Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Γράφαμε στην προηγούμενη επιφυλλίδα μας και εν όψει της παρουσίασης του Λευκώματος των Κυριάκου Κουκούλα και Τάσου Μακρή, Ο Πολιχνίτος του 20ού αιώνα, β´ έκδοση βελτιωμένη και επαυξημένη, Μυτιλήνη 2018. σ. 238 (μεγάλου σχήματος), που θα γίνει στην Αθήνα, την Κυριακή, 21 Οκτωβρίου στο ΤΕΕ, για τον Πολιχνίτο σε συνάφεια βέβαια με τη Λέσβο.
Η γενική παρατήρηση που μπορεί κάποιος εύκολα να κάνει, παρατηρώντας απλώς ένα χάρτη του νησιού μας, είναι ότι οι περισσότεροι οικισμοί βρίσκονται στο κεντρικό και ανατολικό μέρος του νησιού, ενώ η παρατήρηση εμπεριέχει και τη διαπίστωση ότι στο τμήμα αυτό υπάρχει πανσπερμία μικρών και μεγάλων οικισμών. Στο δυτικό μέρος του νησιού όμως οι οικισμοί είναι λιγότεροι (άλλωστε και το έδαφος δεν ευνοεί την περαιτέρω ανάπτυξή τους), αλλά οι περισσότεροι από αυτούς είναι, έστω είταν, μεγάλοι οικισμοί.
Στη γραμμή αυτή φαίνεται να κινείται και ο Πολιχνίτος που είναι ένας μεγάλος οικισμός στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Επιπλέον όμως και πέραν αυτών, έχω την εντύπωση ότι ο Πολιχνίτος παρουσιάζει, σε σχέση με τους περισσότερους οικισμούς του νησιού μας, μοναδικά χαρακτηριστικά, τα οποία, νομίζω, ότι αξίζει να τα επισημάνουμε.
Ο Πολιχνίτος είναι ένας οικισμός που στηρίζεται, όπως και οι περισσότεροι, άλλωστε, οικισμοί της Λέσβου, στην αγροτική οικονομία, μολονότι δεν έχει τις εκτεταμένες ελαιοκαλλιέργειες, που έχουν το Πλωμάρι, η Γέρα, η Αγιάσος κτλ., ή στην εκτεταμένη κτηνοτροφία, που έχουν η Αγία Παρασκευή, ο Μανταμάδος, η Στύψη κτλ.
Όμως σε σχέση με αυτούς τους οικισμούς ο Πολιχνίτος διαθέτει επιπλέον την Σκάλα Πολιχνίτου, δηλαδή έναν παραθαλάσσιο οικισμό, στον οποίο αναπτύσεται η συστηματική αλιεία, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος οικισμός, δηλαδή η Σκάλα, είναι και λιμάνι εισαγωγής προϊόντων. Τούτο το τελευταίο είναι σημαντικό, επειδή παράλληλα με την αγροτική οικονομία του κεντρικού οικισμού, η Σκάλα πλαισιώνει τον οικισμό με θαλάσσιες δραστηριότητες, οι οποίες, κάποια περίοδο υποκαθιστούσαν τις χερσαίες μεταφορές σε μεγάλο βαθμό.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του οικισμού είναι η ύπαρξη και η λειτουργία της δεύτερης αλυκής του νησιού, η οποία τον 20ό αιώνα ενίσχυε τον οικισμό και με μισθωτά εισοδήματα, μολονότι η παραγωγική διαδικασία κάθε αλυκής είναι εποχική. Ωστόσο, η απασχόληση ανθρώπων και ζώων στις εργασίες παραγωγής του αλατιού, σε μια περίοδο που η εκμηχάνιση της παραγωγής είταν ακόμα περιορισμένη, έδινε και πρόσθετους πόρους στον οικισμό, δημιουργώντας ακόμα και συνθήκες ασφάλισης των ανθρώπων.
Τέλος δεν πρέπει να μείνει έξω από την οπτική μας η ύπαρξη κοντά στον Πολιχνίτο, στην περιφέρειά του δηλαδή, και λειτουργία των θερμών πηγών, οι οποίες κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα άφηναν και αυτές κάποια εισοδήματα σε λίγους, έστω, ανθρώπους που εμπλέκονταν με τη λειτουργία τους.
Όλα τα παραπάνω και ενδεχομένως και κάποια άλλα στοιχεία, τα οποία εύκολα φέρνει στο νου το απλό ξεφύλλισμα του Λευκώματος του Πολιχνίτου, νομίζω ότι ενισχύουν την άποψη ότι ο Πολιχνίτος του τέλους του 19ου αι. και των αρχών του 20ού, παρουσιάζει μια κρίσιμη μάζα στοιχείων που δεν εντοπίζουμε σε πολλούς λεσβιακούς οικισμούς και πάντως δεν εντοπίζονται σε παράλληλη εμφάνιση και δράση. Ίσως ο μόνος οικισμός που παρουσιάζει, κατά τη γνώμη μου, συναφή χαρακτηριστικά να είναι η Καλλονή (αγροτική οικονομία, αλιεία, εισαγωγικό λιμάνι της Σκάλας Καλλονής, αλυκή). Αλλά μέχρις εκεί. Επειδή ο Πολιχνίτος αρχίζει να υποχωρεί σε οικονομική δραστηριότητα, ενώ η Καλλονή εντυπωσιάζει με τη σύγχρονη δυναμική της, η οποία, όμως, έχει να κάνει περισσότερο με τη γεωγραφική της θέση και λιγότερο με άλλους πλουτοπαραγωγικούς παράγοντες. Η θέση της στο κέντρο του νησιού και στον βασικό άξονα που συνδέει τα χωριά του νησιού (που διεκολύνθηκε και με τη διάνοιξη του δρόμου Μανταμάδου-Αγίας Παρασκευής), ανέτρεψε όλα τα δεδομένα.
Όλα αυτά όμως δεν είναι στοιχεία που εμφανίστηκαν εν κενώ. Οι οικισμοί έχουν την ιστορία τους στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και σε αυτήν πρέπει να αναζητήσουμε περαιτέρω στοιχεία για να αντιληφθούμε τη λειτουργία τους.
* Ο Παναγιώτης Μιχαηλάρης είναι ιστορικός/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.