Η εξάπλωση της Κοινής Ελληνικής ως μέσο έκφρασης και ομιλίας του ελληνικού λαού σε συνδυασμό με άλλους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες, έχουν οδηγήσει τις κατά τόπους διαλέκτους σε παρακμή.
Η εξάπλωση της Κοινής Ελληνικής ως μέσο έκφρασης και ομιλίας του ελληνικού λαού σε συνδυασμό με άλλους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες, έχουν οδηγήσει τις κατά τόπους διαλέκτους σε παρακμή. Ουδείς λόγος γίνεται για τις εντόπιες διαλέκτους και τα ιδιώματα, και τη σημασία τους στο σύγχρονο γλωσσικό -και γιατί όχι- εθνικό γίγνεσθαι. Η Κυπριακή και η Κρητική υποχωρούν μπροστά στην Κοινή που τις υποσκιάζει, ενώ άλλες διάλεκτοι, όπως η Καππαδοκική, τείνουν να εξαφανισθούν εντελώς. Τα δε εντόπια ιδιώματα ανά την Ελλάδα, εξαλείφονται με γοργούς ρυθμούς , καθώς όλο και λιγότεροι (νέοι) ομιλητές τα χρησιμοποιούν. Αυτομάτως, λοιπόν, εγείρονται προβληματισμοί, μιας και είναι επιτακτική η ανάγκη αρμονικής σύνδεσης της γλώσσας με τις κατά τόπους διαλέκτους και τα ιδιώματά της.
Οι απόλυτοι υποστηρικτές -κυρίως συντηρητικοί γλωσσολόγοι- της Κοινής, έχουν ως βάση της επιχειρηματολογίας τους ενάντια στη χρήση οποιασδήποτε γλωσσικής απόκλισης από αυτήν, το γεγονός ότι οι κατά τόπους διάλεκτοι και ιδιωματισμοί δεν κατοχυρώνονται γραμματικά και συντακτικά. Πράγματι, η Ελληνική περιέχει ποικίλες ιδιομορφίες και τροποποιήσεις, ανάλογα δε με την περιοχή όπου χρησιμοποιείται. Ωστόσο, δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο οι ιδιομορφίες αυτές να εφαρμόζονται στον προφορικό λόγο, πόσο μάλλον στο γραπτό, και ομολογουμένως δεν θεωρούνται «ορθές». Υπάρχουν, φυσικά, άτομα που κατά τόπους κάνουν χρήση διαλεκτικών στοιχείων και ιδιωματισμών, αλλά ακόμη και έτσι, αυτά παραμένουν σε ανεπίσημο επίπεδο ή απλά δεν αποτελούν τον κανόνα. Παραδείγματα συνιστούν κάποιες ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, που είναι γραμμένες εξ ολοκλήρου στα κυπριακά ή κείμενα λογοτεχνίας που, για λόγους αμεσότητας και πειστικότητας, εμπεριέχουν ιδιωματισμούς. Εκτός αυτών, σε σατιρικά, χιουμοριστικά ή και άλλα κείμενα και άρθρα συναντώνται -μάλλον «παράτυπα»- τοπικά γλωσσικά στοιχεία.
Οι συντηρητικοί γλωσσολόγοι φαίνεται πως δεν είναι οι μόνοι που εμμένουν στις θέσεις τους περί μιας «εξευγενισμένης», καθολικής γλώσσας. Γενικά επικρατεί η άποψη πως η διάλεκτος είναι υποδεέστερη, κατώτερη και λανθασμένη. Αυτοί δε που μιλούν με μια ιδιαίτερη προφορά, θεωρούνται από τους άλλους ως αμόρφωτοι. Την αντίληψη, όμως, αυτή, έρχεται να διαψεύσει μια άλλη μερίδα γλωσσολόγων, που στόχο έχουν, όχι την προδιαγραφή της γλώσσας, αλλά την περιγραφή αυτής. Διενεργείται, δηλαδή το εγχείρημα του αποθησαυρισμού, της διάσωσης και καταγραφής διαλέκτων και ιδιωμάτων, παρά μια προσπάθεια «εξαγνισμού» των ιδιωμάτων. Δεν είναι, λοιπόν, οι διάλεκτοι λανθασμένες εκφάνσεις της Κοινής, όπως πολλοί πιστεύουν, και συνεπώς δεν θα έπρεπε να υφίσταται προβληματισμός σχετικά με τη χρήση τους.
Παρ’ όλα τα παραπάνω, ενδοιασμοί συνεχίζουν να υπάρχουν και ως προς το εθνικοπολιτικό επίπεδο. Αρκεί να φανταστεί κανείς ένα γλωσσικό καθεστώς ακανόνιστο, χωρίς περιορισμούς, όπου ο καθένας χρησιμοποιεί τη διάλεκτο και τους ιδιωματισμούς του. Σε μια τέτοια περίπτωση, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, θα κινδύνευε να χαθεί η καθάρια υπόσταση της Ελληνικής και η πηγαία έκφραση. Θα επικρατούσε γλωσσικό χάος και σε πρακτικό επίπεδο ασυνεννοησία, γεγονός που δυνητικά θα οδηγούσε στην κατάργηση της Κοινής Ελληνικής. Σε ένα πιο πεσιμιστικό σενάριο, κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε αυτομάτως και την απώλεια της κοινής εθνικής συνείδησης, μιας και ένα από τα σημαντικότερα προσόντα -αν όχι το μοναδικό- που προβάλλει την ελληνικότητά και την ιστορία μας στο παγκόσμιο προσκήνιο, είναι η γλώσσα.
Μιλώντας για ιστορία, οι ένθερμοι υποστηρικτές των τοπικών ιδιωματισμών, επισημαίνουν το δεσμό ανάμεσα στη «ντοπιολαλιά» τους και το γλωσσικό τους παρελθόν· οι καταλήξεις, το λεξιλόγιο και η προφορά υποδηλώνουν την ιστορία ενός τόπου, τους κατακτητές που πέρασαν από αυτόν και πολλές άλλες πτυχές του παρελθόντος. Έτσι, λ.χ., σύμφωνα με ιδίωμα της Λέσβου, κάθε άτονο [ο] τρέπεται σε [ου] (μπορώà μπουρώ), γεγονός που καταδεικνύει το γλωσσικό ιδίωμα της Λέσβου ως απόληξη της αρχαίας αιολικής διαλέκτου. Εξάλλου, η ιστορία έχει δείξει πως στον αρχαίο ελλαδικό χώρο, τουλάχιστον μέχρι πριν την κυριαρχία του Φιλλίπου, η ελληνική γλώσσα ήταν αυτή που ξεχώριζε τους Έλληνες από τους «βάρβαρους», μολονότι σε κάθε πόλη-κράτος ομιλούνταν διαφορετική διάλεκτος (αιολική, δωρική κ.λπ.).
Είναι απαραίτητο, τέλος, να αναφερθεί η ηθική υπόσταση του θέματος. Διάλεκτοι και ιδιώματα παραγκωνίζονται όταν πρόκειται για επίσημα έγγραφα ή καταστάσεις, ενώ τα ΜΜΕ υιοθετούν αυστηρά και αδίκως την Κοινή Ελληνική, μην επιτρέποντας ό,τι παρεκκλίνει από αυτήν. Ακόμη και συνάδελφοι ή φίλοι προερχόμενοι από διαφορετικές περιοχές, υποβιβάζουν και ίσως χλευάζουν ο ένας τη γλώσσα του άλλου, καθιστώντας έτσι αδύνατη την ανάπτυξη και αναπαραγωγή των διαλέκτων και ιδιωμάτων. Δεν εκφράζονται, πλέον, οι άνθρωποι στη γλώσσα που πραγματικά νιώθουν, αλλά σε εκείνη που τους επιβάλλεται. Ωστόσο, δεν υφίσταται ένας καθολικός, αμιγώς ελληνικός τρόπος ομιλίας της Ελληνικής, καθώς ο καθένας έχει την ιδιόλεκτό του, δηλαδή το δικό του προσωπικό τρόπο ομιλίας, και η κάθε κοινωνική ομάδα την κοινωνιόλεκτό της αντίστοιχα. Η γλώσσα ούτως ή άλλως εξελίσσεται και ομιλείται διαφορετικά. Άρα γιατί ειδικά τα ιδιώματα να εξοβελίζονται;
Το σίγουρο, πάντως, είναι πως οι διάλεκτοι και τα επιμέρους ιδιώματα είναι φορτισμένα με ιστορική και πολιτισμική αξία, αποτελώντας τη συνέχεια της γλώσσας ανά τους αιώνες. Σίγουρα, λοιπόν, δεν θα έπρεπε να παραμείνουν οι ντοπιολαλιές ως ένα καθαρά μουσειακό είδος που δεν χρησιμοποιείται ενεργά. Μια μετριοπαθής λύση θα ήταν η αποδοχή της εξέλιξης της γλώσσας, η οποία, βέβαια, να συμβαδίζει με την κριτική αφομοίωση των όποιων διαλεκτικών στοιχείων. Τα ιδιώματα μπορούν κάλλιστα να ενσωματωθούν στην Κοινή Ελληνική ως δάνεια ή αντιδάνεια και έτσι να υπάρχει παράλληλη ανάπτυξη της γλώσσας και των διαλέκτων. Όπως έχει δηλώσει και ο Κύπριος γλωσσολόγος κ. Α. Παπαπαύλου, θέλουμε μια γλώσσα, όχι μόνο «για την κουζίνα», αλλά για όλους τους τομείς. Ας μην βιαστούμε, λοιπόν, να αποφανθούμε στο αέναο ερώτημα «μωρό μου ή μουρέλιμ’;».
* Ο
Ιγνάτιος Χαραλαμπίδης είναι φοιτητής του τμήματος Αγγλικής γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.