Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Γ΄ μέρος
Οι παλινορθώσεις των επιγόνων του βασιλιά Γεωργίου του Α΄, όσες φορές πραγματοποιήθηκαν -σε συνθήκες πολιτικής ανωμαλίας και διχασμού των πολιτών και με την διεξαγωγή, καταφανώς, νόθων δημοψηφισμάτων- την πρώτη φορά, το 1920 με τον Κωνσταντίνο τον Α΄-την δεύτερη φορά, το 1935, με τον Γεώργιο Β΄και την τρίτη φορά, το 1946, πάλι, με τον Γεώργιο Β΄, επισώρευσαν ,και τις τρείς φορές, εθνικές συμφορές και πολλά δεινά για τον ελληνικό λαό,με αποτέλεσμα να ανακοπεί η πορεία της χώρας για ένα καλύτερο μέλλον.
Όπως, ήδη, αναφέραμε, στα δύο προηγούμενα άρθρα μας, στην πρώτη περίπτωση, το εθνικό δράμα κορυφώθηκε με την τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής , τον ξεριζωμό και την προσφυγοποίηση ενάμισι εκατομμυρίου Ελλήνων∙ στην δεύτερη, με την κατάλυση της δημοκρατίας και την επιβολή της στυγνής δικτατορίας του Μεταξά που ξανάνοιξε τις παλιές «πληγές» του Εθνικού Διχασμού του 1915-1922∙ και στην Τρίτη περίπτωση, η παλινόρθωση του βασιλιά Γεώργιου Β΄, το 1946, όξυνε, στο έπακρον, τις ιδεολογικές αντιθέσεις και τις πολιτικές διαμάχες, οι οποίες, στην συνέχεια, προκάλεσαν τον δεύτερο μεγάλο διχασμό του ελληνικού λαού, που κατέληξε στον πλέον αιματηρό και καταστροφικό, για το ελληνικό έθνος, εμφύλιο πόλεμο, του 1946- 1949, ο οποίος πρόσθεσε και άλλες εκατόμβες θυμάτων, στις χιλιάδες των θανάτων της γερμανικής κατοχής και επισώρευσε ερείπια επί ερειπίων, με αποτέλεσμα να εκτροχιαστεί η πολιτική λειτουργία της χώρας, να ενταθεί, περαιτέρω, η οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση του ελληνικού λαού και να αποδυναμωθεί, σε τέτοιο βαθμό η ισχύς και η διεθνής θέση της, ώστε η ύπαρξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους και η επιβίωση του λαού της να εξαρτηθεί ολοκληρωτικά από την στρατιωτική και την οικονομική βοήθεια των ξένων δυνάμεων!
Ειδικότερα, τα γεγονότα, την περίοδο 1941-1949, εκτυλίχθηκαν ως εξής: μετά την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου, τον Απρίλιο του 1941,την κατάκτηση της Ελλάδας από τον γερμανικό και ιταλικό στρατό και την φυγή του βασιλιά Γεωργίου Β’, αρχικά, στο Κάιρο και, μετά, στο Λονδίνο, οι σημαντικότερες από τις παλιές πολιτικές δυνάμεις και οι κυριότερες από τις αντιστασιακές οργανώσεις {με τον ΕΔΕΣ(Εθνικός, Δημοκρατικός, Ελληνικός Σύνδεσμος), που εξέφραζε το πνεύμα της αντίστασης, στον κατακτητή, κυρίως, των λεγόμενων «Αστικών κομμάτων» και τον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ (στις οποίες η βασική οργανωτική δύναμη ήταν η Κομμουνιστική Αριστερά)} είχαν, εξαρχής, ταχθεί κατά της επανόδου του Γεωργίου Γλύζμπουργκ στην Μετακατοχική Ελλάδα και υπέρ της «εγκαθίδρυσης της αβασίλευτης Δημοκρατίας».
Δυστυχώς, όμως το εθνικό Μέτωπο, κατά των κατακτητών και κατά της παλινόρθωσης της βασιλικής Δυναστείας, δεν έμεινε αρραγές: ο ιός του εθνικού διχασμού, προσέβαλε- για πολλοστή φορά- τον εθνικό οργανισμό και το μέτωπο της Εθνικής Αντίστασης, σύντομα, διερράγη ( κατά την άποψη ορισμένων Ιστορικών και με τον «δάκτυλον» των Άγγλων)∙ και -παρά το έπος της εθνικής ενότητας, που επιτεύχθηκε με την κοινή δράση των δυο μεγαλύτερων αντιστασιακών οργανώσεων ΕΔΕΣ και ΕΛΑΣ, στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου- η Εθνική Αντίσταση αμαυρώθηκε από αιματηρέςσυγκρούσεις (με χιλιάδες θύματα μαχητών και άμαχων, αθώων πολιτών), ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και στις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις, σε μια προσπάθεια εξόντωσης της «αντίπαλης» αντιστασιακής δύναμης και κυριαρχίας- στρατιωτικής και πολιτικής- στην Μετακατοχική Ελλάδα, που θα εγγυόταν την «καθαρή λύση» του Πολιτειακού Ζητήματος.
Μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων και την απελευθέρωση της Ελλάδας, τον Οκτώβριο του 1944, και αφού την διακυβέρνηση της χώρας είχε αναλάβει η κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητας, που είχε συγκροτηθεί στην Μέση Ανατολή (και με την συμμετοχή του ΕΑΜ), δεν μπόρεσε, τελικά, να επιλύσει ειρηνικά τα πολλαπλά και δυσεπίλυτα προβλήματα της χώρας- τα οποία περιπλέκονταν και οξύνονταν, περαιτέρω, και εξαιτίας της πολιτικής των Άγγλων, που αποσκοπούσε στον έλεγχο της πολιτικής κατάστασης, στην Ελλάδα, και μέσω της παλινόρθωσης, στον βασιλικό θρόνο, του Γεωργίου Γλύζμπουργκ.
Η παρουσία στην Αθήνα του Αγγλικού στρατεύματος και οι παρεμβάσεις του, η ατιμωρησία των «Δοσίλογων», η προκλητική εμφάνιση και η δράση των εθνικιστικών και φιλοβασιλικών οργανώσεων, καθώς και το ζήτημα του αφοπλισμού των ανταρτικών σωμάτων και η συγκρότηση εθνικού στρατού προκάλεσαν την ρήξη ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις που συμμετείχαν, στην κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητας, αναφορικά με τα μέτρα και τον τρόπο αντιμετώπισης της εκρηκτικής κατάστασης, με αποτέλεσμα, μετά την αποχώρηση από την κυβέρνηση των Εαμικών υπουργών, να χωρισθεί και πάλι, ο ελληνικός λαός σε δυο αντίπαλες παρατάξεις.
Η αδυναμία ελέγχου της ασύδοτης δράσης των παρακρατικών οργανώσεων, οι διαδηλώσεις και τα απειλητικά συνθήματα των φανατικών, που εκτοξεύονταν, εκατέρωθεν, καθώς και η ακραία βία των κρατικών οργάνων, πυροδότησαν την τυφλή βία και επίσπευσαν την ένοπλη σύγκρουση, των αντίπαλων παρατάξεων, η οποία (δυο μήνες, μετά την απελευθέρωση!) κατέληξεστην εθνική τραγωδία των «Δεκεμβριανών», με τις χιλιάδες των θυμάτων, εκατέρωθεν, (συνολικά 17.000 νεκροί, χωρίς τα θύματα των αμάχων πολιτών, των εκτελεσθέντων και των αγνοούμενων, και συγκριτικά πολύ περισσότερα τα θύματα των «Δεκεμβριανών», από εκείνα των ενδοαντιστασιακών συγκρούσεων∙ και το πλέον αδιανόητο, πολύ περισσότερα από τα θύματα του πολέμου 1940-41, τα οποία ήταν 15.000)!
Μετά από αυτή την τραγική εξέλιξη του ελληνικού δράματος- μοιραία- άλλαξε, άρδην, η πορεία της χώρας, αναφορικά με την λύση του πολιτειακού ζητήματος, την εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών, την ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής και την ειρηνική μετάβαση στην Μεταπολεμική περίοδο.
Το αγεφύρωτο χάσμα που άνοιξε, ανάμεσα στους «εθνικόφρονες» και τους «αντεθνικώς δρώντας», τους αντιβασιλικούς και τους «βασιλόφρονες» στους Αγγλόφιλους και τους Σοβιετόφιλους, είχε αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί, εντελώς, το μέτωπο «κατά της επανόδου του βασιλιά» και, αντιθέτως, να ενισχυθεί η παράταξη των «βασιλοφρόνων», στους οποίους προσχώρησαν, εξαιτίας του «κομμουνιστικού κινδύνου», και κάποιοι από την παράταξη των «Φιλελεύθερων» Δημοκρατών, οι οποίοι αναθεώρησαν, τώρα, την παλαιότερη θέση τους, στο ζήτημα της επανόδου του Βασιλιά, καθώς και πολλοί ανένταχτοι κομματικά ή και συνοδοιπορούντες με το ΕΑΜ, οι οποίοι είχαν απογοητευτεί από την παρουσία και τα δείγματα γραφής, στο σύντομο διάστημα της «Εαμοκρατίας», από τα « έργα και τις ημέρες» κάποιων αξιοθρήνητων «Λαϊκών Δικαστών», καθώς και από τα λεγόμενα και τα «καμώματα», κάποιων κομματικών στελεχών ( από τα «γελοία ανθρωπάκια», όπως τους «κατάλαβε, πολύ αργότερα» ο αείμνηστος Λεωνίδας Κύρκος, ο ιστορικός Γραμματέας του «Κ.Κ.Εσωτερικού»)!
Κάτω από αυτές τις συνθήκες διαμορφώθηκε και υπερίσχυσε η άποψη να προταχθούν οι βουλευτικές εκλογές και μετά να ακολουθήσει η λύση του πολιτειακού ζητήματος, με την διενέργεια Δημοψηφίσματος «υπέρ της βασιλευόμενης ή αβασίλευτης Δημοκρατίας».
Η κυβέρνηση, που θα αναδεικνυόταν από τις βουλευτικές εκλογές, μετά την λύση και του πολιτειακού ζητήματος-εννοείται- σε καθεστώς, πλέον ηρεμίας και πολιτικής σταθερότητας, θα αναλάμβανε να επιλύσει, τόσο τα οξυμένα εσωτερικά προβλήματα της χώρας (την αποκατάσταση της ομαλής πολιτικής λειτουργίας, την ανοικοδόμηση, την οικονομική ανάταξη, την βελτίωση των συνθηκών επιβίωσης του ελληνικούλαού και της κοινωνικής ειρήνης) όσον και, τα εξωτερικά ζητήματα (των πολεμικών αποζημιώσεων και της ικανοποίησης των εθνικών διεκδικήσεων, της ενσωμάτωσης Δωδεκανήσων, Β. Ηπείρου και Κύπρου).
Στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν, την 31 Μαρτίου 1946, υπό ανώμαλες πολιτικές συνθήκες, με την ανεξέλεγκτη τρομοκρατική δράση των παρακρατικών οργανώσεων, στην ύπαιθρο, καθώς και κάποιων επιθέσεων αριστερών ανταρτικών ομάδων, εναντίον κυβερνητικών στόχων ( π.χ. στο Λιτόχωρο) και το σημαντικότερο, με την αποχή του ΕΑΜ ( που καταγράφηκε ως «μέγα ιστορικό λάθος») κέρδισε την πλειοψηφία το φιλομοναρχικό Λαϊκό Κόμμα του Κ. Τσαλδάρη, με τους συνεργαζόμενους, πρώην «Φιλελεύθερους»(Στυλ. Γονατάς), ενώ μειοψήφησαν η «Εθνική Πολιτική Ένωση» των Γ. Παπανδρέου, Σοφ. Βενιζέλου, Παν.Κανελλόπουλου, και, επίσης, το Κόμμα των «Φιλελευθέρων», υπό τον Θεμ. Σοφούλη.
Έτσι άνοιξε ο δρόμος για την επίσπευση της διενέργειας του Δημοψηφίσματος, υπέρ της «αβασίλευτης Δημοκρατίας ή υπέρ της «βασιλευόμενης» και- με ψήφισμα της νέας Βουλής- ορίστηκε η διενέργειά του για την πρώτη Σεπτεμβρίου του 1946.
Το δημοψήφισμα που διεξήχθη,την 1 Σεπτεμβρίου του 1946, κάτω από συνθήκες τρομοκρατίας, βίας και καταφανούς νοθείας (και μετά από το δεύτερο ιστορικό λάθος της τότε Αριστεράς, που αποφάσισε «λευκό», στην επάνοδο του Βασιλιά»!) ( από κάποιον, που υπηρετούσε, στον στρατό εκείνης της εποχής, άκουσα πως ψήφισε τρείς φορές, μεταφερόμενος, από το ένα Εκλογικό Κέντρο, στο άλλο!) ανέδειξε νικήτρια την παράταξη των φιλοβασιλικών με ποσοστό 69% (υπέρ της «βασιλευόμενης Δημοκρατίας»: 1.153.150 ( 69%), υπέρ της «αβασίλευτης»:190.418 (11,4%), Λευκό:332. 649(19,8%)!
Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1946, ξανανέβηκε στον βασιλικό θρόνο ο Γεώργιος Β΄, κουβαλώντας, στις βασιλικές αποσκευές του- και πάλι- την «κατάρα» του διχασμού και της εθνικής παραφροσύνης∙ κι αυτή την φορά, το αιμάτινο ποτάμι που ξεχείλισε ήταν, από το αίμα του γείτονα και φίλου, που πολεμούσε τον γείτονα και φίλο και από τον αδελφό που πολεμούσε τον αδελφό του!
( η συνέχεια στο επόμενο )