Από κείνη τη μέρα ο Αλέκος έβλεπε με άλλο μάτι τις πόρνες. Όπως σχεδόν κι οι άλλοι. Με απέχθεια. Μέχρι που ένα απομεσήμερο, κατεβαίνοντας τη Νοταρά, λίγο πιο κάτω από το σπίτι του, ήταν πεσμένη καταγής μια όμορφη κοπέλα με μακριά μαύρα, έβενος, μαλλιά, και με αίματα μπροστά στη μύτη της.
«… Οπότε, μια σιχάθηκα, μια αγανάκτησα για την ωμότητα της πόρνης, μπορεί και να φοβήθηκα, έδωσα μια κλοτσιά στο τενεκούδι, χυθήκαν όλα, μπογιαντίστηκαν μαβιά τα σανίδια και με βιασύνη τράβηξα όπως - όπως τα ρούχα μου, βρόντηξα δυνατά τη πόρτα, και χάθηκα.
Τραντάχτηκε ολάκερο το διώροφο χτίριο και τα σκαλοπάτια τα κατέβηκα δυο και τρία μαζωμένα.»
Από κείνη τη μέρα ο Αλέκος έβλεπε με άλλο μάτι τις πόρνες. Όπως σχεδόν κι οι άλλοι. Με απέχθεια.
Μέχρι που ένα απομεσήμερο, κατεβαίνοντας τη Νοταρά, λίγο πιο κάτω από το σπίτι του, ήταν πεσμένη καταγής μια όμορφη κοπέλα με μακριά μαύρα, έβενος, μαλλιά, και με αίματα μπροστά στη μύτη της. Λίγοι οι περαστικοί, και οι περίεργοι κοιτούσαν από μακριά χωρίς να πλησιάζει κανένας. Είχανε δει, βλέπεις, από πριν ένα δυνατό και ογκώδη άντρα με κάτι μπράτσα όλο τατουάζ και τεράστια ποντίκια, που την τράβαγε από τα μαλλιά, τη γρονθοκόπησε και την παράτησε λιπόθυμη, μπορεί κι αναίσθητη. Τους κυρίεψε ο φόβος και κρατήσανε το στόμα τους κλειστό. Φοβήθηκαν να φωνάξουν την αστυνομία, αλλά ούτε και να πλησιάσουν. Τα αντίποινα θα ήταν πολύ σκληρά, αν τους υποψιαζόταν ο νταβατζής.
Άξαφνα γοερές κραυγές ακουστήκανε, στριγκλιές και κλάματα. Και φάνηκε μια άλλη νεαρή καστανομαλλούσα, λαφριά ντυμένη, να έρχεται τρεχάτη.
- Τι κάθεστε και βλέπετε; Ω σοβαροί άνθρωποι της κοινωνίας! Δεν ντρέπεστε; Ένα κορίτσι είναι μισοπεθαμένο ομπρός τα μάτια σας κι εσείς χαζολογάτε; Μόνο εμάς τα θύματά σας, τις πουτάνες, ξέρετε να κατηγορείτε. Εμπρός· βάλτε ένα χέρι να τη σηκώσουμε.
Και χωρίς να σκεφτεί, έβγαλε μια κραυγή που ακούστηκε ως την ουρανοκορφή.
- Τρέξτε, κόσμε!! Αστυνομίααα! Δολοφόνοι!!
Έσκυψε κι άλλο, φανήκαν οι χυμοί της νιότης, τρέξανε άλλες δυο «γυναίκες», βοηθήσανε, ανασήκωσαν την τραυματισμένη, που είχε μια σοβαρή αιμορραγία πάνω στο δεξί μπράτσο. Κοντά στη καρδιά της. Σίγουρα εκεί είχε αρπάξει τη μαχαιριά.
Χωρίς να σκεφτεί η κοκκινομάλλα τράβηξε μια λουρίδα από το άνοιγμα στο φουστάνι της, όρμηξε στα στήθια της παγωμένος ο αγέρας, δεν έδωκε σημασία, και βάλθηκε να δέσει το μπράτσο της τραυματισμένης, να σταματήσει η αιμορραγία.
Κι όλο να φωνάζει σε βοήθεια την αστυνομία που είχε ειδοποιηθεί από τους περαστικούς κι είχε φτάσει, μαζί και το αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού.
- Τα βλέπετε; Έτσι μας σκοτώνουν καθημερινά. Κι εμάς και τα όνειρά μας! Μας ξεσκίζουν. Μας ποδοπατούν. Οι σωματέμποροι, οι τσατσάδες κι οι προστάτες! Μας αναγκάζουν και πουλάμε το κορμί μας! Και να παίρνουν τα αργύρια του μαρτυρίου. Σε μας, αφήνουν μόνο το σπαραγμό της ψυχής μας. Γιατί κι εμείς έχουμε ψυχή. Σας τα λέω εγώ η πρώτη πόρνη του σπιτιού. Η Μαίρη· η πιο καλοπληρωμένη, η πιο δυστυχισμένη.
Κι αφού σκούπισε τα μάτια της, πασαλειμμένη αίματα, πήρε μια τραγική όψη και χάθηκε, ως ακούστηκε μια βραχνιασμένη φωνή από τη γωνία της Νοταρά.
- Μαίρηηη! Πού είσαι μωρήη! Θα σου φύγει ο γκόμενος. Ξεμυαλισμένη!
Και χάθηκε η Μαίρη· η κάθε Μαίρη. Βούλιαξε στο μπουντρούμι της εξαθλίωσης.
Ένας από τους παρευρισκομένους, ο τελευταίος που είχε φτάσει, ήταν ο φίλος μου.
Πήρε κι αυτός δρόμο, χώθηκε στο δικό του «καμαρίνι», ξανάσκισε τα χαρτιά και φώναξε ίσια να τα ακούσει ο ίδιος.
«Όχι· δεν είναι αποβράσματα, ούτε κατακάθια της κοινωνίας. Είναι πλάσματα βασανισμένα.» …
… Με μιας όμως άλλαξε ο γέροντας Γαβριήλ (που χρόνια πολλά ασκητεύει στο Άγιο Όρος) όταν του είπα ότι σκεφτόμουν να γράψω την βιογραφία του Γαλανού. Σοβάρεψε, βάλθηκε να αναμαζώνει τους λογισμούς του, κι όλο βιάση με παρότρυνε αυστηρά.
- Άντε να νηστέψεις δυο μήνες, να προσευχηθείς, να ζητήσεις ευλογία από έναν Άγιο Γέροντα και να δούμε τι θα σου πει. Πιο καλά νομίζω να του κάνεις ένα τρισάγιο. Πιο πολύ θα βοηθήσεις την ψυχή του.
Όταν το άκουσα ομολογώ πως κλονίστηκα, έμεινα σκεφτικός για λίγο, βρήκα θάρρος κι αντιλόγησα.
- Δεν πρέπει να δείξουμε στον κόσμο την πολυτάραχη ζωή του, την ανέλπιστη μεταστροφή του προς την Εκκλησία…
Πιο έξυπνος από μένα, δεν χρειάστηκε να σκεφτεί. Πριν τελειώσω, συμφώνησε, κι αντί για λόγια περισσευούμενα, σήκωσε το χέρι του, έκλεισε τα δάχτυλα να γίνουν ένα μικρό απαλό γροθαλάκι, και ντουκ - ντουκ μου χτύπησε μερικές φορές στο κεφάλι, μπροστά, λίγο πάνω από το μέτωπο, κι είπε ξερά:
- Προχώρα κι η Παναγία μαζί σου.
Για μένα, τούτο ήταν μια μεγάλη παρακαταθήκη και μια τονωτική ένεση για το δύσκολο έργο μου…
(Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Γιώργου Καμβυσέλλη, που θα κυκλοφορήσει μέσα στον ερχόμενο Αύγουστο.)