Το θέμα τόσο της φετινής Παγκόσμιας Ημέρας Διαβήτη (αύριο 14 Νοεμβρίου), όσο και των επόμενων ετών έως και το 2013, αφορά στην εκπαίδευση και την πρόληψη του σακχαρώδη διαβήτη. Όπως όλα τα επιστημονικά στοιχεία συνηγορούν, η ισορροπημένη διατροφή αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο πρόληψης, αλλά και αντιμετώπισης του διαβήτη.
Σε επίπεδο πρόληψης, η ισορροπημένη διατροφή που βασίζεται στις αρχές της μεσογειακής διατροφής, συμβάλλει, μαζί με την αύξηση της φυσικής δραστηριότητας, στην αποφυγή της παχυσαρκίας, η οποία αποτελεί βασικό παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση διαβήτη τύπου II.
Σε επίπεδο αντιμετώπισης του διαβήτη, η ισορροπημένη διατροφή και η αυξημένη φυσική δραστηριότητα συνεισφέρουν μέγιστα στο γλυκαιμικό έλεγχο και στην επίτευξη επιθυμητών επιπέδων γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c), η οποία αποτελεί το σημαντικότερο διαγνωστικό εργαλείο για τον έλεγχο του διαβήτη.
Ο ρόλος του επιστήμονα κλινικού διαιτολόγου για τα άτομα με διαβήτη είναι πολύπλευρος και καθοριστικός. Η συνεργασία του με το θεράποντα ιατρό είναι ουσιαστική, ενώ η συνεισφορά του στη σύνταξη του κατάλληλου διαιτολογίου, στην επεξήγηση διατροφικών ισχυρισμών που συναντώνται σε τρόφιμα κατάλληλα για άτομα με διαβήτη, στην ανάλυση του μεταβολισμού και της δράσης των γλυκαντικών ουσιών, φυσικών και μη, και στην ενημέρωση για τις διαρκώς εξελισσόμενες διεθνείς διατροφικές στρατηγικές, κρίνεται καταλυτική.
Ο γλυκαιμικός δείκτης
Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια επιστημονικοί όροι, όπως η έννοια του γλυκαιμικού δείκτη, έχουν διεισδύσει στην καθημερινότητα του ατόμου με διαβήτη και ο κλινικός διαιτολόγος καλείται να λάβει ουσιαστικό ρόλο έγκυρης ενημέρωσης και εκπαίδευσης.
Ο γλυκαιμικός δείκτης υποδεικνύει πόσο αυξάνουν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα δύο - τρεις ώρες μετά την κατανάλωση της τροφής και αναφέρεται σε τροφές υψηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες.
Ως τροφή αναφοράς θεωρείται το άσπρο ψωμί με γλυκαιμικό δείκτη 100 (παλαιότερα ως τροφή αναφοράς εκλαμβανόταν η γλυκόζη). Η δομή του αμύλου εμπλέκεται στη διαμόρφωση του γλυκαιμικού δείκτη και σήμερα γνωρίζουμε, για παράδειγμα, πως το ρύζι και τα ζυμαρικά έχουν χαμηλότερο γλυκαιμικό δείκτη από τη βραστή πατάτα.
Παραδείγματα τροφών με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη (κάτω από 55): Το γάλα, το γιαούρτι, τα κεράσια, τα μήλα, τα αχλάδια, οι φακές, η σόγια, τα πράσινα λαχανικά, οι φράουλες.
Νέα δεδομένα στη διατροφή των ατόμων με διαβήτη δημιούργησε πρόσφατα μια κατηγορία επιδορπίων χωρίς ζάχαρη, με ειδικά σχεδιασμένες συνθέσεις χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη, η οποία και δοκιμάστηκε σε κλινική μελέτη στο Διαβητολογικό Κέντρο της Α΄ Πρ. Παθολογικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών του Λαϊκού Νοσοκομείου σε διαιτολόγια ατόμων με διαβήτη τύπου II, με ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα.
Συγκεκριμένα, τα άτομα της ομάδας που κατανάλωναν τα επιδόρπια νέας γενιάς (με γλυκαιμικό δείκτη κάτω από 49), αν και κατανάλωναν πιο συχνά επιδόρπια από τα άτομα της ομάδας σύγκρισης, παρουσίασαν καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο. Δηλαδή η μεταβολή της μεταγευματικής αύξησης του σακχάρου ήταν μέσα στα φυσιολογικά όρια, ενώ παράλληλα σημείωσαν και απώλεια βάρους σε σχέση με τα άτομα της άλλης ομάδας.
Αν και δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν μακροχρόνια την ευεργετική δράση της επιλογής τροφών χαμηλών σε γλυκαιμικό δείκτη, η γνώση του γλυκαιμικού δείκτη των τροφών μπορεί, με τη βοήθεια και του αυτοελέγχου που εφαρμόζει το άτομο με διαβήτη, να συνεισφέρει θετικά στον έλεγχο του σακχάρου.
Αποτελέσματα
Η εξέλιξη της επιστήμης της ιατρικής και της κλινικής διαιτολογίας, μέσω των πιστοποιημένων πια ευρημάτων της, καθιστά σήμερα τη διατροφή για το διαβήτη λιγότερο πιεστική και περισσότερο αποτελεσματική από ποτέ.
Στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι, που εμφανίζεται σε νεαρή ηλικία, το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού λειτουργεί λανθασμένα, καταστρέφοντας τα νησίδια του παγκρέατος εκλαμβάνοντάς τα ως «ξένο» σώμα. Στα νησίδια του παγκρέατος, που δεν είναι τίποτα άλλο από «συστάδες» κυττάρων, υπάρχουν και τα β-κύτταρα που παράγουν τη ζωτικής σημασίας ορμόνη ινσουλίνη. Καταστροφή των νησιδίων του παγκρέατος συνεπάγεται από ελάχιστη έως καθόλου παραγωγή ινσουλίνης για τον οργανισμό. Έτσι, ο ασθενής αναγκάζεται να ξεκινήσει θεραπεία με ινσουλίνη εξωγενώς.
Στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, που εμφανίζεται συνήθως σε ηλικίες άνω των 40, συνυπάρχει μια μειωμένη ικανότητα των κυττάρων του σώματος να αξιοποιήσουν την ινσουλίνη (κατάσταση γνωστή ως ινσουλινοαντίσταση) με μια προοδευτική δυσλειτουργία των β-κυττάρων του παγκρέατος (με αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου οι ανάγκες του οργανισμού για ινσουλίνη να μην καλύπτονται).
Πηγή: health.in.gr