Επιμένω….

18/11/2021 - 11:45

Αρχές της δεκαετίας του 1990 νωρίς το απογευματάκι ανηφορίζαμε από τα Εξάρχεια χαμηλά προς την πλατεία Κολωνακίου, ύστερα από το φροντιστήριο των Γερμανικών. Στα φοιτητικά μας μάτια η λάμψη, τα ακριβά αυτοκίνητα, τα μοδάτα στέκια, ακριβέ βιτρίνες φάνταζαν στα μάτια μας σαν ένας κόσμος πολύχρωμος και μαγικός, ένας μικρός παράδεισος στην καρδιά της πολύβουης πρωτεύουσας. Κυρίως μας γοήτευαν οι «επώνυμοι», πρόσωπα που μονοπωλούσαν τις εκπομπές της καινούργιας τότε ιδιωτικής τηλεόρασης.  

Αραγμένες στις ιταλικού τύπου πολυθρόνες γνωστού γωνιακού μαγαζιού, ρουφούσαμε ιταλικές γεύσεις καφέ με απληστία και σκουντιόμασταν, κάθε φορά που επώνυμοι έκαναν την εμφάνισή τους αγέρωχοι και καλοντυμένοι, με ύφος μπλαζέ. Ήταν στη μοίρα των κοινών θνητών να προσπαθούν να αφομοιώσουν την εικόνα τους, να γίνουν για ελάχιστο ένα κομμάτι από το μικρόκοσμο που τους περιβάλλει. Περισσότερο από όλα μας αιφνιδίαζαν τα επώνυμα ζευγάρια με μεγάλη διαφορά ηλικίας: πετυχημένος εκείνος, ωραία και επωαζόμενη αυτή. Το βλέμμα μας κολλούσε κάθε φορά που βλέπαμε τη Βάνα να περνά χεράκι με τον Χρήστο Κυριαζή. Η ωραία και ο τροβαδούρος επιχειρηματίας. Στο ρομαντικό σύμπαν της μετεφηβικής ηλικίας ένας τέτοιος έρωτας έμοιαζε παράταιρος. Ο Ρωμαίος ήταν πάντα συνομήλικος, fit, αυτοδημιούργητος, για να εμπνεύσει δυνατά συναισθήματα. Α, και οπωσδήποτε αυτοδημιούργητος. Με αυτά τα κριτήρια λικνιζόμασταν στις πίστες στη μουσική του «επιμένω». Αν βρίσκαμε «Εκείνον», θα μαθαίναμε μια ζωή να τον νοιαζόμαστε, θα πεθαίναμε για την αγάπη του και θα επιμέναμε σ’ αυτήν. Εντωμεταξύ δεν εκδηλώναμε τόσο έντονα συναισθήματα, καθώς ερωτευόμασταν κάθε μήνα και διαφορετικό.  

Παραμονές του γάμου της αδερφής μιας συμφοιτήτριάς μας, σπεύσαμε να ευχηθούμε στο ακριβό διαμέρισμα των βορείων προαστίων. Η μαμά με τον ασημένιο δίσκο μας κέρασε και μας πέρασε στο σαλόνι, αφού καυχήθηκε: «Οι καναπέδες είναι από το μαγαζί του Χρήστου Κυριαζή». Αράξαμε με περηφάνια στα βαθιά μαξιλάρια και απολαύσαμε μία δόση πολυτέλειας με τεράστια ικανοποίηση. «Εγώ θα αγοράσω κάποτε έναν τέτοιο καναπέ» είπε η ξαδέρφη μου. «Θα δουλέψει το ξενοδοχείο». Δεν είχα ξενοδοχείο. «Εγώ θα την αράζω στο σαλόνι σου» είπα και το υπόλοιπο βράδυ ασχοληθήκαμε με άλλα θέματα.  

Άνοιξη του 1992, λίγο πριν το Πάσχα, κολλήσαμε τις μύτες μας στη βιτρίνα του ακριβού επιπλάδικου στην Ποσειδώνος. «Θυμάσαι, να ο καναπές που αράξαμε». «Δεν το πιστεύω πόσο κάνει». «Όσο τα δίδακτρα για ένα μεταπτυχιακό στο εξωτερικό». «Μην τρως το σουβλάκι. Έχουμε από δυο μπουκιές η καθεμία. Άσε με να δω με την ησυχία μου». «Στο σπίτι δεν υπάρχει τίποτα;» «Ένας κεσές γιαούρτι πρόβειο που έφερε η θεία μου και δυο μήλα». «Μέχρι πότε;» «Με κοροϊδεύεις; Ως το τέλος της εβδομάδας που θα μπει το επίδομα». «Αφού έχουμε κάτι λεφτά». «Όσο για να παίρνουμε ένα ποτό στα δύο και να βγαίνουμε κάθε μέρα. Τι προτιμάς;» 

Βγαίναμε. Κάθε βράδυ! Αράζαμε στα στέκια της μόδας, παίρναμε μάτι τους επώνυμους, κατακρίναμε με πάθος τη διαφορά ηλικίας, ερωτευόμασταν επιπόλαια και περιμέναμε εκείνον τον ένα και μοναδικό, για τον οποίον θα επιμέναμε και για χάρη του τραγουδούσαμε προκαταβολικά όλα τα καψουροτράγουδα του Κυριαζή. Ήταν μια εποχή που αξία είχε να αγοράζεις, να ξοδεύεις, να σε ξέρουν, να πουλάς, να είσαι ωραίος και λαμπερός. «Ελάτε να σας κάνω ένα δώρο» μας κορόιδεψε μια μέρα η συμφοιτήτρια με την αδερφή και το ακριβό σπίτι. Χωθήκαμε στους ακριβούς καναπέδες του τροβαδούρου και παραλάβαμε από μία περιποιημένη σακούλα με γιαούρτια και μήλα καθεμιά μας, για να έχουμε να τρώμε, όσο ξοδεύουμε τα λεφτά που μας στέλνουν σε λούσα και εξόδους. «Εμείς βγαίνουμε, να συναντήσουμε τον Έρωτα» καυχήθηκε η ξαδέρφη, φεύγοντας. «Κάτσε εσύ μέσα να σου φέρουν κανέναν μεγάλο να σου πάρει και σένα καναπέδες, να μην ερωτευτείς ποτέ»…. 

Γλυκόπικρες αναμνήσεις με πλημμύρισαν, προχτές, όταν έμαθα πως έφυγε. Η εποχή της αθωότητας ξεμάκρυνε λίγο πιο πολύ. Επιμένω να με συγκινεί. Η αφέλειά της._  

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey