Προθάλαμος τρέλας;

01/07/2012 - 05:56
Κυριακή 29 Αυγούστου. Είχα κοιμηθεί μεσάνυχτα και ξύπνησα ολοτρύπητος από τον χθεσινοβραδινό βομβαρδισμό εμπειριών πληροφοριών και πνευματικών ρινισμάτων, που με τον πατέρα Σωκράτη δέχτηκα καταμεσής αρχαία έγγραφα σε δέρμα προβάτων απάνω γραμμένα, με χιλιάδες βιβλία προγόνων ιερά μέχρι και σύγχρονα.
Κυριακή 29 Αυγούστου. Είχα κοιμηθεί μεσάνυχτα και ξύπνησα ολοτρύπητος από τον χθεσινοβραδινό βομβαρδισμό εμπειριών πληροφοριών και πνευματικών ρινισμάτων, που με τον πατέρα Σωκράτη δέχτηκα καταμεσής αρχαία έγγραφα σε δέρμα προβάτων απάνω γραμμένα, με χιλιάδες βιβλία προγόνων ιερά μέχρι και σύγχρονα.
Είχε σκοτεινιάσει και ψαχουλεύοντας φύγαμε από την αρχαία βιβλιοθήκη της Μονής. Θησαυρός αμύθητος. Τυχερός που μπήκα μέσα.
- Θα ξανάρθουμε γιατί βλέπω πολύ θα θέλατε να είχατε ένα ράντζο να κοιμηθείτε εδώ.
- Χωρίς ράντζο. Στις πλάκες, απάντησα.
Είδα με δυσκολία το παλιό ρολόι, τρεις παρά, έλεγε. Ούτε να τεντωθώ σαν το σκυλί που το καλείς για κυνήγι, δεν είχα δύναμη.
Βρέθηκα στο ντους το παγωμένο από κάτω, κινήσανε νευρώνες, συνταιριάξανε με του νου το προπόρευμα.
Τα άλλα ήτανε εύκολα. Γκαζάκι, καφές δυνατός, νερό και το κομπιούτερ. Ρίχτηκα με μανία να γράφω. Τα χτεσινά. Για τις χιλιόχρονες περγαμηνές με τις ζωγραφιές και τα χειρόγραφα απάνω υποτακτικών και του Αυτοκράτορα του ίδιου τις προσθήκες· και στο τέλος, με κόκκινη μελάνη υπογραφή κι η χρυσή του βούλα.
Έγραφα κάμποσες ώρες, δεν έλεγα να σταματήσω, η κούραση να βαραίνει βλέφαρα και το κορμί ολάκερο, μα συνέχιζα. Αυτά μια φορά στη ζωή του τα βλέπει, αν τα δει, ο θνητός. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Ούτε καν αν υπήρχα.
Τα βλέφαρα σφαλνούσανε, οι μυώνες μου σε αδράνεια. Ήτανε η τελευταία μου πρόταση κι είχα αποφασίσει να κοιμηθώ.
Μου χρειαζόταν ύπνος.
Άξαφνα, έσπασε η απόλυτη σιωπή κι αρπάξανε γλυκόλαλοι οι ήχοι τα μηνίγγια μου, από το μεγάλο κι υστερνά τα μικρά τα σήμαντρα να καλούνε τους μοναχούς στην εκκλησιά.
Προσπάθησα να διανοηθώ μήπως έπρεπε να δρασκελίσω απέναντι τα σκαλιά με τη Φοβερά Προστασία να με διαφεντεύει, Κυριακή μαθές σήμερα, όμως, ούτε την σκέψη δεν μπορούσα να δεχτώ.
Έκατσα δίπλα στο ξύλινο μονοκρέβατο, ήθελα να ξαπλώσω, ήταν σίγουρο πως πριν αγγίξει το κεφάλι μου στο φτηνό μαξιλάρι, θα κοιμόμουν. Έπρεπε να ξεκουραστώ.
Μα το κορμί μου δεν έπεφτε.
Να σηκωθώ πάλι, με τι νεύρα; Λίγες στιγμές ακόμα, κι αρχίνιξε να δουλεύει αλλιώτικα η διανόηση. Την άκουγα.
«Έχεις εδώ, Γιώργο, άλλες δυο Κυριακές! Θα σε ψάχνουν οι καλοί σου φίλοι. Άδικα θα κοιτάνε στο μισόφως οι μοναχοί να σε ξεκρίνουν.»
Άθελά μου, κατά παράξενο τρόπο, είδα πως είχα φορέσει παπούτσια και παντελόνι μου. Κι ένα περίεργο πράγμα, όλο και λιγόστευε κούραση και νύστα. Μέχρι που με είδα όρθιο, χτενισμένο, ντυμένο, με το κλειδάκι του κελιού μου στο χέρι και να κλείνω την πόρτα.
Να προσκυνώ την δικιά μου προστάτιδα, έτσι τη νιώθω τη Φοβερά Προστασία, να χαίρονται οι πατέρες που μ’ αρπάξανε με των ματιών τους το βλεφάρισμα ως έμπαινα, να νιώθω ευδαιμονία, και να χώνομαι στο αγαπημένο μου στασίδι.
Πλημμύρισα ύμνους και κατάνυξη, πήρα αντίδωρο απ’ του γέροντα το χέρι, ήπια αγίασμα απ’ τη μαρμάρινη «φιάλη» και βουτηγμένο στο γλυκό κρασί άρτο, βγήκα όξω κι όπως κάθε Κυριακή και σκόλη, όλοι μαζί, στην «τράπεζα» την επίσημη.
Ορθοί βλέπαμε το χορό, λαμπάδες και θυμίαμα, την εικόνα του Αγίου που γιορτάζει, κι υστερνά τον ηγούμενο, ταπεινός στην μεγαλοπρέπειά του να ευλογεί όλους και μετά την σύντομη, ενός λεπτού, ευχή ή προσευχή, οχτώ η ώρα το πρωί, πέφταμε στα πιάτα που ποτέ δεν ήταν νοστιμότερα, πίναμε γλυκό κρασί, και βγαίναμε πάλι «εν χορδές και οργάνοις», με πρώτο τον ηγούμενο να στέκει στην πόρτα να μας ευλογεί, και μικρά σμαράκια ή μοναχικοί να μπαίνουμε στο συνοδικό να μας προσφέρουν γλυκό, νερό, λικέρ κι ύστερα καφέ με μπισκότο.
Και να! Αμέσως στο πόστο μου. Δε νυστάζω πια.
Τρεις γίνηκε· απόγεμα· κι είμαι τριάντα δύο ώρες χωμένος στα γραφτά μου· με δυόμισι ώρες ανάπαυση. Το μυαλό μου σταματά, το κεφάλι μου βουίζει· πάει να σκάσει από το πολύ φως και το δέος.
Το κελί μου, δύο επί τέσσερα, έχει ένα μικρό παράθυρο. Μπαίνει καυτός αγέρας και ήλιος. Απάνω μου. Ιδρώνω. Βγάζω το σορτς, το βάζω δίπλα να στεγνώσει. Αλλάζω κι εσώρουχο· είναι μούσκεμα από ιδρώτα. Μα δε ζεσταίνομαι.
Πεινάω. Να τελειώσω θέλω τα κείμενά μου.
Μήπως είναι προθάλαμος τρέλας;
Πέφτω δίπλα στο ξυλοκρέβατο. Πρέπει να ξαποστάσω.
Ύστερα πάλι.
Μαζί σου πάλι, αγαπημένε μου αναγνώστη.

Giorgiok1936@yahoo.gr

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey