Παιδική κακοποίηση (β΄ μέρος)

01/07/2012 - 05:56
Στο όνομα της πειθαρχίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας των γονιών προς το παιδί, το 19ο αιώνα συνέβη ένα συγκλονιστικό περιστατικό στη Νέα Υόρκη, το οποίο στη συνέχεια έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της «Αμερικανικής Εταιρείας για την Πρόληψη της Κακοποίησης του Παιδιού».
Στο όνομα της πειθαρχίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας των γονιών προς το παιδί, το 19ο αιώνα συνέβη ένα συγκλονιστικό περιστατικό στη Νέα Υόρκη, το οποίο στη συνέχεια έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της «Αμερικανικής Εταιρείας για την Πρόληψη της Κακοποίησης του Παιδιού». Πρόκειται για την ιστορία της Mary Ellen, που γεννήθηκε το 1866 και που είχε υποστεί απάνθρωπη κακομεταχείριση από τους γονείς της (πληγές με ψαλίδι, μαστιγώματα, κτυπήματα κ.ά.).
Οι γονείς δικαιολογούσαν τη στάση τους γιατί η μικρή ήταν ιδιοκτησία τους και όταν η περίπτωση κατέληξε στο δικαστήριο δεν υπήρχε καμμία νομοθεσία η οποία να προστατεύει το παιδί από τους γονείς του. Η προστασία της Mary Ellen επετεύχθη μέσω του Νόμου για την «Προστασία των Ζώων από την Κακομεταχείριση», με το επιχείρημα ότι το παιδί ήταν μέρος του ζωικού βασιλείου. Έτσι, το 1874, για πρώτη φορά στην ιστορία, εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση ενάντια σε γονείς. Αυτός ο Νόμος, αν και δικαίωνε τα θύματα και τιμωρούσε τους υπαίτιους, δεν έλυε τα προβλήματα των θυμάτων. Χρειάστηκε ακόμα ένας αιώνας για να αντιμετωπιστεί το θέμα της παιδικής κακοποίησης ως κοινωνικό φαινόμενο.
Είναι πραγματικά λυπηρό το γεγονός ότι οι άνθρωποι φτάνουν στο σημείο να κακοποιήσουν μέχρι θανάτου τα ίδια τους τα παιδιά. Όπως αναφέρουν οι Hausfater και Blaffer Hrdy (1984), ο βαθμός αποδοχής της κακοποίησης και παραμέλησης των παιδιών βασίζεται στις πολιτισμικές αξίες και τους θεσμούς της κάθε κοινωνίας.
Με την πάροδο του χρόνου, την αλλαγή των πολιτισμικών αξιών γύρω από θέματα που αφορούν το παιδί και την έμφαση που δίνεται στα ατομικά δικαιώματα, η προστασία του παιδιού αναγνωρίζεται πλέον ως κοινωνική ανάγκη από τους πιο γνωστούς διεθνείς οργανισμούς. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού (ΟΗΕ, 1959) έχει βασική αρχή ότι το παιδί πρέπει να τυγχάνει ιδιαίτερης προστασίας (από κάθε μορφή εγκατάλειψης, σκληρότητας και εκμετάλλευσης), ασφάλειας, αγάπης και κατανόησης και να του παρέχονται ευκαιρίες και δυνατότητες για ομαλή ψυχοσωματική, πνευματική και κοινωνική ανάπτυξη σε συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας.
Σύμφωνα με τη Νάκου (1991), οποιασδήποτε στέρηση αυτών των δικαιωμάτων συνεπάγεται κακοποίηση-παραμέληση του παιδιού. Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989) και συγκεκριμένα τα άρθρα 19 και 34, που αφορούν την προστασία του παιδιού από κάθε μορφή βίας γενικά και ειδικά από τη σεξουαλική βία, και οι Συστάσεις της Γενικής Γραμματείας του ΟΗΕ (United Nations, 1990) με την ονομασία «Αρχές του Riyard», οι οποίες αφορούν άμεσα την πρόληψη της κακοποίησης και της οικογενειακής βίας, αποτελούν προσπάθειες για αντιμετώπιση του προβλήματος της κακοποίησης των παιδιών σε όλες τις μορφές.
Μέσω της «Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Παιδιού», όπου καθορίζονται για πρώτη φορά οι εγγυήσεις για εφαρμογή όλων των δικαιωμάτων του παιδιού, επιβάλλεται στα συμβαλλόμενα κράτη μια σειρά μέτρων διοικητικών, νομοθετικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικών, ώστε να παρέχεται η δέουσα προστασία των παιδιών από οποιαδήποτε μορφή κακομεταχείρισης όσο βρίσκονται υπό τη φύλαξη των γονιών ή νόμιμων κηδεμόνων. Παράλληλα, οι ευθύνες των κρατών επεκτείνονται και στους τομείς της υποστήριξης και φύλαξης των παιδιών, αλλά και στον τομέα της πρόληψης και της περίθαλψης (άρθρο 19). Οι ευθύνες αυτές αφορούν και στην προστασία του παιδιού από κάθε μορφή σεξουαλικής εκμετάλλευσης και άσκησης βίας (άρθρο 34). Επιπλέον, προσδίδουν μεγάλη σημασία στο ρόλο του κράτους, το οποίο καλείται να λάβει κατάλληλα μέτρα, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η προστασία, η ανάπτυξη και η ευημερία του παιδιού. (άρθρα 2, 3, 4, 19, 27, 34).
Ανεξάρτητα, πάντως, από τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων των πιο πάνω οργανισμών (ΟΗΕ, ΠΟΥ) και των υποχρεώσεων των κρατών-μελών, σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα προβλήματα αυτά δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως ατομικές πρακτικές, αλλά ως κοινωνικά φαινόμενα, η θεραπεία των οποίων χρειάζεται ισχυρές επεμβάσεις και κοινωνικές ανακατατάξεις που αφορούν την οικογένεια, το σχολείο και την κοινωνία γενικά.

* Ο Αναστάσιος Γ. Ρούσσης είναι κοινωνιολόγος & εγκληματολόγος, διδάκτορας Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και εργάζεται ως Π.Ε. κοινωνιολόγος στον Τομέα Πρόνοιας της Διεύθυνσης Υγείας και Πρόνοιας της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης Λέσβου.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey