«Από τα γλυκά σου μάτια» τραγουδούσε η γιαγιά Βαγγελιώ και έσταζε γλύκα ο λόγος της για το Ρεΐς Ντερέ. Αναζητώντας το αθάνατο νερό που η μοίρα κάποτε αρνήθηκε στη γιαγιά, ξεκίνησε η εγγονή ένα ταξίδι στο παρελθόν.
«Από τα γλυκά σου μάτια» τραγουδούσε η γιαγιά Βαγγελιώ και έσταζε γλύκα ο λόγος της για το Ρεΐς Ντερέ. Αναζητώντας το αθάνατο νερό που η μοίρα κάποτε αρνήθηκε στη γιαγιά, ξεκίνησε η εγγονή ένα ταξίδι στο παρελθόν, στο χωριό των παππούδων και των γιαγιάδων. Τα μάτια που δεν είναι πια παιδικά, δε γλυκαίνουν εύκολα. Ειδικά αν έχουν διαβάσει ιστορία.
Εκεί αποφάσισα να ταξιδέψω το Σαββατοκύριακο, με την προτροπή ενός συναδέλφου από τη Χίο, να πάμε στα Αλάτσατα στην Παναγιά και στην Αγία Φωτεινή στη Σμύρνη, μαζί με τον Σύλλογο Μικρασιατών «Βιβλιοθήκη ο Φάρος» Βαρβασίου. Αυτό το ταξίδι έπρεπε να το κάνω, να βρεθώ στο Ρεΐς Ντερέ, να δω ό,τι απέμεινε από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, από τα σπίτια των δικών μου.
Σύμφωνα με τα όσα είχα ακούσει από τις διηγήσεις της γιαγιάς Δέσποινας και της γιαγιάς Βαγγελιώς (τους παππούδες μου δεν του γνώρισα), αλλά και των συγχωριανών μου που είχαν έρθει πρόσφυγες, το Ρεΐς Ντερέ ήταν ένα κεφαλοχώρι κοντά στα Αλάτσατα, με περίφημους ψαλτάδες σ’ όλη τη χερσόνησο της Ερυθραίας και αξιόλογους μουσικούς, που καλλιεργούσαν με φροντίδα τη γη τους. Η αμπελοκαλλιέργεια ήταν και η βασική τους καλλιέργεια, την οποία μετέφεραν στη δεύτερή τους πατρίδα. Γύρω στον πρώτο διωγμό ζούσαν στο χωριό περί τους 4.500 Έλληνες. Από αυτούς, στο δεύτερο διωγμό, οι 556 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στο χωριό μου, τον Άγιο Δημήτριο της Λήμνου.
Οι αφηγήσεις για ένα όμορφο και πλούσιο χωριό ήρθαν και μαύρισαν την ψυχή μου σαν αντίκρισα το Ρεΐς Ντερέ. «Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, τι περίμενες να βρεις», μου έλεγαν οι φίλοι μου.
Σπίτια στο Ρεΐς Ντερέ
Δε βρήκα την εύφορη γη, τα αμπέλια, τα όμορφα δίπατα σπίτια με τις περιποιημένες αυλές, το χαρούμενο χωριό που μου περιέγραφαν οι γιαγιάδες μου. Βρήκα την εγκατάλειψη και τα πρόσωπα των Τούρκων γεμάτα απορία για τους επισκέπτες που έψαχναν στις πέτρες. Μόνη παρηγοριά εκείνη την ώρα τα λόγια της δασοπόνου της παρέας. Ο τόπος ήταν γεμάτος ξερολιθιές. Οι αναβαθμίδες, όπως μας είπε, δείχνουν ότι αυτή η γη κάποτε καλλιεργούνταν.
Ένας μαραγκός ήξερε για κάποια σπίτια, θυμόταν τα ονόματα των Ελλήνων που έμεναν σ’ αυτά, αλλά θες τα χρόνια, θες η δική μας αναστάτωση, χάσαμε τον προσανατολισμό. Μας έδειξαν κάποια χαλάσματα, εδώ ήταν η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, εκκλησία τη λένε και οι Τούρκοι. Πιο κάτω, μερικά σπίτια στέκουν ακόμη, αντιδρώντας με πείσμα στο χρόνο.
Δυο σπίτια από την αποθήκη του Χιωτάκη, το σπίτι του παππού μου, ήταν το μόνο που απέμεινε για να μου θυμίσει την καταγωγή μου. Και το μεγάλο ρυάκι που διασχίζει το χωριό και η θέα στη θάλασσα από το μεγάλο ξέφωτο, αυτά που είδα και θυμήθηκα από τις αφηγήσεις των γιαγιάδων μου.
Γυρίσαμε όλο το χωριό με τα πόδια. Η μόνη «προίκα» του δημάρχου της περιοχής στο Ρεΐς Ντερέ, το θαυμάσιο πλακόστρωτο σε όλους τους δρόμους του. Ένας Τούρκος δικηγόρος από τη Σμύρνη φρόντισε να μας ενημερώσει ότι το χωριό μπορεί να μη γνωρίζει την ανάπτυξη, στο επίνειό του όμως τώρα κατασκευάζουν πολυτελείς εξοχικές κατοικίες.
Μείναμε στο Ρεΐς Ντερέ ως νωρίς το απόγευμα. Στην επιστροφή σκεφτόμουν αν αυτό που βρήκα δεν ήταν το χωριό των δικών μου. Μήπως τελικά όσα είχα ακούσει για το Ρεΐς Ντερέ ήταν όμορφες ιστορίες, πλασμένες με τη φαντασία και την αγάπη των προσφύγων για το χωριό που δεν έζησαν, γι’ αυτό «που κουβαλούσαν στην ψυχή τους».
Επιστροφή στο χωριό της γιαγιάς Δέσποινας και της γιαγιάς Βαγγελιώς (δεξιά)
Σε λιγότερο από χίλια μέτρα, βρήκαμε τα Αλάτσατα. Όμορφη έκπληξη ο καλοδιατηρημένος ιστορικός οικισμός με την εκκλησία της Παναγίας. Μείναμε στη βοτσαλωτή αυλή να θαυμάζουμε την εκκλησία, καθώς το μέχρι πρότινος τζαμί, που επισκευάζεται και αναπαλαιώνεται με άδεια του τουρκικού υπουργείου Πολιτισμού, για να λειτουργήσει ως μουσείο. Είχαμε ακούσει για το μαρμάρινο τέμπλο που κοσμεί το ναό, κατασκευασμένο από τον πατέρα του Γιαννούλη Χαλεπά, Ιωάννη. Θα το δούμε στο επόμενό μας ταξίδι. Όπως και τα Βουρλά, το Λιθρί και τα γύρω χωριά που δεν προλάβαμε να επισκεφτούμε.
Νωρίς το πρωί, μαζί με το γκρουπ των Χιωτών, επισκεφτήκαμε το ναό της Αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη, όπου τελέστηκε τρισάγιο στη μνήμη των Μικρασιατών.
Το βράδυ, στα μπαράκια της ελληνικής συνοικίας της Σμύρνης, τα νέα παιδιά χόρευαν και τραγουδούσαν τον «Τσακιτζή», σα ν’ άκουγα τη γλυκιά φωνή της γιαγιάς μου... «γιαρ φιντάν μποϊλού»!