Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η ασκούμενη πολιτική στις μέρες μας, στην καλύτερη περίπτωση, στοχεύει στην εξασφάλιση για τους πολίτες της ελευθερίας, της ευνομίας και της ασφάλειας, καθώς και των βασικών υλικών αγαθών για την ικανοποίηση των βιοτικών τους αναγκών.
Εξάλλου, με την λειτουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας και του Εκπαιδευτικού Συστήματος μεριμνά για την εξασφάλιση της σωματικής και πνευματική υγείας των κατοίκων της χώρας.
Η πολιτική, κατά τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, εκτός από αυτά που αναφέραμε παραπάνω, πρότασσε τον στόχο «το τους πολίτας βελτίους ποιείν», δηλαδή την ηθικοπνευματική βελτίωση των πολιτών, ώστε να ζουν και να λειτουργούν σε καθεστώς Δημοκρατίας ως «καλοί καγαθοί πολίτες».
Και για την εκπλήρωση αυτού του στόχου ανέθεταν την διακυβέρνηση «εις τους βελτίστους και ικανωτάτους εφ΄ έκαστον των έργων, τοιούτους γαρ ήλπιζον έσεσθαι και τους άλλους…», δηλαδή, ανέθεταν τα αξιώματα στους καλύτερους και τους ικανότερους σε κάθε τομέα, διότι ήλπιζαν ότι έτσι και οι άλλοι θα γίνονταν τέτοιοι.
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι, εκτός των άλλων, η άσκηση της πολιτικής, κατά την πολιτική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων, είχε και παιδαγωγικό ρόλο. Η αρχαία ελληνική Δημοκρατία πίστευε στην δύναμη των προτύπων. Όσο ισχύει ότι «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι», άλλο τόσο ισχύει και ότι το ψάρι (όταν είναι φρέσκο) «ευωδιάζει» από το κεφάλι. Ο «καλός καγαθός» άρχοντας μπορεί να αποτελέσει το πρότυπο και το παράδειγμα προς μίμηση, ώστε και οι αρχόμενοι να προσεγγίσουν το πρότυπο του «καλού καγαθού πολίτη» που είναι το ιδανικό για μια δημοκρατική πολιτεία.
Η επιλογή της κυρίας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα του Προέδρου της ελληνικής Δημοκρατίας συνιστά -εκτός των άλλων- και ένα υψηλό πρότυπο που μπορεί να επιδράσει ως παιδαγωγική δύναμη για τον λαό μας και να εξυψώσει την πολιτική μας ζωή πάνω από την ευτέλεια της μικροπολιτικής που χαρακτηρίζει εν πολλοίς ολόκληρη την Μεταπολιτευτική μας περίοδο.
Η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου ως λειτουργός της Δικαιοσύνης και πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί ένα πρότυπο «αριστείας», το παράδειγμα μιας γυναίκας που δεν προερχόταν από την «άρχουσα τάξη» ούτε από τα γνωστά «τζάκια» και η οποία με όπλο την αξιοσύνη της, την ευσυνειδησία της και την καθαρότητα της σκέψης της ανήλθε, μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, στο ύπατο αξίωμα της Δικαιοσύνης.
Και από τις ανώτερες θέσεις της Δικαιοσύνης, στις οποίες υπηρέτησε δεν περιορίστηκε στην στεγνή και στενή ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου. Δεν της έλειψε η γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας και η ευαισθησία απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα, η ευρύτητα της αντίληψης και η ανησυχία για τα κρίσιμα προβλήματα της εποχής μας.
Και ως πολίτης «δεν έχασε την επαφή της με την κίνηση των σύγχρονων ιδεών», ένα γνώρισμα της προσωπικότητάς της που εγγυάται ότι «θα συμβάλλει» και από την θέση της Προέδρου της ελληνικής Δημοκρατίας «στην διεξαγωγή ενός αναγεννητικού αναστοχασμού», όπως επισήμανε ο Ευ. Βενιζέλος.
Ο ιός του λαϊκισμού
Φαίνεται ότι παρά τις υποσχέσεις και τις προσδοκίες, ο λαϊκισμός αποτελεί ενδημική ασθένεια της πολιτικής μας ζωής. Και το πλέον ανησυχητικό είναι ότι, παρά τους εξορκισμούς του Κυρ. Μητσοτάκη, ο ιός του λαϊκισμού δεν προσβάλλει μόνο τους αντιπολιτευόμενους την κυβέρνηση, ο οργανισμός των οποίων έχει εξασθενήσει λόγω του στερητικού συνδρόμου της εξουσίας και της αδυναμίας τους να αρθρώσουν έναν -επί της ουσίας- αντιπολιτευτικό λόγο, αλλά προσβάλει και κάποιους υπουργούς της κυβέρνησης που πάσχουν από ακράτεια μετέωρων προβλέψεων και υποσχέσεων για επικείμενες αυξήσεις, επιδόματα και φοροελαφρύνσεις.
Και όσον αφορά την αντιμετώπιση των δύσκολων προβλημάτων, όπως είναι το μεταναστευτικό, η αναρχία, η τρομοκρατία και η εγκληματικότητα, ακούμε περισσότερα να λέγονται και λιγότερα να πράττονται.
Μια εξήγηση των παραπάνω κυβερνητικών συμπτωμάτων είναι ότι με τον τρόπο αυτό επείγονται να διαψεύσουν τις κατηγορίες του ΣΥΡΙΖΑ «περί επικείμενης λαίλαπας του νεοφιλελευθερισμού», αλλά η γελοιότητα αυτών των κατηγοριών δεν θα αποδειχθεί με τον πληθωρισμό των λόγων αλλά με την… ευγλωττία των πράξεων.
Και επειδή στις μέρες μας -λόγω διεθνούς ρευστότητας- είναι ριψοκίνδυνο να προεξοφλείς το οτιδήποτε, η πολιτική σύνεση επιβάλλει να ποντάρεις στα σίγουρα: «πρώτα να βάζεις στον ντορβά σου το… θήραμα και μετά να το βγάζεις στον ντελάλη». Και είναι καλύτερο να τάζεις λιγότερα και να δίνεις περισσότερα, γιατί εάν ανοίγεις την όρεξη των συνταξιούχων για σοβαρές αυξήσεις και στον τραπεζικό τους λογαριασμό βρίσκουν πενταροδεκάρες, τότε μπορεί να χαλάσει ο… αρραβώνας!
Και ένα ακόμα δίδαγμα που συνάγεται από την βάσανο της μνημονιακής δεκαετίας: είναι προτιμότερο να ομολογείς στον λαό την αλήθεια, όσο πικρή κι αν είναι, παρά να τον ταΐζεις με ψέματα. Ο λαός μπορεί να δεχτεί την αλήθεια, όταν λέγεται ολάκερη και να συγχωρέσει τυχόν αδυναμίες, αλλά δεν συγχωρεί τις μισές αλήθειες, την παραπλάνηση και τον εμπαιγμό.
Η συνταγή, λοιπόν, κατά του λαϊκισμού είναι αντί να βαυκαλίζεις τον λαό με ευχάριστα λόγια, να βελτιώνεις τις συνθήκες της ζωής του με χρήσιμες αποφάσεις και πράξεις, ακόμα και αν κάποιες απ’ αυτές μπορεί και να είναι δυσάρεστες.
ΚΙΝΑΛ: σημειωτόν «επί των ίσων αποστάσεων»
Ίσες αποστάσεις ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο δεν υπάρχουν. Ούτε ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα. Και αντί, εκεί στο ΚΙΝΑΛ, να …«ψειρίζουν την μαϊμού», προσπαθώντας να βρουν κάποια αφορμή, για να εμφανιστούν, συναγωνιζόμενοι τον ΤΣΊΠΡΑ, ως οι πλέον ακραιφνείς αντιδεξιοί, θα ήταν πιο χρήσιμο -για τους ίδιους και την χώρα- να επιλέξουν την δημιουργική αντιπολίτευση και να ασχοληθούν με τα κρίσιμα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Να αφήσουν την εύκολη και μίζερη κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ για το τι κάνει και πώς το κάνει η κυβέρνηση και να επικεντρωθούν στο τι μπορούσε να κάνει και δεν το κάνει. Να αναδείξουν τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα και οι οποίες δεν γίνονται. Με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν παραγωγικά και επωφελέστερα για την κοινωνία τα διαθέσιμα -υλικά και πολιτισμικά-«πλεονάσματα» της χώρας.
«Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν»: να καταδειχτούν οι δυνατότητες που υπάρχουν, κρυμμένες και ανεκμετάλλευτες, ο πλούτος της χώρας, οι υλικές και πνευματικές αξίες που παραμένουν παροπλισμένες και αδρανείς, να εμπνευστούν και να αφυπνιστούν εκείνες τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν το άλμα που θα επιτάχυνε την πορεία της χώρας προς τα εμπρός.
Σε αυτό το πεδίο της πράξης και της ουσιαστικής προσφοράς, όποια πολιτική δύναμη αποδείξει ότι μπορεί να προσφέρει και είναι χρήσιμη αυτή και θα επιβιώσει. Ο λαός, αρκετά ώριμος πια, βλέπει, κρίνει ,αξιολογεί και επιβραβεύει ή διαγράφει.