Εκείνες τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες

01/07/2012 - 05:56
Όταν φύσαγε δυνατός νοτιάς, θυμάμαι, έφερνε στο παραθύρι μου σταγόνες θάλασσας και ψίθυρους κυμάτων. Εικόνες ταξιδιών από άγνωστους τόπους και όνειρα που έσταζαν, θαρρούσες, ουρανό και θάλασσα.
Όταν φύσαγε δυνατός νοτιάς, θυμάμαι, έφερνε στο παραθύρι μου σταγόνες θάλασσας και ψίθυρους κυμάτων. Εικόνες ταξιδιών από άγνωστους τόπους και όνειρα που έσταζαν, θαρρούσες, ουρανό και θάλασσα. Ατέλειωτες φάνταζαν εκείνες οι χειμωνιάτικες νύχτες κι οι ώρες πεισματάρες· δεν πέρναγαν. Κι από κάτω τα βράχια να υπομένουν καρτερικά τα μανιασμένα κύματα που, ανελέητα, σκέπαζαν την ατέρμονη μοναξιά τους. Τ’ άστρα κρυμμένα πίσω απ’ τα σύννεφα έκαναν τη νύχτα πιο σκοτεινή. Μωρό εγώ τότε, μ’ έπιανε ένας απρόσμενος κι ανεπιθύμητος φόβος που δεν μ’ άφηνε να κλείσω μάτι. Έβαζα απαλά το χέρι πάνω στο φυλαχτό μου κι αναζητούσα με προσευχές, μέσα στη νύχτα, να σφιχτοδέσει τους ανέμους ο Θεός και να καλμάρει την αντάρα της θάλασσας.
«Άγιε Νικόλα, φύλαγε…», μουρμούριζε παραδίπλα η μητέρα μου. Μ’ έβλεπε έτσι ανήσυχο και φοβισμένο, μ’ έπαιρνε κοντά της να ηρεμήσω και μου έλεγε πως όταν φυσάει έτσι λυσσασμένα, όπως εκείνο το βράδυ, είναι γιατί ο ουρανός κι η θάλασσα τα «χάλασαν» μεταξύ τους! Κι εκεί, πάνω στο μάλωμα, εκείνος σκύβει ν’ αφουγκραστεί την καρδιά της, να την ξεγελάσει με γλυκόλογα κι επειδή εκείνη δεν έχει κέφια, του αρνείται! Κι έτσι αρχίζει το ανακάτεμα. Από ψηλά τα βλέπει όλα αυτά ο Θεός και βάζει τα γέλια με τα παράξενα χούγια τους. Γι’ αυτό κι έρχεται η μπουνάτσα πάντα μετά το χαλασμό. Κάτι τέτοια… Κι ύστερα άρχιζε σιγανά, μήπως και κλείσω μάτι, να μου διηγείται μια ιστορία, που δεν ξέρω καν αν ήταν ή έμοιαζε αληθινή.
Χρόνια ζούσε μονάχος σ’ έναν παρατημένο φάρο ο ερημίτης φαροφύλακας, παρέα με τα βιβλία και τις μουσικές του. Παλιός γραφιάς, δεν είχε παρατήσει το συνήθειο. Μόλις άδραχνε ο νους του μια κουβέντα, έτρεχε να πιάσει τα χαρτιά του (καλή ώρα) να ανακατέψει γνώσεις και να φτιάξει ιστορίες. Οι φίλοι και οι γνωστοί του απορούσαν πώς και δεν τα ’βγαζε βιβλίο. Κάθε φορά που έφερναν το θέμα, όταν τους καλούσε κάποια Σαββατοκύριακα που τον έπιανε νοσταλγία για άνθρωπο, εκείνος άλλαζε κουβέντα. Κι ας γέμιζαν συρτάρια και βιβλιοθήκες με πλήθος χειρόγραφα.
Εκείνη τη νύχτα - σαν και τούτη - είχε διαολόκαιρο. Η θάλασσα βούιζε λες και κάτι τη βάραινε μέσα της. Μανιασμένος ο αέρας, έλεγες πως τώρα θα ρίξει το φάρο. Κι οι καλεσμένοι φίλοι που περίμενε, δεν έλεγαν να φανούν. Ποιος να βγει με τέτοιο καιρό… Η ώρα περνούσε, εκείνος αδημονούσε και ο καιρός αγρίευε. Κάποια στιγμή βγήκε στην πόρτα μπας και τους δει να έρχονται. Τότε, μια αστραπή φώτισε στο βάθος το πέλαγος. Μόλις που μπόρεσε να δει εκεί ένα καράβι να χαροπαλεύει στα κύματα… Έκλεισε την πόρτα κι ανυπόμονος ξαναμπήκε μέσα ν’ ανοίξει το ραδιόφωνο, να σπάσει, κάπως, τη μοναξιά. Ξαφνικά έσβησαν τα φώτα, αστροπελέκι έπεσε πάνω στο φάρο και κατέστρεψε τον προβολέα… «Το καράβι», φώναξε μέσα του ο ερημίτης. Πήρε ένα φακό, βγήκε, στάθηκε στην άκρη του γκρεμού κι έριχνε απελπισμένα το φως του προς το μέρος του καραβιού. Πώς να φτάσει όμως το αδύναμο φως, μέσα στη μαύρη νύχτα, στο μικρό φορτηγό που πάλευε με τα κύματα… «Τα χειρόγραφα», φώναξε δυνατά ο ερημίτης. Έτρεξε μέσα, πήρε όλα τα φυλαγμένα χειρόγραφά του, αυτά που του ’λεγαν οι φίλοι του να εκδώσει, τα στοίβαξε σ’ ένα βαρέλι, τα κατάβρεξε με βενζίνα και τους έβαλε φωτιά, μπας και τη δουν οι κακόμοιροι ναυτικοί απ’ το καράβι και αποφύγουν τα βράχια και το θάνατο…
Εδώ πια εγώ έγερνα, έκλειναν τα μάτια μου και μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Την άλλη μέρα, ο ουρανός κι η θάλασσα τα είχαν ξαναφτιάξει. Μόνο λίγα σημάδια αρμύρας μένανε πάνω στα τζάμια να θυμίζουν το πρωί τη βραδινή καταιγίδα.

Υ.Γ. Ας με συγχωρέσει ο Γ.Τρ. που έβαλα την ιστορία του στο στόμα της μητέρας μου.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey