Γενικότερα, ο ουσιαστικός στόχος μιας εισήγησης γύρω από ένα φαινόμενο κοινωνικής παθολογίας, όπως αυτό της παραβατικότητας των ανηλίκων, δεν πρέπει να είναι άλλος από τη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων για την παραγωγή ή και την αναπαραγωγή ενός γόνιμου προβληματισμού
Γενικότερα, ο ουσιαστικός στόχος μιας εισήγησης γύρω από ένα φαινόμενο κοινωνικής παθολογίας, όπως αυτό της παραβατικότητας των ανηλίκων, δεν πρέπει να είναι άλλος από τη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων για την παραγωγή ή και την αναπαραγωγή ενός γόνιμου προβληματισμού και, κατ’ επέκταση τη διαμόρφωση των σχετικών βάσεων σχεδιασμού, υλοποίησης και αξιολόγησης άρτιων στρατηγικών πρόληψης προς την κατεύθυνση του περιορισμού ή ακόμα και της εξάλειψής του.
Η παρούσα εισήγηση έχει ως βασικό στόχο να δημιουργήσει την ανάλογη προβληματική γύρω από τις ποιοτικές όψεις του ζητήματος της παραβατικότητας των ανηλίκων και, κυρίως, στη σχέση μεταξύ των ανήλικων θυμάτων και των ανήλικων δραστών.
Σύμφωνα με παλαιότερες ερευνητικές δραστηριότητες από τις αρμόδιες υπηρεσίες, αλλά και μελέτες επιστημόνων πριν από μερικά περίπου χρόνια, στην Ελλάδα εμφανιζόταν να υπάρχει μεν παραβατικότητα ανηλίκων, χωρίς όμως αυτή να αγγίζει ανησυχητικά όρια, όπως στο Δυτικό κόσμο και ιδιαίτερα στις Η.Π.Α..
Οι μορφές της χαρακτηρίζονταν ήπιες και όπως έδειχναν τα στοιχεία οι πιο συχνές παραβάσεις που αφορούσαν ανηλίκους σημειώνονταν στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, τα ναρκωτικά, τις κλοπές, την επαιτεία κ.α..
Οι ανθρωποκτονίες ήταν ελάχιστες, ενώ, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, από το 2001 έως το 2003 δεν είχε σημειωθεί καμμία.
Την τελευταία τριετία (κυρίως από τα μέσα του 2005 και μετά), έχω την αίσθηση πως το σκηνικό μάλλον έχει αρχίσει να αλλάζει και οι διαφορές στα επίπεδα της παραβατικότητας των ανηλίκων ανάμεσα στη χώρα μας και τις υπόλοιπες χώρες του δυτικού κόσμου παύουν να είναι τεράστιες.
Οι ανήλικοι, σήμερα, δεν απέχουν πολύ από τη διάπραξη αποτρόπαιων πια εγκλημάτων (όπως βιασμοί, δολοφονίες κ.λπ.), με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα το περιστατικό της Αμαρύνθου (βιασμός ανήλικης μαθήτριας από συμμαθητές της και παράλληλη βιντεοσκόπηση της ασελγούς πράξης από φίλους τους), την υπόθεση Άλεξ Μεσχισβίλι, το ακόμη πιο σχετικά πρόσφατο επεισόδιο με το 10χρονο που εντοπίστηκε από την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης να πρωταγωνιστεί σε επεισόδια μεταξύ κουκουλοφόρων και αστυνομικών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όσο και τη μεγάλη συμμετοχή των ανηλίκων στα τραγικά επεισόδια της Αθήνας το Δεκέμβρη του 2008.
Την άποψη αυτή ενισχύουν και τα άκρως ανησυχητικά στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας σχετικά με την ποσοτική και ποιοτική διαφοροποίηση της νεανικής παραβατικότητας στην Ελλάδα, η οποία καταγράφει συνεχώς αυξητική τάση. Ιδιαίτερη δε εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι παιδιά ηλικίας μόλις επτά μέχρι 16 ετών εμπλέκονται περισσότερο σε σοβαρές υποθέσεις παρά σε μικροπαραβάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν ίσως να αποδοθούν στο νεανικό αυθορμητισμό. Και αυτό ακριβώς είναι που πρέπει να μας προβληματίσει περισσότερο: η ποιοτική δηλαδή διαφοροποίηση, που συνίσταται στη διάπραξη σοβαρότερων πράξεων (ανθρωποκτονίες, ληστείες, βιασμοί).
Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε πως το δικαστικό έτος 2004 - 2005 στην περιοχή της Αττικής, αναφορικά με τους συλληφθέντες και κατηγορηθέντες ανηλίκους για τη διάπραξη εγκληματικών πράξεων, σημειώθηκαν: επτά ανθρωποκτονίες, 22 ληστείες, ένας βιασμός και μία εκβίαση, ενώ σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του δικαστικού έτους 2004 - 2005 το 55% των αποφάσεων του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων ήταν καταδικαστικές και το 21% αθωωτικές. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το έτος 2003 - 2004 ήταν 47% και 29%, αντίστοιχα.
Στις παραπάνω, βέβαια, επισημάνσεις προβάλλεται και ο αντίλογος των πιο αισιόδοξων, που θεωρούν πως τα περιστατικά αυτά δεν είναι αποδεικτικά μιας γενικότερης αλλαγής των δεδομένων σε ό,τι αφορά την εμπλοκή των ανηλίκων σε πιο βαριά αδικήματα, αλλά απλώς ενδεικτικά, τα οποία θα πρέπει όμως να αντιμετωπιστούν με σύνεση και σκεπτικισμό, ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα και οι ενδείξεις να μην αποτελέσουν μακροπρόθεσμα και αποδείξεις.
Ωστόσο, εγώ θα εστιάσω στη λέξη «βία».
Είναι μια λέξη που ακούμε καθημερινά, είναι μια λέξη που τη χρησιμοποιούμε για να αναφερθούμε στη βία που υπάρχει στην κοινωνία, στη βία που προβάλλεται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, στη βία που τείνει να γίνει ένας κώδικας επικοινωνίας.
Αν σκεφτούμε τα παιδιά-θύματα βίας και τους ανήλικους παραβάτες, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει μία στενή σχέση μεταξύ αυτών των δύο κατηγοριών. Θα διαπιστώσουμε ότι τα παιδιά-θύματα βίας είναι πολύ πιο ευάλωτα στο να γίνουν ανήλικοι παραβάτες.
Στο σημείο αυτό αξίζει να επικεντρωθούμε σε μερικά στοιχεία σχετικά με τη θυματοποίηση των ανηλίκων μέσα στην οικογένεια, τη θυματοποίηση στο σχολείο, τη βία γενικότερα στην κοινωνία. Με άλλα λόγια, στις διαδικασίες μέσα από τις οποίες τα παιδιά-θύματα μπορούν να γίνουν δράστες, για την αναπαραγωγή της βίας και, στο τέλος, θα αναφέρουμε κάποιους από τους άξονες της πρόληψης και της αντιμετώπισης της βίας.
Σε αυτό το πλαίσιο υιοθετώ μία σαφώς θυματολογική προσέγγιση. Εκτιμώ ότι η καταστολή και η τιμωρία της παραβατικότητας των ανηλίκων έχουν αδιαμφισβήτητα αρνητικές συνέπειες στην πορεία του ανηλίκου και αναφέρομαι στον ιδρυματικό χαρακτήρα και την αποτυχία των σωφρονιστικών καταστημάτων.
Υποστηρίζω μία σειρά εναλλακτικών εξωποινικών μορφών αντιμετώπισης των ανήλικων παραβατών. Και, βεβαίως, κάνω τη βασική διάκριση ανάμεσα στη μεταχείριση ανήλικων και ενήλικων δραστών.
Είναι λάθος να υιοθετήσουμε σύγχρονες τάσεις νεοσυντηρητισμού που υπάρχουν σε κάποιες πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όπου ανήλικοι παραβάτες εγκλείονται σε φυλακές υψίστης ασφαλείας για ενήλικους εγκληματίες καριέρας.
Βία γνωρίζουμε ότι υπάρχει σε κάθε πράξη ή παράλειψη που βλάπτει τη ζωή, τη φυσική ή την ψυχολογική ακεραιότητα ή την ελευθερία του προσώπου και βλάπτει, βεβαίως, την ανάπτυξη της προσωπικότητας και, κυρίως, το παιδί.
Μορφές βίας είναι η σεξουαλική και η σωματική κακοποίηση, η συναισθηματική και η ψυχολογική κακομεταχείριση, η λεκτική επιθετικότητα (μία μορφή βίας που πολύ συχνά δεν την εντάσσουμε στην κυρίαρχη αναπαράσταση της βίας ) και η παραμέληση.
Όσον αφορά τη θυματοποίηση των ανηλίκων, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, από έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα και αφορούν γενικό δείγμα νέων, διαπιστώθηκε ότι:
1. Το 15% των κοριτσιών έχει υποστεί σεξουαλική θυματοποίηση με την ευρύτερη σημασία του όρου, ενώ το 12% των αγοριών έχουν γίνει θύματα σεξουαλικής βίας.
2. Πιο συγκεκριμένα: τρία στα τέσσερα κορίτσια και εννιά στα δέκα αγόρια δε μιλούν για τα γεγονότα που έζησαν, βεβαίως από φόβο.
3. Ένα στα 25 κορίτσια και ένα στα 33 αγόρια έχουν υποστεί βιασμό, αιμομιξία ή και απόπειρα αιμομιξίας και, βεβαίως, ένας στους τέσσερις δράστες είναι μέλος της οικογένειας ή ένας στους δύο δράστες είναι γνωστός στο θύμα ή μέλος της οικογένειας. Καταρρίπτεται από τις έρευνες ο μύθος «… προσέξτε τον άγνωστο που θα σας προσφέρει μία καραμέλα …».
4. Επιπροσθέτως, οκτώ στις δέκα φορές το παιδί-θύμα έχει υποστεί επαναλαμβανόμενες πράξεις κακομεταχείρισης.
Σε ό,τι αφορά τους αιτιολογικούς παράγοντες της βίας, αυτοί είναι πάρα πολλοί. Βεβαίως, είναι πολιτισμικοί, όπως η κρίση αξιών, οικογενειακοί, κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες που δρουν και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Είναι και παράγοντες πολιτικοί. Το γεγονός ότι το ζήτημα της εγκληματικότητας δεν εντάσσεται πολύ συχνά στην ατζέντα των πολιτικών ή για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, όταν το ζήτημα της παραβατικότητας ανηλίκων απασχολεί την πολιτική, την απασχολεί μονομερώς και στο πλαίσιο μιας νέας νομοθετικής ρύθμισης (συχνά αυστηρότερης από την προγενέστερη) με σαφείς κατασταλτικές τάσεις. Σπανίως οι πολιτικοί επενδύουν σε μακροχρόνιες πολιτικές πρόληψης, οι οποίες είναι και περισσότερο αποτελεσματικές και όχι τόσο οικονομικά δυσβάστακτες. Δυστυχώς, θα μπορούσε εύκολα κανείς να πει ότι, ακόμα και σήμερα, δεν έχει ενταχθεί στην πολιτική μας σκέψη ο μακρόχρονος σχεδιασμός και η εφαρμογή αντιεγκληματικών πολιτικών πρόληψης της βίας και της εγκληματικότητας στην Ελλάδα.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες αλληλεπιδρούν με ενδοατομικούς παράγοντες που αφορούν την προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία του ανηλίκου.
* Ο δρ. Αναστάσιος Γ. Ρούσσης είναι κοινωνιολόγος - εγκληματολόγος, Μ.Α., Μ.Α., διδάκτορας Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου.