Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Νύχτωσε πάλι και ταξιδεύω, ακολουθώντας την εμμονή μου. Μετρώ, ενώ τα δέντρα εκσφενδονίζονται, τα σκοτωμένα ζώα στο δρόμο, που ανασταίνονται και τρέχουν να αποδιώξουν τις ανελέητες ριπές των φώτων του αυτοκινήτου.
Μαζεύουν τα τσακισμένα μέλη τους, και ξαναπεθαίνουν λίγο παρακάτω στην παραζάλη των ίσκιων και στα απειλητικά θροΐσματα.
Αλίαρτος, Αγία Ευθυμία, Αγρίνιο, Άρτα, Κέρκυρα, μια περιπέτεια ασχεδίαστη της νεότητας, μαζί σου, όπως τόσες άλλες, που περιγελά πια την άχρηστη εμπειρία, την αποκτηθείσα με τόσες ματαιώσεις και πείσμα και άρνηση. Κι εγώ ακόμα στη γη αυτή να επαναλαμβάνω με λύσσα τις διαδρομές, που κοντά σου έμαθα και να αναλογίζομαι, αν ο θάνατός σου σκηνοθετήθηκε για να ισοσκελίσει το φως και την ύβρη των ανέμελων ονείρων σου.
Κι έτσι λοιπόν κατόρθωσα να προσηλώνομαι, καθώς η καρδιά αναπλάθει τις λεπτομέρειές σου μόνο στα απροσδόκητα εκκλησάκια στις άκριες των ξεχασμένων δρόμων, πίσω από τα δέντρα τα ακανόνιστα και τα σήματα τα κυρτά και παραμορφωμένα. Εκείνα που, άλλες φορές σαπισμένα από τις βροχές και τη λησμονιά κι άλλοτε με στεφάνια και φωτογραφίες δεητικές φορτωμένα, αναπαριστούν μάταια την κακιά στιγμή, με τους σταυρούς τους μαρτυρικούς και το τέλος το απρόσμενο μιας μισοτελειωμένης πορείας.
Και στα κίτρινα, σχεδόν πένθιμα ηλιοβασιλέματα των βουνών, που περιλούζουν με την αοριστία τους τις πίκρες και την παραμυθία, προοιωνίζοντας τις ατέλειωτες νύχτες των ταξιδιών σε χωριά και πολιτείες κοιμισμένες και ανυποψίαστες. Όπως τότε, που μέσα από τα μισάνοιχτα παράθυρα των σπιτιών καθώς κρυφοκοίταζες, μου έλεγες πως κλέβεις κάτι ελάχιστο από την ιστορία και τους καημούς των ανθρώπων, δώρα ακριβά και πολύτιμα, για να μου τα χαρίσεις. Και τόσοι ανύπνωτοι όρθροι, αναβαπτισμένοι στο νόστο, που σήμερα προεξοφλούν την οδύνη.
Γιατί ξέρω ότι κάθε που περνώ από τα μέρη που κάποτε εξάγνισες με το γέλιο σου, κάθε που παρασύρομαι στα τοπία που σφραγίστηκε η μορφή σου, μόνος πια, χωρίς τα χέρια σου να επικυρώνουν τη θαλπωρή και την υπόσχεση, δίχως τα μάτια σου να εκκολάπτουν τη λάμψη, και τα χείλη σου να προσάπτουν τους έρωτες, κάτι από σένα εξαϋλώνεται και ενσωματώνεται στο νεκρικό σου πεπρωμένο και στις πλαγιές που εναλλάσσονται, και στους γκρεμούς, που εκλιπαρούν εκβιαστικά, υποδεικνύοντας τη λάθος στροφή, που θα με εξιλεώσει.
Και φρίττω για τη στιγμή που με μανία θα χαράξω την ίδια πορεία, στις κακοτοπιές του Δίστομου και στις καμπές πέρα από το Γαλαξίδι, που το πρόσωπό σου δε θα σχηματιστεί στο ταμπλό του αυτοκινήτου μου και η συνήθεια θα μιάνει τις αναμνήσεις τις λυτρωτικές της πρόσκαιρης ύπαρξής σου.
Και εύχομαι, αυτό το φθινόπωρο το ταξίδι να τελειώσει εκεί, που οι σκοτωμένοι διεκδικούν τη νύχτα και ένα σάπιο εκκλησάκι σε μια αποτρόπαια στροφή αντηχεί το σιωπηρό κάλεσμά σου.