Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ταξιδεύει η ψυχή του ανθρώπου. Μικρό χάρτινο καραβάκι στα παιδικά χρόνια, ανάμεσα σε όνειρα, σε θάλασσες μαγικές, ονειρικές. Φυσά ο άνεμος της φαντασίας στο παιδικό μυαλό και το μικρό σκάφος τριγυρίζει ελεύθερο, ελαφρύ, χωρίς βάρος, στον κόσμο της αθωότητας και της ξεγνοιασιάς.
Οι μέρες, σταγόνες του χρόνου, περνούν. Τα πράγματα αλλάζουν.
Το πλοίο της ζωής μεγαλώνει, γίνεται ψεύτικο, γεμάτο μερεμετίσματα και το φορτίο βαραίνει.
Τώρα πια ο σκοπός έχει σημασία. Όλα για το αποτέλεσμα, το στόχο. Ένα στόχο που έχει ακτινωτή διάταξη.
Άλλος διαλέγει τα μικρά, ασφαλή δρομολόγια, την ηρεμία και την απλή, λιτή ζωή, κι άλλος ναυτολογείται στο καράβι των υπερπόντιων ταξιδιών, προς άγνωστες ακτές, βαθιά νερά του ωκεανού, με ρίσκο και αβεβαιότητα.
Ωστόσο, η απόφαση είναι σταθερή. Να βρούμε το θησαυρό. Ούτε μια στιγμή δεν ησυχάζουμε από την εσωτερική παρόρμηση.
Μία και μόνο επιθυμία αναδύεται από τα βάθη της καρδιάς μας. Να περάσουμε καλά. Όμως, κάνουμε οτιδήποτε για να αναθρέψουμε αυτήν τη θολή και ακατέργαστη επιθυμία.
Τι θα πει να περάσουμε καλά; Ποιος το όρισε και από πού το μάθαμε; Ποια αδυσώπητη κατάρα, ποια αγωνία και φόβος των γενεών που πέρασαν, μας άφησαν αυτήν τη ματαιοδοξία;
Ζητάμε την ασφάλεια. Την ψάχνουμε στα πράγματα, στα γεγονότα, στις παρεμβάσεις μας. Και καταλήγουμε εν τέλει στο μοναδικό της ψεύτικο και επισφαλές μοτίβο. Την περιουσία. Κομμάτι - κομμάτι από μας, από τη ζωή μας, ξεπουλιόμαστε για να αγοράσουμε πράγματα.
Από τη στιγμή που το σκάφος της ζωής μας βαραίνει, τ' αμπάρια γεμίζουν χρυσάφι, ο καπετάνιος στη γέφυρα αλλάζει μορφή.
Γίνεται ένα αρπακτικό με νύχια γαμψά, που σκορπίζει στο πέταγμά του φόβο, δυστυχία και θάνατο στους άλλους ανθρώπους.
Ένα «καρτούν» αρπαγής, άτρωτο και ανελέητο.
Ωστόσο, το σκάφος της ζωής του μεταλλαγμένου και αυτό γίνεται βαρύ, δυσκίνητο. Συνήθως αράζει και ρίχνει άγκυρες που συνεχώς πληθαίνουν, για να ισορροπήσει αυτό το αφύσικο καράβι, αυτήν τη μαούνα καταστροφής, που είναι γεμάτη από θησαυρούς.
Στενεύουν τα σύνορα, χάνονται οι ορίζοντες και ο καπετάνιος τυφλώνεται και κωφεύει. Ούτε βλέπει, ούτε ακούει, ούτε καν καταλαβαίνει τις φωνές του πληρώματος.
Οιμωγές, λυγμοί, κραυγές πόνου, πείνας, δυστυχίας, δεν υπάρχουν γι' αυτούς. Η ζωή τους περνά και εξαργυρώνεται με χρήμα.
Ο αμείλικτος χρόνος από το κρυφό παραθυράκι του βλέπει, παρατηρεί, καταγράφει. Και δε σταματά να ρίχνει κεραυνούς στα μοιραία πλάσματα, χωρίς όμως να ξεχωρίζει κανένα. Βέβαια, οι μεταλλαγμένοι συλλέκτες, θαμμένοι μέσα σε χρεόγραφα, επιταγές, χρηματιστήρια, λόγια και δαιδαλώδη σκάνδαλα, ξεφεύγουν προσωρινά από τις ασάφειες των νόμων.
Οι κοινοί άνθρωποι τους μακαρίζουν - τους χειροκροτούν και τους θεοποιούν. Υπογράφουν μαζί τους εν λευκώ το συμβόλαιο της μοίρας τους, τη στιγμή που οι καιροί φέρνουν τις θεατρικές στημένες παραστάσεις των επιλόγων.
Όμως σιγά - σιγά οι αιώνιοι νόμοι της φθοράς αγγίζουν και τους αχυρένιους ανθρώπους. Γίνονται γέροι, ανήμποροι ψυχικά, απομονωμένοι και το σαθρό τους σώμα περιβάλλεται από ένα σύννεφο αποδοκιμασίας και λύπης.
Το καράβι της πεπερασμένης ζωής τους έχει πια μισοβουλιάξει.
Οι άγκυρες που το ισορροπούσαν, πληθαίνουν. Ο μοναδικός τρόπος για να κρατηθεί στην επιφάνεια αυτό το μισαλλόδοξο κατασκεύασμα, με τους τρελούς κυβερνήτες, είναι η αγάπη.
Όμως ποιο χέρι θα κρατήσει αληθινά και θα χαϊδέψει το μελλοθάνατο μισητό πρόσωπο, το διψασμένο από στοργή χάλκινο πρόσωπο της τυραννίας;