Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ο απολογισμός και του φετινού καλοκαιριού, όπως συνηθίσαμε πλέον τα τελευταία χρόνια, είναι καταστροφικός για τη χώρα, αφού η πυρκαγιά της Αττικής ήταν το επιστέγασμα μιας εικόνας που παραπέμπει σε μειωμένα αντανακλαστικά και στην αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να αντιμετωπίσει, παρά την όποια προετοιμασία, τέτοια φαινόμενα που αν και αναμενόμενα πάντα αιφνιδιάζουν και «ξεφεύγουν», αφήνοντας πικρή γεύση και ...μαύρο πίσω τους! Και το δυσάρεστο είναι ότι «εγκαθίσταται» στη χώρα μας όλο και περισσότερο η έλλειψη προοπτικής, ειδικά μετά τις εθνικές εκλογές του περασμένου χρόνου, αφού η όποια αρχική «αποτελεσματικότητα» της κυβέρνησης στην πρώτη θητεία της, που ήταν το ισχυρό επιχείρημά της για να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος, φαίνεται να υποχωρεί στη δεύτερη θητεία της, όπως συνέβη με τις περσινές καταστροφές στη Θεσσαλία, στον Εβρο και στη Ρόδο και φέτος με αυτές της Αττικής και ενδεχομένως με άλλες που μπορεί να προκύψουν, αφού η κλιματική κρίση εξελίσσεται σε μια μόνιμη «απειλή», και δεν συγχωρεί λάθη και παραλείψεις, που δυστυχώς δεν αποφεύγονται και η όποια «συγνώμη», ακόμη και από τον πρωθυπουργό, πλέον δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τις «παθογένειες» και τις ανεπάρκειες του κρατικού μηχανισμού και να κατευνάσει την οργή της κοινωνίας. Γιατί μπορεί ο πρωθυπουργός να δήλωσε, μετά τη φωτιά στην Πεντέλη, πως από κάθε καταστροφή «γινόμαστε καλύτεροι» και μπορεί έτσι να είναι, αλλά πόσες άλλες καταστροφές πρέπει να γίνουν στη χώρα μας για να γίνουμε επαρκώς αποτελεσματικοί έναντι τουλάχιστον των αναμενόμενων καταστροφών; Και θέλουμε να ελπίζουμε ότι με τη δήλωσή του αυτή ο πρωθυπουργός δεν εννοεί το «σύστημα κατάσβεσης» των αντιδράσεων των πληγέντων με τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται, που όσο αργούν εξοργίζουν και όταν δίνονται ναι μεν βοηθούν, αλλά δεν σημαίνουν τίποτα για τους πληγέντες της επόμενης χρονιάς, ενώ δυσκολεύουν αισθητά τη λύση των εκκρεμοτήτων των προηγούμενων πληγέντων, που περιμένουν την αρωγή του κράτους για να κλείσουν τις «πληγές» τους, όπως συμβαίνει ανατρέχοντας στα του τόπου μας με τους σεισμοπαθείς της Βρίσας και γενικότερα άλλων περιοχών της χώρας που έχουν βιώσει παρόμοιες καταστροφές που δεν έχουν ακόμη επουλωθεί, ελλείψει χρημάτων και ανησυχητικής απουσίας των εμπλεκομένων υπηρεσιών στις περιοχές που επλήγησαν. Το κράτος και οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες τους μετά τις νέες καταστροφές έχουν άλλες προτεραιότητες και οι παλιότερες μένουν στο ...περίμενε! Για να μην αναφερθούμε στην ανατροπή κάθε σχεδιασμού που προκάλεσε η καταστροφή στη Θεσσαλία, που έχει άμεσες επιπτώσεις σε όλη τη χώρας και φυσικά και στη Λέσβο, αφού εκεί κατευθύνονται- και σωστά- οι αναγκαίοι διαθέσιμοι πόροι για την ανασυγκρότησή της! Και το δυστύχημα, τουλάχιστον για φέτος, δεν είναι μόνο οι φωτιές, αλλά και η συνεχιζόμενη ανομβρία που υπάρχει σε πλήθος περιοχών , μεταξύ των οποίων και στη Λέσβο, με την λειψυδρία να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις, που απ ότι φαίνεται τα επόμενα χρόνια δεν αποκλείεται να εξελιχθεί σε μείζον πρόβλημα και σε συνδυασμό με την αύξηση των τουριστών, θα πρέπει έγκαιρα και αποτελεσματικά να αναζητηθούν λύσεις για την αντιμετώπισή της, κάτι που ωστόσο δεν φαίνεται να απασχολεί τους άμεσα εμπλεκόμενους στο βαθμό που πρέπει.
Για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που για να έρθει, μετά την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ, και να παραμείνει στην εξουσία πρόβαλλε ως «πλεονέκτημα» της τη διαχειριστική της επάρκεια με την ιδέα του «επιτελικού κράτους», που εκ του αποτελέσματος φαίνεται να έχει σοβαρά προβλήματα, δεν υπάρχει τίποτα πιο υπονομευτικό. Η κυβέρνηση έχει πλέον λίγα να πει και να υποσχεθεί και πολύ περισσότερα να κάνει, αν θέλει να κερδίσει σε αξιοπιστία και ως εκ τούτου την εμπιστοσύνη της κοινωνίας, που κακά τα ψέματα για ένα μεγάλο μέρος της έχει χαθεί και όχι άδικα. Ενώ έχει να αντιμετωπίσει και ένα σοβαρότατο πρόβλημα, που επηρεάζει την συμπεριφορά και τη στάση των πολιτών έναντι της κυβέρνησης, αλλά και συνολικά του πολιτικού συστήματος. Την απουσία προσδοκιών, ότι τα πράγματα μπορεί να πάνε καλύτερα στο ορατό μέλλον, με την σημερινή διακυβέρνηση, ενώ η απουσία ορατής εναλλακτικής μπορεί να είναι πράγματι προφανής και να αποτελεί κεντρικό αφήγημα της κυβέρνησης, αλλά δεν μπορεί να είναι πειστικό επιχείρημα πλέον και ...άλλοθι για την αναποτελεσματικότητα και την ανεπάρκεια της να διαχειριστεί τόσο την καθημερινότητα , όσο και τα μικρά και κυρίως τα μεγάλα προβλήματα που υπάρχουν, ή που προκύπτουν, όπως αυτά με τις φωτιές και τα πλημμυρικά φαινόμενα που ακολουθούν. Αλλωστε η απουσία εναλλακτικής, στη σημερινή κυβέρνηση, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του εκλογικού σώματος στις διπλές εκλογές για επανεκλογή Μητσοτάκη, ακόμη και από ψηφοφόρους που δεν πρόσκεινται πολιτικά στη «γαλάζια» παράταξη, αλλά στη συνέχεια αποτυπώθηκε και η δυσφορία από τα πρώτα δείγματα γραφής της δεύτερης τετραετίας, στις πρόσφατες ευρωεκλογές, γεγονός που δείχνει με τον πιο εμφατικό και σαφή τρόπο ότι το εκλογικό σώμα ναι μεν «επιβραβεύει», όταν βλέπει κάτι καλό, δεν δίδει όμως καμιά «λευκή επιταγή» στους κυβερνώντες και «ψάχνεται» περιμένοντας πράξεις και όχι διαπιστώσεις και επικοινωνιακού τύπου δικαιολογίες και λόγια χωρίς αντίκρυσμα! Υπό αυτούς τους όρους είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να συμπαρασυρθεί η κυβέρνηση από το γενικότερο κλίμα απαξίωσης που επικρατεί στο πολιτικό σκηνικό και για το οποίο κάνει ο,τι μπορεί και η αντιπολίτευση, με κραυγαλέα τα διαδραματιζόμενα στην αξιωματική αντριπολίτευση, με όσα τραγελαφικά συμβαίνουν στον ευρύτερο χώρο, αν δεν πράξει τα δέοντα, που μπορούν να δώσουν μια ανάσα αισιοδοξίας για κάτι καλύτερο. Η πολιτική συζήτηση στη χώρα μας δεν κατάφερε μετά τα όσα προηγήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια με τα μνημόνια να απαλλαγεί από την τοξικότητα της αντιπαράθεσης, αν και η σημερινή της εξέλιξη μπορεί να έχει «διασκεδαστικά» στοιχεία, που κρύβουν όμως σοβαρούς κινδύνους που κανείς δεν πρέπει να υποτιμά και να προσπερνά αστόχαστα. Η κυβέρνηση, καλείται να διαχειριστεί την σκληρή ελληνική πραγματικότητα, είτε αυτή έχει να κάνει με την λεγόμενη «καθημερινότητα», είτε με όλα τα άλλα μικρά και μεγαλύτερα προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία και τη χώρα μας γενικότερα. Και το έργο της για το οποίο κρίνεται με όχι καλό «βαθμό» από τους πολίτες, όπως καταγράφεται και στις δημοσκοπήσεις, γίνεται ακόμη δυσκολότερο όταν απουσιάζει η στοιχειώδης πολιτική συναίνεση και η τοξικότητα επικρατεί στο δημόσιο λόγο και στο διάλογο που είναι απαραίτητος για να βρεθούν λύσεις στα προβλήματα του τόπου και της κοινωνίας. Δυστυχώς απέχουμε πολύ από ένα τέτοιο ενδεχόμενο και αυτό είναι ένα δομικό πρόβλημα για το πολιτικό σύστημα της χώρας μας, που παρά τα τραγικά «παθήματα» που βιώσαμε ως χώρα και κοινωνία δεν έχουν γίνει «μαθήματα» για να μη ξαναζήσουμε παρόμοιες καταστάσεις. Και αυτό είναι το ανησυχητικό!
Υπό αυτές τις συνθήκες η νέα πολιτική περίοδος ξεκινά με αρκετή αβεβαιότητα για το τι μέλλει γενέσθαι στο πολιτικό σκηνικό, μετά από τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις που προηγήθηκαν (εθνικές, αυτοδιοικητικές και ευρωεκλογές) και με μόνη εκκρεμότητα που μπορεί να «ταράξει» ενδεχομένως τις υφιστάμενες ισορροπίες εντός και εκτός κομμάτων, την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας στους πρώτους μήνες του ερχόμενου έτους. Το γεγονός ότι η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, μετά την σχετική νομοθετική ρύθμιση, έχει απεγκλωβιστεί από την πρόωρη προσφυγή σε κάλπες, δίνει το δικαίωμα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να υλοποιήσει δεσμεύσεις της και να κλείσει εκκρεμότητες, έχοντας ορίζοντα τις επόμενες εθνικές εκλογές του 2027. Προς το παρόν πάντως ο πρωθυπουργός αναμένεται να εμφανιστεί στη ΔΕΘ, στο καθιερωμένο βήμα εδώ και δεκαετίες για κυβερνητικές εξαγγελίες, έχοντας να αντιμετωπίσει κάποια συσσωρευμένα δεδομένα της πενταετίας που κυβερνά. Το βέβαιο είναι, άλλωστε έχει σχεδόν προαναγγελθεί, ότι δεν έχει πολλά να μοιράσει, έχει λίγα να εξαγγείλει και όλοι έχουν πλέον την προσοχή στο τι τελικά θα υλοποιηθεί και όχι στα λόγια που θα ακουστούν, αφού όπως προείπαμε οι προσδοκίες είναι χαμηλές και υποχρεώνει όλους σε ...προσγείωση! Και όλα αυτά ενώ στην αντιπολίτευση έχει χαθεί κυριολεκτικά η ...μπάλα, ειδικά στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, που η αποσύνθεση του έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και δεν αποκλείεται και άλλη διάσπασή του, αφού πλέον είναι εμφανής η διάσταση απόψεων και η ευθεία αμφισβήτηση Κασσελάκη από σημαντική μερίδα στελεχών, συμπεριλαμβανομένων και σημαντικού μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του. Η διαλυτική αυτή εικόνα στο χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που όπως και να το κάνουμε έχει θεσμικό ρόλο στο πολιτικό σύστημα της χώρας μας, δεν παύει να «παράγει» τοξικότητα και να διαμορφώνει ένα διαβρωτικό κλίμα που δεν αφήνει ανεπηρέαστο, με τον έναν ή άλλο τρόπο όλο το πολιτικό σκηνικό. Πρόκειται επί της ουσίας για μια «μαύρη τρύπα» η οποία συμπαρασύρει τα πάντα και παραμορφώνει την επικαιρότητα, η οποία αντί να ασχολείται με τα κρίσιμα και μείζονα θέματα του τόπου και της κοινωνίας, καταναλώνεται με ένα χωρίς όρια «ξεκατίνιασμα» προσώπων που ευτελίζουν τον συγκεκριμένο χώρο και ότι αυτός διαχρονικά εκπροσωπούσε. Την αβεβαιότητα που εκπέμπει η απογοητευτική εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ, έρχεται να «διασκεδάσει» κατά κάποιο τρόπο και το ΠΑΣΟΚ με τις εσωκομματικές διαδικασίες, για την εκλογή νέας ηγεσίας, προφανώς με πιο συντεταγμένα χαρακτηριστικά, που μένει να φανούν αν θα έχουν συνέχεια και μετά την ολοκλήρωση αυτής της εσωκομματικής διαδικασίας. Το γεγονός πάντως ότι οι δυο κύριοι κομματικοί φορείς της αντιπολίτευσης , που τοποθετούνται στον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο ...ψάχνονται, όχι για την εναλλακτική πρόταση εξουσίας , αλλά για τις ηγεσίες των κομμάτων τους, αποδεικνύει γιατί η απογοήτευση μερίδας του κόσμου, που εμπιστεύθηκε την κυβέρνηση, δεν πάει σε αυτές τις δυνάμεις , οι οποίες παραμένουν , όπως δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις, καθιλωμένες ή και σε φθίνουσα κατεύθυνση. Και αυτή η συμπεριφορά του κόσμου, χωρίς περιστροφές και βαρύγδουπες αναλύσεις, ερμηνεύεται από το γεγονός ότι αν δεν πεις κάτι που να συγκροτεί εναλλακτική πρόταση και δεν πείσεις τον κόσμο για τις προθέσεις και τις δυνατότητες υλοποίησής της, «ψήφο εμπιστοσύνης» δεν παίρνεις. Και αυτή η αλήθεια είναι καθοριστική και καταλυτική για την επόμενη μέρα και για τη διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών. Εν κατακλείδι τα ζητούμενα είναι, αν ο πρωθυπουργός έχει το απαραίτητο πολιτικό κεφάλαιο για τη συνέχεια και αν στο χώρο της κεντροαριστεράς με τις όποιες εξελίξεις υπάρξει εναλλακτική που να αμφισβητήσει την μέχρι σήμερα κυριαρχία Μητσοτάκη. Οι εξελίξεις θα δείξουν τις αντοχές και την δυναμική της κάθε πλευράς, που θέλουμε να ελπίζουμε θα πάνε μπροστά τη χώρα, χωρίς άλλες περιπέτειες. Ιδωμεν!