Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Συχνό το φαινόμενο ιδίως στα νησιά μας τώρα το καλοκαίρι που επιμένουν να διαφημίζονται και να «τουριστοσιτίζονται» χωρίς δρόμους και χωρίς υποδομές (όρα και το πρόσφατο φιάσκο της πανέμορφης Ύδρας).
Να λοιπόν μια πρόταση με δύο λέξεις (λεωφορείο και τσίμα) μιας χιλιόχρονης γλωσσικής διαδρομής, που μετά βίας (τσίμα τσίμα) κατανοεί ο σημερινός μέσος άνθρωπος, μιας και έχει βάλει άλλες προτεραιότητες στην καθημερινή του ζωή, όπως μετά βίας διέρχεται και το λεωφορείο.
Εν αρχή ήταν ο «λάας» ή «λας» και πληθυντικός οι «λάες», οι λίθοι που έριχναν πίσω τους ο Δευκαλίωνας και η σύζυγός του Πύρρα μετά τον κατακλυσμό και έγιναν οι πρώτοι μετά από αυτόν άνθρωποι, όπως ανάλογα μαρτυρούν και όλες οι μυθολογίες του κόσμου.
Εκ του «λάος» έχουμε μέχρι σήμερα τα σύνθετα «λατομείο» (που στην καθομιλούμενη το λέμε νταμάρι, από την τουρκική λέξη για τη φλέβα), τη «λατύπη» κ.α. καθώς και τον λιθογενή «λαό» και στην αττική διάλεκτο «λεώ».
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, τότε που η έκρηξη της μηχανικής τεχνολογίας μας έβαλε να κατασκευάζουμε σύνθετες λέξεις με αρχαιοελληνικό υπόβαθρο, φκιάξαμε τη λέξη «λεωφορείο», ενώ οι Άγγλοι χρησιμοποιούν τη λέξη «bus» που είναι συγκοπή της λατινικής λέξης omnibus και σημαίνει «των όλων».
Στη Σάμο έχουμε ένα κάστρο το λεγόμενο «της Λουλούδας», ότι τάχα ανήκε σε κάποια Λουλούδα που γκρεμίστηκε σε ατύχημα και σκοτώθηκε, πράγμα βέβαια αβέβαιο καθότι είναι παραφθορά της λέξης «λαλούδα» που σημαίνει βράχο.
Έχουμε εξάλλου τον Λάλουδα που είναι η βραχώδης Μάνη, το «Λαλούδι της Μονοβασιάς», αυτό τον υπέροχο βράχο, και τις «λάλλες» παραθαλάσσιους λίθους κατά τον Θεόκριτο.
Πρόσφατα ακούσαμε ότι αστυνομεύονται τα «λαλάρια» (βότσαλα) της Σκιάθου, που και στην πατρίδα μου τα λέμε ακόμα λαλάδια και λέμε (λέγαμε) «λαλατσάζω» όταν ξεραίνομαι σαν την πέτρα από τη δίψα.
Το τσίμα τσίμα σημαίνει μόλις και μετά βίας και είναι το ιταλικό cima, από το λατινικό cyma, κι αυτό από το ελληνικό «κύμα», ως «κύημα», που σήμαινε κορυφή και άκρη βλαστού. Στη Σάμο λέμε «τσιμίτια» τα κορυφοβλάσταρα κάθε εδώδιμης πόας.
Οι Ιταλοί χρησιμοποιούν για την κορυφή (γενικά) και τη λέξη sommita, όπως και οι Γάλλοι sommet και οι Άγγλοι summit. Όλες κατάγονται από το β΄ υπερθετικό του λατινικού superus, το summus, που είναι ο ακρότατος, ο ανώτατος.
Να θυμίσουμε ότι η φοινικική λέξη «σαμά» σήμαινε κορυφή και υψηλό σημείο, εξ ου και η ονομασία της Σάμου (Κερκετεύς 1444 μ.) και της αποικίας της τής Σαμοθράκης (Σάος 1800 μ.).
Αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν «σάμους» και «σαμαίους» τα υψηλά όρη, όπως μαρτυρεί ο γεωγράφος Στράβωνας και υποσημειώνει ο Εμμ. Κρητικίδης στο ιστορικό για τη Σάμο έργο του «Συλλεκτά» (1871).
Κάποτε βέβαια αντί του λεωφορείου το κόβαμε με τα πόδια. Να μια άλλη λέξη (το πόδι) που ξεποδαριάστηκε δια μέσου των αιώνων: Ο πους, και εξ αυτού η πέδη (τροχοπέδη), το πέδον (πεδιάς, έμπεδον), ο πεζός (πεζικό, πεζοπορία), η ποδάγρα (δόκανο), η ποδοκάκη (βασανιστήριο των ποδιών) κ.α.
Οι Λατίνοι το έκαναν pes και αργότερα pedo, οι αρχαίοι Γάλλοι pehon, οι αρχ. Άγγλοι poun και σήμερα pawn και οι Γάλλοι pion, που μας ξαναγύρισε ως το γνωστό και «αβάσταχτο» πιόνι.
Το 1725 μ.Χ. ένας χαρισματικός Ιταλός, ο Ιωάννης Vico με ένα σπουδαίο σύγγραμμά του προσπάθησε μέσα από την καταγωγή των λέξεων και τη διαδρομή των εθίμων να θεμελιώσει τη φιλοσοφία της ιστορίας, γενόμενος έτσι χωρίς να το ξέρει ο πρόδρομος εισηγητής της επιστήμης της κοινωνιολογίας.
Άκουσα πρόσφατα για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής κίνησης με τον τίτλο RESPECT WORD, που θέλει να καλλιεργήσει τον σεβασμό μας προς τις λέξεις και ταυτόχρονα προς τη δημοσιογραφική δεοντολογία.
Αξίζει, γιατί οι λέξεις είναι τα «λεωφορεία» της σκέψης μας και της πραγματικής μας ιστορίας, και είναι ντροπή να τις γνωρίζουμε τσίμα τσίμα.
Άσε που μας συμφέρει και ως Έλληνες, μιας και η γλώσσα μας είναι μέχρι σήμερα η αειθαλής και ανεξάντλητη παγκόσμια νοηματική και νοηματοδοτική αποθήκη.