Ένα ιατρικό περιστατικό ή μάλλον δύο, ήταν το εισιτήριο για να γυρίσει η φαντασία μου μισό αιώνα πίσω και να με κάνει να θυμηθώ πώς γιατροπορευόμασταν τότε που οι αυλές στα σπίτια είχαν χώμα κι ήταν βαμμένες μ’ ασβέστη.
«Ίσαμε να παντρευτείς θα γειάνει», μας βεβαίωναν οι μεγάλοι του σπιτιού, σε κάθε παράπονό μας πως πονούσαμε, όποια κι αν ήταν η αιτία του πόνου μας. Φυσικά, ύστερα από τέτοια πληροφορία για την πορεία του πόνου μας, και μάλιστα απ’ το στόμα ενός ενήλικα του συγγενικού μας περιβάλλοντος, αισθανόμασταν ένα κομμάτι καλύτερα.
Παράλληλα έρχονταν και οι πρώτες βοήθειες: ντομάτα ή κατούρημα για το τσίμπημα από μέλισσα, ωμός καφές με λίγο λεμόνι για τη διάρροια, καπνός σαν αιμοστατικό για βαθιά κοψίματα, τσέρι για τον πονόκοιλο κι ένα σωρό άλλα. Για αδιαθεσίες και πονοκεφάλους την ιατρική μέριμνα ανελάμβανε η ξεματιάστρα της γειτονιάς. Μερικές μάλιστα απ’ αυτές γιάτρευαν και τις μυρμηγκιές.
Αν παρ’ όλα αυτά η αδιαθεσία και ο πυρετός δεν υποχωρούσαν, αναγκαζόμασταν να πάμε στο γιατρό. Έβαζε ο γιατρός το στηθοσκόπιο, βγάζαμε μεις τη γλώσσα και μετά από λίγο έτοιμη η διάγνωση: «Δεν είναι τίποτα. Ξεκούραση, καλό φαγητό, τούτο το σιροπάκι και σε δυο - τρεις το πολύ μέρες θα ‘σαι περδίκι.» Επειδή δε, τα χρόνια εκείνα η διάγνωση βασιζόταν στη συμπτωματολογία, η παροιμία παρότρυνε να επισκεπτόμαστε “παλιό γιατρό και καινούργιο χασάπη”.»
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια - μισός αιώνας είπαμε - και τα πράγματα άλλαξαν. Ένα υπερηχογράφημα, μια αξονική ή μια μαγνητική λύνουν τα χέρια των γιατρών και μπορούν πια ν’ αποφανθούν με βεβαιότητα πως πάσχεις από τούτη ή την άλλη ασθένεια. Μπορούν ακόμα να προβλέψουν πως στο μέλλον θα πάθεις τούτο ή το άλλο. Κι αν χρειαστεί επέμβαση, τα λέιζερ και τα ρομπότ είναι πολύτιμοι βοηθοί στα χέρια σοβαρών και καταξιωμένων επιστημόνων.
Ευτυχώς, αυτά όλα δεν ισχύουν για το Γαστρεντερολογικό Τμήμα του Βοστάνειου Νοσοκομείου της Μυτιλήνης. Το λέω αυτό με βεβαιότητα, γιατί πέρσι το καλοκαίρι είχε την τύχη να νοσηλευτεί η πεθερά μου. Η γυναίκα είχε κάτι ενοχλήσεις, κάτι πυρετούς κι εμείς, εραστές της παλιάς καλής εποχής, αφήσαμε τη ζωή της στα χέρια των άξιων γιατρών της πόλης μας, οι οποίοι πιστοί στις παραδόσεις μάς βεβαίωναν: «Δεν είναι τίποτα. Ένα υπόθετο. Μια αντιβίωση και θα γίνει περδίκι.» Φυσικά, για τη γνωμάτευσή τους έκαναν κι αυτοί τις δέουσες εξετάσεις με τα σύγχρονα μέσα, αλλά για τους δικούς τους λόγους μάς είπαν, ό,τι μας είπαν. Να ‘ναι καλά οι άνθρωποι, έτσι που μας φέρθηκαν μ’ ανθρωπιά, χωρίς να μας πανικοβάλλουν και να μας τρομοκρατήσουν.
Η πεθερά μου, βέβαια, δεν έγινε περδίκι και δυο μήνες αργότερα εγχειρίστηκε στο Θεαγένειο της Θεσσαλονίκης από τον κ. Ζαφειρίου, με καρκίνο του παχέος εντέρου. Απ’ ό,τι δε, μας είπαν, αν καθυστερούσαμε λίγο ακόμα την επέμβαση υπήρχε κίνδυνος να μείνει παράλυτη, γιατί οι όγκοι άρχισαν να πιέζουν τη σπονδυλική στήλη.
Λίγους μήνες αργότερα, μετά από μια τέτοια εγχείρηση, έπρεπε να κάνει αναλύσεις για να διαπιστώσουμε τους καρκινικούς δείκτες του αίματος. Φυσικά, πήγαμε πάλι στο Βοστάνειο. Και τις τρεις φορές που έκανε εξετάσεις - Δεκέμβριο, Φεβρουάριο και Απρίλιο - οι δείκτες ήταν πολύ πάνω του φυσιολογικού και μάλιστα με αυξάνουσα πορεία. Κάναμε πέτρα την καρδιά μας για να πάμε ξανά στο Θεαγένειο, ν’ αρχίσει χημειοθεραπείες. Όλως παραδόξως, δεν είχε τίποτα. Κρίμα…
Σα γαμπρός, θεωρώ χρέος μου να ευχαριστήσω τους γιατρούς της πόλης μου για τις φιλότιμες προσπάθειες που ‘καναν να μ’ απαλλάξουν απ’ την πεθερά μου.
Αν έχετε κι εσείς καμμιά κακιά πεθερά, ξέρετε πού ν’ απευθυνθείτε…