Σεργιανίζανε τα σύννεφα στο καμπαναριό του Άι-Σπυρίδωνα, ξεπλένανε κεραμίδια, σταυρούς και τρούλους σκονισμένους, και μου χαμογελούσαν. Παραμαζώχτηκαν όμως στον αυλόγυρο από πάνω, ζουλίχτηκαν, σπρωχτήκανε, γυρέψανε τόπο στον ήλιο, δε βρήκανε, αγριεύτηκαν, πετάχτηκαν αστραπές, βροντές κι αστροπελέκια.
ΕΥΘΥΜΑ ΑΛΛΑ ΣΟΒΑΡΑ
Σεργιανίζανε τα σύννεφα στο καμπαναριό του Άι-Σπυρίδωνα, ξεπλένανε κεραμίδια, σταυρούς και τρούλους σκονισμένους, και μου χαμογελούσαν.
Παραμαζώχτηκαν όμως στον αυλόγυρο από πάνω, ζουλίχτηκαν, σπρωχτήκανε, γυρέψανε τόπο στον ήλιο, δε βρήκανε, αγριεύτηκαν, πετάχτηκαν αστραπές, βροντές κι αστροπελέκια, γινήκανε οι δρόμοι λιμνοθάλασσες, ανοίξανε ομπρέλες, άλλες αντέξανε στον αγέρα άλλες γυρίσανε ανάποδα και σουρώνανε νερά από μαλλιά και σακάκια.
Έχωσα ένα μικρό δέμα στον κόρφο μου κι όρμησα στο ταχυδρομείο. Ήξερα πως για τόσο βάρος ήθελε 2,5 ευρώ γραμματόσημα να πάει στον προορισμό του και τα είχα κολλήσει απάνω μη χασομερώ. Όμως, ένα πρόβλημα με υποχρέωνε να το στείλω συστημένο.
Σκόρπισα καλημέρες και χαμόγελα σε προσωπικό και δυο πελάτες, εισέπραξα ένα χαμόγελο, μισή καλημέρα και τέσσερις κατζουφιασμένες φάτσες, πιθανόν λόγω των ευχάριστων μέτρων πείνας κι εξαθλίωσης που ακούγανε στο μικρό, κρυμμένο κάτω από τον πάγκο ραδιοφωνάκι λες κι ήταν κατοχή ή ντεκές, και στήθηκα τελευταίος στη σειρά.
Άκουγα τις ευχάριστες ειδήσεις όπως τότεσου στον παράνομο ραδιοσταθμό της ελεύθερης Ελλάδας και γέμιζα ντροπή, ψεύτικο τρόμο κι αισιοδοξία πως θα ξαναγίνει το θάμα.
Έτσι… χαρούμενος, έβλεπα έξω τη βροχή, τους βιαστικούς διαβάτες, ένα κοριτσάκι χωρίς ομπρέλα να τουρτουρίζει, έναν υπερήλικο με μουσαμά απάνω του να σκαλίζει τα σκουπίδια για φαγώσιμα, γενικά όλα… ωραία κι ευχάριστα, και η ψυχή μου πονούσε.
Μ’ όλα τούτα, τελειώσανε οι μπροστινοί κι άξαφνα, βρέθηκα αντιμέτωπος με μια όμορφη θαρρώ κοπελιά, που σαν αντίδωρο στο χαμόγελο και την καλημέρα μού προσέφερε ένα άκρως σκυθρωπό ύφος και την προσταγή:
«Τι θέλετε;»
«Συγγνώμην που ενοχλώ», απολογήθηκα για την αυθάδικη καλημέρα μου και συνέχισα ακάθεκτος.
«Θέλω να στείλω αυτό το δεματάκι συστημένο, παρακαλώ. Γίνεται;»
«Ναι», απάντησε διά νεύματος.
Χάρηκα για την αίσια έκβαση του όλου εγχειρήματος, ανάσανα θριαμβευτικά, ρώτησα φοβισμένα, μια και φαινόταν στις καλές της μην την τρομάξω, «πόσα κάνει» και περίμενα το χαμόγελό της, μια κι ήμουνα και... ωραίος!, και ευγενικός, και πελάτης.
Αντ’ αυτού, εισέπραξα καινούργια έκρηξη οργής.
«Τέσσερα και πενήντα.»
Έμεινε λίγα δευτερόλεπτα εχθρικά άφωνη, κι εγένετο η επίθεση.
«Τι είναι αυτά που έχετε κολλημένα απάνω;»
«Γραμματόσημα των 2,5 ευρώ δεσποινίς.»
«Ναι, αλλά τα πήρατε από μένα αυτά;»
«Ναι. Δηλαδή, από εδώ. Προχτές.»
«Σου είπα από μένα τα πήρες;» (πάει κι ο πληθυντικός).
«Ίσως από το συνάδελφό σας, εδώ, στο ίδιο ταχυδρομείο.»
«Δηλαδή, δεν τα πήρες από μένα.»
«Δε θυμάμαι, μπορεί να ήσασταν κι εσείς η ίδια προχτές.»
Αυτό περιέργως την ερέθισε ιδιαίτερα, γιατί με θεώρησε μειωμένης νοητικής στάθμης, γλύτωσα τη σφαλιάρα, αλλά εισέπραξα κραυγή σα να ήμουνα κουφός.
«Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Από μένα τα πήρες αυτά τα γραμματόσημα; Τώρα;»
«Ααα. Όχι βέβαια, αφού τώρα ήρθα, πότε να τα πάρω;»
«Ναι, αλλά δε φτάνουν.»
«Ωραία, θα βάλουμε άλλα δύο ευρώ να συμπληρωθούν τέσσερα και πενήντα», είπα απλά κι ευγενικά.
«Μα δεν τα πήρες από μένα.»
«Δηλαδή πόσα να πληρώσω δεσποινίς; Να δώσω 4,50;»
«Όχι.»
«Ε τότε τη διαφορά. Τα δύο ευρώ.»
«Δεν είναι τόσα», είπε βλοσυρά.
«Πόσα είναι;»
«Αν τα έπαιρνες από μένα… θα ήταν απλό.»
«Ε τότε να τα ξαναπάρω τώρα από σας», είπα και της πρότεινα 2,5 ευρώ.
Κι ο από πίσω, γιατί μαζωχτήκανε δυο - τρεις τόση ώρα, αλλά ο ένας, ο αψηλός, όλο να γελάει, επενέβηκε.
«Μα δεσποινίς, τρελαθήκατε; Καλά σας τα λέει ο άνθρωπος.»
Αυτή όμως, τέλεια ενημερωμένη για ένα τόσο σοβαρό θέμα, δεν απάντησε, κι αρκέστηκε να ρωτήσει δίπλα, τον αρχαίο και σοφό «σύντεκνο» γραμματοσημοπωλητή, που έπιασε αμέσως το όλο ζήτημα κι έδωσε αποσβολωτική απόκριση.
«Να τα δώσει όλα. Αφού δεν πήρε από σένα τα πούλια.»
Επειδή όμως κάπου σώνεται κι η υπομονή του βασανιζόμενου πολίτη, έκανα νόημα αγανάκτησης στο διευθυντή, κι όντως, κατέφθασε ιδρωμένος από το καθισιό και την ανευθυνότητα κι αποφάνθηκε.
«Ο κύριος θα δώσει τη διαφορά, των δύο ευρώ, Σοφία.»
Κι εγένετο φως!!!
Η βροχή έξω είχε δυναμώσει και το κρυμμένο ραδιόφωνο διατυμπάνιζε τα πομφολικά λεγόμενα του αρμόδιου υπουργού.
«Θα εκσυγχρονίσουμε, θα σάξουμε την κρατική μηχανή!!!»
Τρέξτε κόσμε!! Πάμε για ρεκτιφιέ!