Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ιδρύθηκε μετά την ήττα της Γερμανίας και του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1918, και καταργήθηκε με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το 1933. Ήταν το πρώτο δημοκρατικό πολίτευμα στην ιστορία της Γερμανίας, που θεσπίστηκε με το σύνταγμα της 6ης Φεβρουαρίου του 1919, στην γερμανική πόλη της Βαϊμάρης, από την οποία πήρε και την ονομασία «Σύνταγμα της Βαϊμάρης» και το πολίτευμα «Δημοκρατία της Βαϊμάρης». Το σύνταγμα της Βαϊμάρης,που συντάχθηκε και ψηφίστηκε από τις πολιτικές δυνάμεις των Σοσιαλιστών, Σοσιαλδημοκρατών, Φιλελεύθερων και Κεντρώων, θεωρείται ως ένα από τα πλέον προοδευτικά δημοκρατικά συντάγματα του τότε κόσμου, το οποίο κατοχύρωνε το δικαίωμα στην Γενική Εκπαίδευση, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και ακόμα το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις γυναίκες και την συμμετοχή των εργαζόμενων στην διεύθυνση των Επιχειρήσεων.
Ο Χάινριχ Βίνκλερ, καθηγητής της Σύγχρονης Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου, στο βιβλίο του «ΒΑΪΜΑΡΗ. Ηανάπηρη Δημοκρατία» (Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ 2013) «καταγράφει με επιστημονική ακρίβεια την ιστορική πορεία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, και η νηφάλια αφήγησή του μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε τις προφανείς και επικίνδυνες αναλογίες με το σήμερα». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Η πορεία του δημοκρατικού πολιτεύματος της Βαϊμάρης από την γέννησή του έως την πτώση του, αποτελεί κατά τον καθηγητή Βίνκλερ «μια διδακτική Ιστορία περί Δημοκρατίας», για το πώς γεννιούνται και πώς πεθαίνουν οι Δημοκρατίες∙και το δίδαγμα που μπορεί να συναγάγει ο μελετητής της Ιστορίας της Βαϊμάρης είναι πολύ χρήσιμο, ιδιαίτερα, στις μέρες μας.
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης κλήθηκε να διαχειριστεί μια πρωτοφανή οικονομική κρίση υπό έναν ασφυκτικό διεθνή έλεγχο.
Ήδη πριν από την επιψήφιση του συντάγματος που έγινε τον Φεβρουάριοτου1919, αντιμετώπισε, τον Ιανουάριο του 1919, την κομμουνιστική εξέγερση των «Σπαρτακιστών» (Ρόζα Λούξεμπουρκ, Κάρλ Λίμπνεχτ)∙ και τον επόμενο χρόνο, 1920, το πραξικόπημα, από τα Δεξιά, των Καππ- Λούττβιτζ.
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών με τους επαχθείς όρους των πολεμικών επανορθώσεων που επέβαλε στον γερμανικό λαό, 1920-22,είχε ως συνέπεια την άνοδο του πληθωρισμού και την οικονομική κρίση, το 1923, που επιδείνωσαν τις συνθήκες διαβίωσης του λαού με αποτέλεσμα , όπως συμβαίνει σε τέτοιες καταστάσεις,την φθορά των δημοκρατικών κομμάτων και την αναβίωση του εθνικισμού. Και με την οικονομική κρίση του 1929/30, επήλθε η περαιτέρω κοινωνική εξαθλίωση και η ισχυροποίηση του Ναζιστικού κόμματος(NSDAP).
«Σε περιπτώσεις κρίσεων δεν υπάρχει Κέντρο, παρά μόνον τα δύο «Άκρα», γράφει ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος , και οι κοινωνίες εισέρχονται «στον φαύλο κύκλο: η εξαθλίωση παράγει Φασισμό και ο Φασισμός εξαθλίωση».
Ο Αδόλφος Χίτλερ με επίμονη προπαγάνδα, τρόμο, μύθο, βία και αίμα, κατάφερε να κερδίσει τόσο τη μεσαία όσο και τη μεγαλοαστική τάξη και να αναλάβει με την ψήφο του γερμανικού λαού την διακυβέρνηση της Γερμανίας, για να εφαρμόσει στη συνέχεια, ανεξέλεγκτος, την θεωρία του Ναζισμού, με τα φρικώδη αποτελέσματα!
«Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης ήταν ένα εντελώς λειτουργικό και σε καμία περίπτωση η αιτία για τα κατοπινά προβλήματα. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν απέτυχε, την κατέστρεψαν. Δεν ήταν ένα φυσικό φαινόμενο. Υπήρχαν δεδηλωμένοι εχθροί της Δημοκρατίας, τμήματα της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ελίτ, οι οποίοι, συνειδητά, επεδίωκαν την κατάλυσή της…Η Βαϊμάρη μας δείχνει ότι η Δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη και ότι κάθε Δημοκρατία μπορεί να καταστραφεί ανά πάσα στιγμή, εάν οι ελίτ ή σημαντικά τμήματά της το θέλουν»…H κατάσταση επιδεινώθηκε την δεκαετία του ΄30. Ένα από τα υποτιθέμενα σοβαρά λάθη του Συντάγματος της Βαϊμάρης, ήταν οι εξουσίες του Προέδρου. Όμως, υπό κανονικές συνθήκες ο τότε Πρόεδρος δεν είχε περισσότερες εξουσίες από τον σημερινό Πρόεδρο της Γερμανίας, τον Γάλλο ή τον Έλληνα Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατά το Σύνταγμα του 1975, το οποίο προέβλεπε επίσης έναν ισχυρό Πρόεδρο, όπως και το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, κατά το οποίο, όμως, ασκούσε τις ιδιαίτερες εξουσίες, μόνο σε έκτακτες συνθήκες. Αυτό αξιοποιήθηκε από τον σοσιαλδημοκράτη Φρίντριχ Έμπερτ στα πρώτα χρόνια της, για να προστατευθεί η Δημοκρατία, όπως ακριβώς είχε σχεδιαστεί από τους συντάκτες του Συντάγματος της Βαϊμάρης. Μόνον όταν εξελέγη Πρόεδρος ο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, ο οποίος έγινε τελικά ένας εχθρός της δημοκρατίας, άλλαξε η κατάσταση.
(Από την συνέντευξη του καθηγητή του πανεπιστημίου της Ιένας Μίχαελ Ντράιερ, στο MilitaireNews 16/3/2019).
«Το Σύνταγμα χάρισε στους Γερμανούς περισσότερη πολιτική ελευθερία, αλλά, σε περίπτωση που οι καιροί άλλαζαν προς το χειρότερο, δεν θα ήταν σε θέση να τους τη διασφαλίσει∙ οι άνθρωποι που ανέλαβαν να συντάξουν το νέο Σύνταγμα δεν συμπεριέλαβαν σε αυτό διατάξεις - φραγμούς στην κατάλυσή του, από το φόβο ότι αυτές ισοδυναμούν με επιστροφή στο προηγούμενο αυταρχικό καθεστώς», επισημαίνει ο Βίνκλερ στο βιβλίο του.
« Το σύνδρομο της Βαϊμάρης αποτελεί επί των ημερών μας την εν δυνάμει απειλή κάθε δημοκρατίας, εφόσον στον πυρήνα των δημοκρατιών ελλοχεύει πάντα η εγγενής αντίφαση: η δημοκρατία δεν μπορεί (υποτίθεται) να χρησιμοποιήσει εναντίον των θανάσιμων αντιπάλων της τα δικά τους όπλα - της απαγορεύεται εξ ορισμού- πού σημαίνει ότι όταν το πράξει αυτομάτως αυτοαναιρείται, αυτοκαταργείται, αυτοκτονεί», γράφει ο μεταφραστής του βιβλίου «Φωνές της Βαϊμάρης»(Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 2011)Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος.
Η πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μας βοηθά να δούμε τις προφανείς αναλογίες με το σήμερα, τα επικίνδυνα σημάδια αποδυνάμωσης της Δημοκρατίας μας και να ανακόψουμε τον δρόμο προς τον αυταρχισμό στον συγκαλυμμένο ή απροκάλυπτο Φασισμό.
Η ακροδεξιά, διεθνώς, και ειδικότερα στις Η.ΠΑ. και στην Ευρώπη εκμεταλλευόμενη τα διαρκώς, οξυνόμενα και συσσωρευόμενα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, τις παθογένειες του πολιτικού μας συστήματος και την αδυναμία της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής να δώσει ουσιαστικές λύσεις και να ικανοποιήσει- εδώ και τώρα- τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής , ισχυροποιείται και με την υποστήριξη της οικονομικής ολιγαρχίας, η οποία, εν πολλοίς,ελέγχει και τα Μ.Μ.Ε. κερδίζειτην εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος και αναλαμβάνει την κυβερνητική εξουσία, στη μία χώρα, μετά την άλλη.
«Η ακροδεξιά προτείνει απλοϊκές λύσεις σε σύνθετα προβλήματα, τα οποία μπορούν να απαντηθούν μόνο με σύνθετη ανάλυση, σε μια εποχή μάλιστα που τα ΜΜΕ εστιάζουν επιφανειακά σε επί μέρους προβλήματα και τα μεγεθύνουν. Έτσι, η διάδοση των ιδεών τους διευκολύνεται. Επίσης διαδίδονται ψεύδη, καλλιεργούνται φόβοι και στο διαδίκτυο…» (Από την συνέντευξη του καθηγητή του πανεπιστημίου της Ιένας Μίχαελ Ντράιερ, στο Militaire News 16/3/2019).
Και από δω και πέρα, ο δρόμος ανοίγει για πολλούς θιασώτες της πολιτικής Πούτιν, Τραμπ, Ερντογάν, Όρμπαν, Μελόνι. Ήδη στην Γαλλία, η ακροδεξιά βρίσκεται «anteportas» και στην Γερμανία οι οιωνοί δεν είναι καλοί. Και όσον αφορά στην Ελλάδα, η κεντρώα πολιτική του Κυρ, Μητσοτάκη και η απόπειρά του να μεταλλάξει την Ν.Δ. σε κόμμα του Φιλελεύθερου Κέντρου, φαίνεται να προσέκρουσε στο τείχος που ύψωσαν οι θεματοφύλακες της παλιάς, « ένδοξης» Δεξιάς! Ανεξάρτητα, όμως, από τα εσωτερικά προβλήματα της Ν.Δ., το κυβερνητικό κόμμα έχει υποστεί την αναπόφευκτη φθορά του χρόνου και αυτό έχει ως συνέπεια να εμφανίζονται, δεξιότερά της, κόμματα και κομματίδια που διεκδικούν την «γνησιότερη» εκπροσώπηση της Δεξιάς παράταξης∙ και αυτό προοιωνίζει ότι στις επερχόμενες εθνικές εκλογές η σημερινή Ν.Δ., ακόμη και εάν αναδειχθεί πρώτο κόμμα,δε θα μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση, παρά μόνο με την σύμπραξη του ΠΑΣΟΚ- όπερ απίθανον- ή με άλλες ακροδεξιές δυνάμεις.
Το χειρότερο, πάντως σενάριο θα είναι ο πολυκερματισμός των πολιτικών κομμάτων να οδηγήσει σε πλήρη αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης και να βρεθεί η χώρα στην κατάσταση που βρέθηκε το 1936, οπότε κλήθηκε ο Μεταξάς…να καλύψει το κενό!