Στην Ελλάδα, ο αριθμός των απασχολουμένων σήμερα, σύμφωνα με έρευνα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, εκτιμάται στα 4.589.781 άτομα. Κατά το Γ΄ τρίμηνο του 2008 βρήκαν απασχόληση 98.675 άτομα, τα οποία ήταν άνεργα πριν από ένα έτος.
Στην Ελλάδα, ο αριθμός των απασχολουμένων σήμερα, σύμφωνα με έρευνα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, εκτιμάται στα 4.589.781 άτομα. Κατά το Γ΄ τρίμηνο του 2008 βρήκαν απασχόληση 98.675 άτομα, τα οποία ήταν άνεργα πριν από ένα έτος. Παράλληλα το ίδιο έτος, 80.795 άτομα μετακινήθηκαν από τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, σε θέσεις απασχόλησης. Αντίθετα, άλλα 66.292 άτομα που ήταν απασχολούμενα, είναι πλέον άνεργα. Τέλος, οι νεοεισερχόμενοι άνεργοι ανέρχονται στα 140.100 άτομα και αναλογούν στο 35,2% του συνόλου των ανέργων, τη στιγμή που οι μακροχρόνια άνεργοι παραμένουν πάνω από το ήμισυ των ανέργων (208.150 άτομα και 52,3%). Οι άνεργοι μέχρι 29 ετών αναλογούν τέλος, στο 44,2% (17.5900 νέοι και νέες) (Έκθεση ΙΝΕ ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, 2008 & ΕΣΥΕ, 2008).
Αποτελεί σημαντική εξέλιξη, βέβαια, το γεγονός ότι μείωση της ανεργίας στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνεπώς και στη χώρα μας επήλθε για πρώτη φορά το 2007, μετά από σειρά ετών κατά τα οποία δεν είχε σημειωθεί καμμία πρόοδος στη μείωση της ανεργίας. Πιο συγκεκριμένα, η βελτίωση αυτή για την Ελλάδα προήλθε από την άνοδο της απασχόλησης κατά 1,2%. Ωστόσο, η μείωση της ανεργίας δεν προέκυψε κατά κύριο λόγο από την αύξηση της απασχόλησης αλλά και από την επιβράδυνση του εργατικού δυναμικού, ιδιαίτερα την περίοδο 2005 - 2007. Όπως φαίνεται και από το Διάγραμμα που ακολουθεί, οι αυξήσεις του εργατικού δυναμικού στη χώρα μας ήταν σημαντικά μειωμένες τα τελευταία έτη (Έκθεση ΙΝΕ ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, 2008 ).
Σύμφωνα με άλλα στοιχεία από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη χώρα μας παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης κατά τη δεκαετία 1995 - 2005, δεν υπήρξε κανένα αντίκρισμα τόσο σε επίπεδο μείωσης της φτώχειας όσο και στην ανισοκατανομή του εισοδήματος. Η Ελλάδα κατέχει μία από τις υψηλότερες αρνητικές θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού η ομάδα του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από τα όρια της φτώχειας φτάνει στο 21%, δηλαδή σχεδόν δύο εκατομμύρια Έλληνες. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ (2008 ) προκύπτει ότι:
- Με βάση τα εισοδήματα του 2004, το 19,6% των πολιτών της χώρας ήταν μέλη νοικοκυριού με εισόδημα κάτω του ορίου της φτώχειας.
Επίσης:
- Το ποσοστό κινδύνου οικονομικής επισφάλειας είναι υψηλότερο στις γυναίκες (20,9%) σε σχέση με τους άντρες (18,3%).
- Το ποσοστό για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών υπολογίζεται στο 27,9% του συνολικού πληθυσμού, ενώ για άτομα ηλικίας 16 - 24 ετών είναι 22,7%.
- Το ποσοστό οικονομικής επισφάλειας των εργαζομένων είναι 12,9%, ενώ των μη εργαζομένων είναι 25,9% και των ανέργων 32,8%.
- Το ποσοστό των φτωχών ατόμων με υψηλό μορφωτικό επίπεδο ανέρχεται στο 6,3%, ενώ των ατόμων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο είναι στο 27%. (Καραθανάση & Μαμούχα, 2008)
Με βάση την τελευταία διαπίστωση προκύπτει ακόμη ότι:
- Ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τη μείωση της φτώχειας. Το 83,7% των φτωχών στη χώρα μας είναι αναλφάβητοι ή έχουν τελειώσει μερικές τάξεις του δημοτικού ή δημοτικό ή μόνο γυμνάσιο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους μη φτωχούς εκτιμάται στο 47,3%.
- Οι μη φτωχοί που έχουν τελειώσει το λύκειο είναι τρεις φορές περισσότεροι από τους αντίστοιχους φτωχούς, ενώ οι μη φτωχοί που έχουν τελειώσει ΑΕΙ, 7,7 φορές περισσότεροι από τους αντίστοιχους φτωχούς.
- Το 54,2% αυτών που δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο απειλείται από φτώχεια. Το αντίστοιχο ποσοστό για άτομα που έχουν τελειώσει ΑΕΙ μειώνεται δραστικά στο 4,2%. Τα αντίστοιχα ποσοστά για επίπεδο εκπαίδευσης υψηλότερο της υποχρεωτικής (από λύκειο έως και διδακτορικό) εκτιμώνται για μεν τους φτωχούς στο 16,3%, ενώ για τους μη φτωχούς στο 52,7%.
* Η Σωτηρία Μητρέλλου είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια Κοινωνιολογίας.