
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η σπουδαιότερη κατάκτηση του ανθρωπίνου πνεύματος είναι αναμφισβήτητα η διαμόρφωση και η καλλιέργεια της γλώσσας, και θα’ λεγα κυρίως της ελληνικής, κι αυτό γιατί, εκτός από τα τεχνικά και τα φιλολογικά της προτερήματα, αυτή η γλώσσα έγινε το όχημα με το οποίο αναπτύχθηκαν και διαδόθηκαν ιδέες και επιστήμες σ’ όλο τον κόσμο.
Η Ελλάδα λοιπόν είχε ανέκαθεν το προνόμιο της τέχνης και της φιλολογίας, και είχε όπως είναι φυσικό και θερμούς εραστές αυτής της φιλολογίας.
Ο νομπελίστας, και καλός γνώστης της ελληνικής γλώσσας, Γιώργος Σεφέρης είχε πει κάποτε ότι τρεις από τους σπουδαιότερους νεοέλληνες ποιητές δεν είχαν μητρική τους γλώσσα την ελληνική, αλλά την έμαθαν στην πορεία και εξ έρωτος: ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος και ο Κωνσταντίνος Καβάφης.
Ο έρωτας προς τη γλώσσα ήταν μεγάλος, όπως και η ανάγκη να εκφράσουν σ΄αυτή τη γλώσσα τις ιδέες τους, ωστόσο οι συνθήκες της εποχής δεν τους επέτρεψαν (και δεν αναφέρομαι τόσο στον Κάλβο) να σπουδάσουν λεπτομερώς τη γλώσσα με αποτέλεσμα να βρίσκουμε γραμματικά λάθη, χωρίς βέβαια αυτό να τους μειώνει την ποιητική τους αξία.
Ο Σολωμός, επί παραδείγματι, γράφει «και διηγώντας τα να κλαις» λες και υπάρχει ρήμα «διηγώ», και ο Καβάφης βάζει αύξηση στις προστακτικές του αορίστου (π.χ. «έλα επέστρεψε») και στις «Θερμοπύλες» γράφει το δυσνόητο «ποτέ από το χρέος μη κινούντες» …
Γράφοντας αυτά, σκέφτηκα συνειρμικά τους μεγάλους εραστές της ελληνικής γλώσσας που διέπρεψαν σε παλαιότερους χρόνους τότε που όλες οι άλλες γλώσσες του κόσμου ήταν νήπια.
Εξαιρώντας τον μεγάλο αναμορφωτή της βυζαντινής υμνολογίας και της ορθόδοξης εκκλησιαστικής θεολογίας Σύρο την καταγωγή Ιωάννη Δαμασκηνό, καθώς και τον αδερφοποιτό του Κοσμά του Μαϊουμά, που είχαν φτάσει σε απύθμενο βάθος τη γνώση και την ποιητική χρήση της ελληνικής γλώσσας, θα ήθελα να αναφερθώ σε τρεις σπουδαίους λάτρεις της ελληνογλωσσίας, και τους τρεις μη Έλληνες (!), που μας άφησαν τα ωραιότερα κείμενα της γλώσσας μας.
Ο ένας είναι Ρωμαίος, γεννηθείς το 250 π.Χ. στην ιταλική πόλη Σαρσίνα, ο Τίτος Μάρκος Πλαύτος.
Μέγας κωμικός ποιητής και μάστορας της μεταφραστικής διαδικασίας, έμαθε άριστα την ελληνική γλώσσα για να μεταποιεί, από έρωτα και σεβασμό, ελληνικά θεατρικά έργα.
Τόσος μάλιστα ήταν ο έρωτάς του προς την ελληνική γλώσσα, ώστε κάποια φορά που ανέβαζε μεταφρασμένο ελληνικό έργο, ανακοίνωσε εν πλήρειθεάτρω: «Μένανδρος έγραψε τούτο ελληνιστί, Πλαύτος δε μετέφρασεν εις γλώσσαν βάρβαρον»! (εννοώντας τη λατινική).
Ο δεύτερος χρονολογικά είναι ο μέγας Λουκιανός από τα Σαμόσατα της Συρίας (η Συρία μέσω της γλώσσας έχει δοξάσει και την αρχαία Ελλάδα και την Ορθοδοξία) γεννηθείς το 120 μ.Χ.
Εισήγαγε με απαράμιλλη τέχνη την ειρωνική κριτική ηθογραφία και παραμένει εις τους αιώνας ο συναρπαστικότερος χειριστής και εκφραστής του ελληνικού λόγου.
Και ο τρίτος είναι ο επίσης σπουδαίος Λατίνος Κλαύδιος Αιλιανός, γεννηθείς στην Πραίνεστο της Ιταλίας, τη σημερινή Παλεστρίνα, τον Γ’ αιώνα μ.Χ.
Μας άφησε σπουδαία έργα από άποψη γλώσσας και πληροφοριών («Ποικίλη ιστορία», «Περί ζώων ιδιότητος» κ.α.) και ήταν τόσο δεινός χειριστής της ελληνικής που οι σύγχρονοί του τον αποκαλούσαν «μελίγλωσσο» και «μελίφθογγο».
Το άρθρο περιορίστηκε ενδεικτικά σε τρεις αλλοεθνείς εραστές της γλώσσας αν και υπάρχουν πολυάριθμοι (Αρριανός, Ανδριανός, Ηρώδης ο Αττικός, Μάρκος Αυρήλιος και τόσοι άλλοι).