Κακό πράμα να είσαι νομοταγής. Σε καταπατούν όλοι, σε αδικούν οι ξύπνιοι, σε εκμεταλλεύονται τα σαΐνια και σε τιμωρεί το Κράτος. Και μου τα ψέλνει η Ερασμία από δίπλα.
Κακό πράμα να είσαι νομοταγής. Σε καταπατούν όλοι, σε αδικούν οι ξύπνιοι, σε εκμεταλλεύονται τα σαΐνια και σε τιμωρεί το Κράτος.
Και μου τα ψέλνει η Ερασμία από δίπλα.
― Αφού ξέρεις βρε γείτονα. Άμα δε πεις ψέματα, δε κλέψεις και δε ψευδομαρτυρήσεις, πώς θέλεις να προκόψεις σε τούτο το τόπο;
Μα εγώ, πού μυαλό! Πριν πάρω μια δεκάρα, τη δηλώνω στην Εφορία.
Γι’ αυτό μου το πέταξε το κοσμητικό επίθετο, χθες, ο Αποστόλης, καλό παιδί και υδραυλικός με πτυχίο παρακαλώ.
― Τι κερδίζεις βρε βλάκα; Αφού σε κλέβει το Κράτος, κλέψε το κι εσύ!
Ο Αποστόλης που λες, κερδίζει πάνω από πενήντα χιλιάδες το χρόνο και έχει επιστροφές, γιατί στα κιτάπια της Εφορίας, βγάζει μόνο πέντε· στα όρια της φτώχιας δηλαδή.
Οπότε νοιώθω προνομιούχος, αφού η σύνταξη μού επιτρέπει να πηγαίνω και στην ταβέρνα του Μανόλη, που βγάζει εξήντα και δηλώνει έξι. Εμένα όμως με αποκαλεί, βάσει φορολογικής δήλωσης, «άρχοντα».
Οι συγγενείς και φίλοι όμως, με παρασημοφορούν με τα δέκα δάχτυλα και φωνάζουν, «νάσου, βλάκα».
Τα ίδια εύσημα αποκόμισα και πρόπερσι, που ήθελα να βάλω κάγκελα στη βεράντα μου, εδώ στην ερημιά, κι έβγαλα άδεια.
― Τι σας χρειάζεται; Δε βλέπετε το Θέμη, που έχτισε παράνομα, μου υπέδειξε στοργικά η Μέλπω.
― Ναι, αλλά τον κυνηγούσε η Αστυνομία.
― Κοτσάρισε όμως κοτζάμ μεζονέτα απάνω στο χειμέριο! Πολλά εκατομμύρια!
― Δε μπορώ.
― Κύριε Γιώργο, συγνώμην, αλλά είστε βλάκας, είπε με πολύ τακτ η Μέλπω.
Αυτά κι αυτά, για να αποδείξω πως είμαι ξύπνιος, πήρα τσιμεντόλιθους, κι έτσι, αυθαίρετα, υπό τας ζητωκραυγάς των τριγύρω, που με έκαναν να νοιώθω ολυμπιονίκης, κοτσάρισα ολάκερο κοτέτσι με φωλιά κι όλα τα αξεσουάρ.
Έτσι, σαν πρωταθλητής εξυπνάδας και θάρρους, καθόμουνα μετά δυο μέρες και καμάρωνα τις κότες ευτυχισμένες, και τον πετεινό να μην προλαβαίνει στα καθήκοντά του, όταν άκουσα σειρήνα. «Ποιον ζητάνε άραγε!», συλλογίστηκα, και συνέχισα να απολαμβάνω τη λεμονάδα μου, όταν ακούστηκε πιο δυνατά η σειρήνα και το φρενάρισμα του περιπολικού.
― Άδεια, Μου είπε βλοσυρά το όργανο.
― Για τι πράμα; απάντησα τρέμοντας.
― Μην κάνετε τον ανήξερο, συνέχισε, έτοιμος να μου βάνει χειροπέδες.
― Για το κοτέτσι;!
― Σήμερα κοτέτσι, αύριο διώροφο, είπε, και άνοιξε το μπλοκ.
Όταν έφυγε, ήμουν σα βρεγμένη γάτα, με ένα χαρτάκι στο τρεμάμενο χέρι, ότι έπρεπε να βγάλω άδεια εντός δυο ημερών, αλλιώς θα παραπεμφθώ σε δίκη. Ή να το γκρεμίσω.
Το γκρέμισα.
Κι αποδείχτηκε πως είναι πιο έξυπνος ο Μηνάς, που τον πήγανε δικαστήριο για μια παραβίαση «κόκκινου» που είχε κάνει, και επέμενε όταν του έλεγε ο «μιλημένος» πρόεδρος.
― Μήπως ήταν πορτοκαλί κατηγορούμενε το φανάρι όταν περνούσες;
― Όχι κύριε πρόεδρε, κόκκινο ήταν.
― Μήπως δεν θυμάσαι καλά κατηγορούμενε; Λέω· μήπως ήταν πορτοκαλί;
― Όχι κύριε πρόεδρε. Πήρα όρκο· κόκκινο ήταν, επέμενε ο Μηνάς.
Οπότε ο πρόεδρος γέλασε, έσκυψε δίπλα, κάτι είπε εμπιστευτικά στους υπόλοιπους δικαστάδες, κουνήσανε όλοι το κεφάλι θετικά, κι ο Μηνάς απαλλάχτηκε, «λόγω βλακείας»!
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.