Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Για πάρα πολλά χρόνια, οι χρήστες των social media στην Ελλάδα επικεντρώνονταν μέσα από την ενασχόλησή τους με αυτά σε τρία βασικά: να «ανεβάζουν» φωτογραφίες, να «ανεβάζουν» τραγούδια του YouTube ανάλογα με την διάθεσή τους και να σχολιάζουν στα αθλητικά sites που έχουν διαδικτυακή ζωή, πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των αμιγώς πολιτικών. Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου -και ο υπογράφων προκαλεί τους αναγνώστες του κειμένου να μπουν στον κόπο να το «τσεκάρουν» στα ιντερνετικά χρονολόγιά τους- πως την περίοδο της υπογραφής του πρώτου μνημονίου (2010-2011), ακόμα και εκείνη του δευτέρου, πως στο facebook (κυρίως), δεν άνοιξε… ρουθούνι για τον εκτροχιασμό της χώρας μας που μας έθεσε σε ένα καθεστώς επιτροπείας.
Οι χρήστες των social media λοιπόν μέχρι τότε, δεν είχαν ιδιαίτερες πολιτικές ανησυχίες, ούτε και κοινωνικές, τουλάχιστον στην έκφρασή τους από τα προσωπικά τους προφίλ. Οι ύβρεις ωστόσο, ο σεξιστικός-ρατσιστικός-ξενοφοβικός-ομοφοβικός «λόγος» γενικότερα που σήμερα έχει μετατρέψει το διαδίκτυο σε έναν τεράστιο βόθρο, που κάθε τρεις και λίγο ξεχύνεται κατά κάπου, προϋπήρχαν σαν μία προβληματική κατάσταση. Μόνο που αξιολογούνταν στο επίπεδο του… ποδοσφαίρου και στον «χουλιγκανισμό»(;) των γηπέδων, αφού -όπως προαναφέραμε- εκφράζονταν κυρίως στα αθλητικά μέσα ενημέρωσης που είχαν έντονη παρουσία από πολύ νωρίς στο διαδίκτυο. Οι ευχές για «καρκίνο» λοιπόν, οι «μαύροι» που θέλουν πνίξιμο στη θάλασσα, οι κακόμοιρες «μανάδες» αλλά και οι «μπαμπάδες», μαζί με τις απειλές και τις συκοφαντίες, ήταν χαρακτηριστικό μας, μόνο που πιστεύαμε πως το βγάζει προς τα έξω μόνο το… οπαδικό (του ποδοσφαίρου) πάθος. Εξάλλου αφορούσε μόνον τον Σωκράτη Κόκκαλη, τον Νικόλα Πατέρα, την ΑΕΚ (Τούρκοι αυτοί), τον ΠΑΟΚ (Τούρκοι κι αυτοί), τον Ολυμπιακό (απόγονοι του στόλου των Αμερικάνων εκείνοι), τον Παναθηναϊκό (αυτοί είναι γκέι) για να ενοχλεί… ευρύτερα την κοινωνία.
Αργότερα, όμως, όταν η κοινωνία άρχισε να συνειδητοποιεί το πολιτικό αδιέξοδο, το ποδόσφαιρο πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Η κοινωνία θύμωσε για τα δεινά που υπέστη και ξαφνικά… «πολιτικοποιήθηκε» και κάποιοι βεβαίως υποβοήθησαν αυτήν την απότομη «πολιτικοποίηση» χαρίζοντάς της όλα τα… γηπεδικά χαρακτηριστικά, που αναπόφευκτα δεν αφήνουν πολλά περιθώρια συζήτησης, ή δημιουργικής έστω αντιπαράθεσης.
Τα social media όμως, ειδικά στην επαρχία όπου όλοι είναι γνωστοί πάνω-κάτω με όλους, δεν είναι όπως είναι το 2010. Δεν είναι το διαδικτυακό χάος που πιστεύαμε πριν από οκτώ χρόνια ότι είναι. Υπάρχουν πια πασίγνωστοι υβριστές και συκοφάντες που καθημερινά με το ονοματεπώνυμό τους, σπιλώνουν υπολήψεις, θίγουν προσωπικότητες και δολοφονούν χαρακτήρες ανενόχλητοι και κυρίως ατιμώρητοι. Εκμεταλλεύονται το ελαστικό πλαίσιο, σε έναν «χώρο» που δεν είναι πια ψυχαγωγικός, διοργανώνουν πογκρόμ κατά μεταναστών, βάλλουν καθημερινά κατά δημοσιογράφων και κατά πολιτικών προσώπων, διασπείρουν επικίνδυνες ψευδείς πληροφορίες (μετά βεβαιότητας) και δεν νιώθουν κανέναν φόβο ότι ο νόμος κάποτε μπορεί να εφαρμοστεί. Το πώς φτάσαμε ως εδώ, τι λάθη έγιναν, πως ξεπήδησαν «ιδεολογίες» που νόμιζες είχαν παρέλθει οριστικά και ποια εξήγηση μπορεί να δοθεί στο άσβεστο μίσος που κουβαλάνε κάποιοι σχολιάζοντας στο διαδίκτυο, είναι μια συζήτηση που μπορεί να γίνει ίσως λίγο αργότερα. Όταν και ηρεμήσουν τα πάθη.
Μια ευνομούμενη πολιτεία όμως και μαζί και οι λειτουργοί της, δεν μπορούν να εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ακόμα και σήμερα τις απίστευτες ύβρεις και τις συκοφαντίες που κάποιοι εκτοξεύουν σε πρόσωπα όπως η Ανθή Παζιάνου ή ο Στρατής Μπαλάσκας, λες και τις εκτοξεύει ο Τάκης από τα Πατήσια εις βάρους του… Κόκκαλη ή του Βαρδινογιάννη, του Σπανούλη ή του Παπαπέτρου. Ελάτε στη θέση των παραπάνω για λίγο και σκεφτείτε να ακούτε ή να διαβάζετε να βρίζουν εν χορώ τη μάνα σας, το παιδί σας ή την προσωπικότητά σας γενικότερα, από κάποιους, επώνυμα…
Η μάστιγα των ψευδών ειδήσεων δεν αντιμετωπίστηκε έγκαιρα στη Λέσβο του προσφυγικού και δημιούργησε κανόνα διασποράς παραπληροφόρησης και ακατάσχετου ρατσιστικού μίσους. Είναι αδιανόητο να επιτραπεί σήμερα και το να δημιουργηθεί αντίστοιχος κανόνας όπου ο οποιοσδήποτε θα μπορεί να καθυβρίζει και να συκοφαντεί κάποιους άλλους.