν να έχουν χάσει την ψυχραιμία τους. Και μη μιλήσει κανείς για τη θεωρία των δύο άκρων. Γιατί μιλάμε πια για έναν διαγωνισμό βλακείας, όπου κάποιοι συντάσσονται πίσω από το δίλημμα, αναπαράγοντας επιχειρήματα (για ζητήματα που κάποτε δεν χρειαζόταν καν να μπεις στον κόπο) με φοβερή σπουδή αλλά και πολεμική που αυτομάτως (και εντελώς αυθαίρετα) μπαίνουν στη σφαίρα επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, ή της ΝΔ. Και κάπως έτσι φτάνουμε εδώ: Το να διαπιστώσει κανείς ότι είναι έγκλημα αυτό που υπέστη ο Ζακ, τον κατατάσσει στον ΣΥΡΙΖΑ. Το να διαπιστώσει κανείς την αυτονόητη καφρίλα να μπαίνει ένας γιγαντιαίος σταυρός στου Απελή, με αναγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ» σε ακτή λουομένων είναι «εθνομηδενιστικό» και πάλι εξυπηρετεί τον ΣΥΡΙΖΑ. Το να διαπιστώσει κανείς ότι είναι ανησυχητικό το ότι μαθαίνουν γράμματα στα παιδιά μας, κάποιοι συνδικαλιστές εκπαιδευτικοί που επιχειρηματολογούν στα σοβαρά, με επιχειρήματα «δημοτικού» -γιατί σώνει και καλά δεν θέλουν να απαλειφθεί ο όρος «λαθρομετανάστης»- πάλι τον καθιστά «ΣΥΡΙΖαίο» ή «ανθέλληνα»!
Σε αυτές τις παρατηρήσεις υπάρχει και η άλλη όψη. Το να εκφράσει κανείς την ανησυχία του για την εξέλιξη του προσφυγικού, ή να εκφράσει την αγάπη του στην πατρίδα, τον κάνει «φασίστα». Το να εγείρει κάποιος ζητήματα ασφαλείας, τον κάνει «ξενοφοβικό». Το να ζητά «αποσυμφόρηση» της Μόριας και επίσπευση των διαδικασιών ασύλου, τον κάνει «απάνθρωπο». Και υπό αυτό το πρίσμα, η ΝΔ για να διαχειριστεί τα πυκνά ακροδεξιά αντανακλαστικά της κοινωνίας, καταφέρνει και συντάσσεται με αυτή τη ρητορική. Όπου επώνυμα στελέχη της στηρίζουν ανοιχτά την μεταναστευτική κινδυνολογία, ευνοώντας τις τάχα μου αποκαλύψεις κατασκευής νέων χοτ σποτ, τις ζωγραφιές ελληνικών σημαιών στους δρόμους (μετά τις πανηγυρικές υποστολές), την ανύψωση σταυρών και ό,τι άλλο δεν έχουμε ακόμα σκεφτεί ότι μπορεί να σκαρφιστεί ο νους κάποιου που έχει πειστεί ότι κινδυνεύει από «εξισλαμισμό».
Από αυτόν τον διαγωνισμό βλακείας που τον παίρνουν δυστυχώς στα πολύ σοβαρά και… σοβαροί άνθρωποι, ευνοημένοι φυσικά είναι οι δεδηλωμένοι ακραίοι. Οι οποίοι γίνονται ξαφνικά mainstream μέσα από αυτή τη διαδικασία, βλέποντας με ικανοποίηση μπογιές στα μαρμάρινα μούτρα του Κολοκοτρώνη ή του Αποστόλου, διαλέγοντας… άγαλμα για να βγάλουν αντίστοιχο αφήγημα.
Μ’ αυτά και με εκείνα όμως, ο (και) ηθικός «θάνατος» της κοινωνίας, μέσω αυτοκτονίας, είναι προ των πυλών, όποιο κόμμα και αν κερδίσει. Αφού και τα δύο για να κερδίσουν ή να μη χάσουν, αποφεύγουν την πραγματική αντιπαράθεση που πρέπει να έχουν για την επαναφορά της χρεοκοπημένης χώρας σε μία κανονικότητα και τις προγραμματικές τους εξαγγελίες. Κάνουν μόνο την εύκολη ψηφοθηρία που μας ματώνει: Συντάσσονται ή βγαίνουν απέναντι, δίνοντας αξία στον κάθε γραφικό που τους κάνει τη «βρώμικη» δουλειά. Και εμείς όπως εύστοχα έγραψε και τραγούδησε ο Δήμος Μούτσης στο μια «Φυσαρμόνικα που κλαίει», εξακολουθούμε απλά να παρευρισκόμαστε με θλίψη εδώ, ακούγοντας τον ύμνο να λέει «Χαίρε ω χαίρε ελευθερία…».