... κοινωνόν με παράλαβε

01/07/2012 - 05:56
Ήτανε Τρίτη κι είχανε ξεκινήσει οι εξοντωτικές προετοιμασίες που κρατάνε ένα μήνα για την μεγάλη ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που πανηγυρίζει το μοναστήρι Κουτλουμουσίου.
Ήτανε Τρίτη κι είχανε ξεκινήσει οι εξοντωτικές προετοιμασίες που κρατάνε ένα μήνα για την μεγάλη ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που πανηγυρίζει το μοναστήρι Κουτλουμουσίου. Έπρεπε όλα να αστράφτουν, για να υποδεχτούν και φιλοξενήσουν βαθμούχους εκκλησίας και πολιτείας, αλλά κι εκατοντάδες μοναχούς, ιερείς και λαϊκούς, που θα ερχόντουσαν από τα τέσσερα σημεία του κόσμου.
Την Πέμπτη θα έφευγα για σοβαρό λόγο και, μια που βρισκόμουν σε τούτο τον αγιασμένο τόπο, σκέφτηκα να κάνω το χριστιανικό μου καθήκον, κι είπα με συστολή στον πατέρα Διονύσιο ότι θα ήθελα την επομένη να κοινωνήσω. Λες και του έκανα μεγάλο δώρο.
«Είναι ευλογία Θεού», μου είπε πασίχαρος.
Με βεβαίωσε ακόμη πως θα το έλεγε στον πατέρα Γρηγόριο που είναι υπεύθυνος, να το έχει υπ’ όψιν του. Έτσι, νήστεψα, και ξέροντας πως οι καθημερινές νυχτερινές λειτουργίες αρχίζουν στις τρεισήμισι και τελειώνουν στις έξι περίπου με όλους τους μοναχούς παρόντες, ξύπνησα τέσσερις το πρωί, ετοιμάστηκα ψυχικά και σωματικά, έκανα ένα κρύο ντους, ντύθηκα και πέντε η ώρα έμπαινα στο ναό. Άναψα το κεράκι μου, προσκύνησα όπως πάντα και με όλη μου την άνεση μπήκα στο Καθολικό και εν συνεχεία στο αγαπημένο μου στασίδι, δίπλα στους ψάλτες. Αμέσως όμως κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Εμφανίστηκε δίπλα μου ο πατέρας Γρηγόριος και ψιθυριστά μου είπε πως δεν μπορώ να κοινωνήσω, γιατί άργησα. Σαν τέλειωσε η λειτουργία, πήρα αντίδωρο και στενοχωρημένος βγήκα στον προνάρθηκα να πάρω, όπως πάντα, με το μικρό ανοξείδωτο κυπελλάκι τον αγιασμό από τη μαρμάρινη Φιάλη. Παράμερα ο πατέρας Γρηγόριος με ενημέρωσε ότι δεν είχα πληροφορηθεί πως αυτές τις μέρες, κατ’ εξαίρεση, τελείωναν μια ώρα νωρίτερα οι λειτουργίες, και συμπλήρωσε.
«Μπορείτε να κοινωνήσετε αύριο.»
«Ναι αλλά θα φύγω στις επτάμισι», είπα.
Το μυαλό μου, άθελά μου, πήγε σ’ αυτούς που μου λέγανε, «…μην πας στο Άγιο Όρος· θα σε τρελάνουν…» και μια σύγχυση, ο εωσφόρος ολάκερος με ταρακούνησε, κλονίστηκα, δεν ξέρω γιατί, και μόνο η απαλή (όλοι δω πέρα είναι ήρεμοι και γλυκομίλητοι) σα χάδι φωνή από δίπλα μου με επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Αν έρθετε κατά τις τέσσερις, προλαβαίνετε.»
Τρεισήμισι βρισκόμουν στο Καθολικό του ναού της Θείας Μεταμορφώσεως.
Μια σκιά φάνηκε, μικρή στην αρχή, μεγάλη, πιο μεγάλη, σίμωσε, κάτι ψιθύρισε χωρίς να καταλάβω και μου έκανε νόημα να ακολουθήσω. Ήταν ο πατέρας Γρηγόριος, που στο σκοτάδι με οδήγησε στην ανατολική πόρτα του νάρθηκα, όπου ένας μοναχός, διπλωμένος, προσευχόταν. Κάτι του είπε κι έφυγε.
Έμεινα μόνος με την καινούργια σκιά που ξεδιπλώθηκε, ήταν ο πατέρας Ρωμανός, ένας νεόδμητος σκελετωμένος υπό δοκιμήν μοναχός, που από φόβο, συστολή και λατρεία δε μιλά ποτέ, και κάνοντας μεταβολή άρχισε να περπατάει. Κατάλαβα, τον ακολούθησα με πολλή προσοχή. Αυτός ευκίνητος κι άυλος πήγαινε κανονίζοντας το βηματισμό του στο δικό μου. Περάσαμε καμάρες, εικόνες πολλές, σκάλες μικρές και μεγαλύτερες, κι άλλες καμάρες, διαδρόμους με ξύλινα πατώματα, κι ανέλπιστα θεόπεμπτοι ύμνοι, λιβάνι κι ένα αχόφως με έσυρε εδώ, ανάμεσα στα κελιά, στον τρίτο όροφο της ανατολικής πτέρυγας στο μικρό παρεκκλήσιο με τρία αναμμένα κεριά, τον ιερέα στην Αγία Τράπεζα και τέσσερεις μοναχούς να ψέλνουν.
Κούρνιασα σε ένα στασίδι, ευχαρίστησα το Θεό που έφτασα ως εδώ, κι απολάμβανα την κάθε ανασαιμιά μου.
Πέρασε η ώρα, προσκύνησαν οι λιγοστοί πατέρες, μετά η σειρά μου, και με αγωνία περίμενα να κοινωνήσω.
Με παρότρυναν να προχωρήσω, εγώ νόμιζα πως κάποιος μοναχός θα πήγαινε πριν, αλλά φάνηκε μεγαλόπρεπος, ολοφώτιστος, τεράστιος ο ιερομόναχος, «μετά φόβου Θεού…» είπε, και όλοι περίμεναν εμένα, που πράγματι, για πρώτη φορά στη ζωή μου, έτρεμα σύγκορμος, έκανα λίγα βήματα και την υπόλοιπη απόσταση κάλυψε ο ιερέας με τα άμφια τα ιερά και το δισκοπότηρο στο χέρι. Μεγάλη στιγμή, κι ασύλληπτη η μυσταγωγία. Για άλλη μια φορά χάθηκα, ένιωσα μηδαμινός. Ένα τίποτα. Ορθώθηκα όμως, άνοιξα το στόμα, οι μοναχοί όλοι μαζί να ψέλνουν σιγανά… «του δείπνου σου του μυστικού σήμερον, Υιέ Θεού κοινωνόν με παράλαβε…», έχασα την όρασή μου, ξαναβρέθηκα σε ουρανοπέλαγα ευτυχίας και θαλπωρής κι ένιωσα καυτό το αίμα και σώμα του Χριστού να με διαπερνά, να με κατακλύζει.
Κι, ωω Θεέ μου! Τι θρησκευτικό αποκορύφωμα, καθώς γύρισα με την Αγία Κοινωνία ακόμη στους βλεννογόνους μου και είδα τους πέντε μοναχούς, γέροι άνθρωποι που απαρνήθηκαν τα εγκόσμια, που μια ζωή υποφέρουν υλικά αλλά απολαμβάνουν πνευματικά, να στέκονται γύρω μου με τα ξέπλεκα τα μαλλιά τους, χωρίς κουκούλι και σκούφο, με δεμένα τα χέρια και το κεφάλι ριγμένο κάτω να συμμετέχουν στο προνόμιο που μόνον εγώ είχα, να πάρω μέσα μου τα άχραντα μυστήρια.
Κι είναι τούτη η πιο ιερή στιγμή της Χριστιανοσύνης.
Πώς λοιπόν να μην νιώσεις πιο κοντά στο Θεό και τους Αγίους; Όσο κι αν δεν πιστεύεις;
Με συνόδεψε μετά ο πατέρας Διονύσιος, μου έδειξε το ενδιαίτημα του Ηγουμένου, γιατί εκεί ήταν το παρεκκλήσιο, και ευγνώμων, κάτι θέλησα να πω για τη μεγαλοσύνη της σημερινής εμπειρίας, αλλά με έκοψε.
«Έτσι είμαστε εμείς στο Άγιο Όρος.»
Δεν με άφησε να φιλήσω το χέρι του. Ήμουν λέει ανώτερός του τούτη την ώρα.
Αρκέστηκε να μου ευχηθεί καλό ταξίδι και γρήγορη επάνοδο.

Γιώργος Καμβυσέλλης
Giorgiok1936@yahoo.gr

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey