Στη μεταμοντέρνα εποχή, το άτομο επιδιώκει την εσωτερική του ολοκλήρωση και αυτοπραγμάτωση, την πνευματική του ανάπτυξη, την ικανοποίηση των προσωπικών του φιλοδοξιών, την αναγνώριση, την επαγγελματική ανέλιξη, την αυτονομία και την ελεύθερη έκφραση ιδεών και απόψεων.
Στη μεταμοντέρνα εποχή, το άτομο επιδιώκει την εσωτερική του ολοκλήρωση και αυτοπραγμάτωση, την πνευματική του ανάπτυξη, την ικανοποίηση των προσωπικών του φιλοδοξιών, την αναγνώριση, την επαγγελματική ανέλιξη, την αυτονομία και την ελεύθερη έκφραση ιδεών και απόψεων. Στα πλαίσια αυτά εντάσσονται η έμφαση στην προσωπική μόρφωση και η προσήλωση στη δημιουργία αξιόλογης επαγγελματικής σταδιοδρομίας.
Η επιδίωξη της αυτοπραγμάτωσης παραμερίζει την ιδέα του γάμου. Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμη και στην Ελλάδα, που θεωρείται παραδοσιακή χώρα και πιστή στο θεσμό της οικογένειας, οι σύναψη γάμων έχει ελαττωθεί σημαντικά κατά τα τελευταία χρόνια. Το 1991 σημειώθηκαν 65.568 γάμοι, σε μια δεκαετία ο αριθμός τους έπεσε σε 58.491, το 2004 μειώθηκε ακόμη περισσότερο και έφτασε τους 51.377, ενώ το 2007 ξανασκαρφάλωσε στους 61.377.
Ωστόσο, παρά την τελευταία αυτή άνοδο, ο αριθμός γάμων είναι φανερά χαμηλότερος σε σχέση με το παρελθόν.
Επιπλέον, νέες μορφές οικογένειας εμφανίζονται, όπως η «συμβίωση», η οποία πιθανό να οδηγεί - στις λιγότερο συντηρητικές χώρες - στην απόκτηση παιδιού εκτός γάμου.
Ο αριθμός των διαζυγίων αυξάνεται ραγδαία. Τα ποσοστά τους στην Ελλάδα δε θα μπορούσε να τα διανοηθεί ούτε ο πιο διορατικός μελετητής μερικές δεκαετίες πριν. Ενώ το 1991 τα διαζύγια δεν ξεπερνούσαν τα 6.351, το 2007 διπλασιάστηκαν και έφτασαν τα 12.994, αριθμός που αντανακλά τις κοινωνικές μεταβολές που διενεργούνται και στον ελληνικό χώρο.
Στο φαινόμενο των διαζυγίων συμβάλλει η χειραφέτηση της γυναίκας - αποτέλεσμα της μόρφωσης, της δυναμικής της ένταξης στον εργασιακό χώρο και της οικονομικής ανεξαρτητοποίησής της στα πλαίσια της ισότητας των δύο φύλων. Πράγματι, η ισότητα μεταξύ αντρών και γυναικών είναι ένα από τα βασικά ζητούμενα της Δεύτερης Δημογραφικής Μετάβασης, που θέλει τη γυναίκα ισότιμη με τον άντρα και εξίσου δραστήρια επαγγελματικά και υπεύθυνη για την οικονομική ευμάρεια της οικογένειας. Αξιοσημείωτη πρόοδος έχει συντελεστεί σχετικά με την ισότητα ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα, τόσο ως προς τις εκπαιδευτικές όσο και ως προς τις επαγγελματικές ευκαιρίες. Ωστόσο, στα στενά πλαίσια της οικογένειας οι ρόλοι αντρών και γυναικών είναι ακόμη διακριτοί και το μεγάλωμα και η φροντίδα των παιδιών ανήκουν κατά κύριο λόγο ή και αποκλειστικά στις αρμοδιότητες των γυναικών, γεγονός που καθιστά δύσκολο το συνδυασμό οικογένειας με εκπαίδευση και επαγγελματική σταδιοδρομία.
Πολλές ευρωπαϊκές χώρες, από τα μέσα κιόλας της δεκαετίας του ’70, σημειώνουν άνοδο στους μέσους όρους απόκτησης του πρώτου παιδιού αδιάκοπα για τρεις δεκαετίες. Ως αποτέλεσμα, η μετάβαση στη μητρότητα πραγματοποιείται τέσσερα - πέντε χρόνια αργότερα από την προηγούμενη γενιά. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη, το 1980 η Ελβετία, η Ολλανδία, η Φινλανδία, η Σουηδία, η Γερμανία και η Ιταλία ήταν οι χώρες με τους μεγαλύτερους μέσους όρους, οι οποίοι ξεπερνούσαν την ηλικία των 25 ετών.
Η Ελλάδα, χώρα παραδοσιακή, πιστή στο θεσμό της οικογένειας και περισσότερο συντηρητική, σε σύγκριση με τις βόρειες ευρωπαϊκές, άρχισε να βιώνει το φαινόμενο πιο έντονα λίγο αργότερα. Έτσι, το 1980 ο μέσος όρος απόκτησης του πρώτου παιδιού ήταν σχετικά χαμηλός (23,3). Ωστόσο, στη συνέχεια εμφάνισε μια ραγδαία αύξηση στους μέσους όρους, σε τέτοιο βαθμό, ώστε το 2007 η μέση ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού να ανέρχεται σε 29,2, δηλαδή 5,9 χρόνια περισσότερα συγκριτικά με τη μέση ηλικία του 1980. Ως εκ τούτου, το φαινόμενο αναμφισβήτητα χρήζει κοινωνιολογικής μελέτης, αφού η ηλικία των 29,2 αποτελεί πλέον από τους μεγαλύτερους μέσους όρους στην Ευρώπη, ξεπερνώντας ακόμη και αυτούς από πολλές προοδευτικές χώρες του Βορρά.
Η σοβαρότητα του φαινομένου έγκειται στο γεγονός ότι η αναβολή της γέννησης του πρώτου παιδιού αναπόφευκτα οδηγεί και στην αναβολή των επόμενων (tempo effect). Είναι, επομένως, πολύ πιθανό να επηρεάζεται ο συνολικός αριθμός των παιδιών που θα αποκτήσει μια γυναίκα, αφού, λόγω της αναβολής, η αναπαραγωγική της περίοδος μειώνεται σημαντικά (quantum effect). Εξάλλου, ανησυχητική είναι η διαπίστωση ότι κάποιες από τις αιτίες που οδηγούν στην αναβολή της γέννησης του πρώτου παιδιού συμβαίνει να ταυτίζονται με εκείνες που μπορούν να προκαλέσουν υπογονιμότητα ή και μη τεκνοποίηση.
Αριθμός Γάμων
1991: 65.568 / 2001: 58.491 / 2004: 51.377 / 2005: 61.043 / 2006: 57.802 / 2007: 61.377 (Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος)
Αριθμός Διαζυγίων
1991: 6.351 / 2001: 11.184 / 2004: 12.307 / 2005: 13.494 / 2006: 13.218 / 2007: 12.994 (Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος)
Μέσοι όροι ηλικιών απόκτησης 1ου παιδιού το 1980
Ελβετία: 26,3 / Ολλανδία: 25,7 / Φινλανδία: 25,5 / Σουηδία: 25,3 / Γερμανία: 25,2 / Ιταλία: 25,1 (Πηγή: Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη
Μέσοι όροι ηλικιών απόκτησης 1ου παιδιού στην Ελλάδα
1980: 23,3 / 1990: 24,7 / 1995: 26,6 / 2000: 28,0 / 2001: 27,6 / 2002: 27,9 / 2003: 28,0 / 2004: 28,2 / 2005: 28,5 / 2006: 28,9 / 2007: 29,2 (Πηγή: Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη)
* Η Ειρήνη - Μυρσίνη Παπάνη είναι υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Μακεδονίας και ο Ευστράτιος Παπάνης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου.