Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Του Δημήτρη Νικορέτζου
Αιμιλία μου,
ΚΕΙΣΤΟΥΣ ΛΕΙΜΩΝΕΣ των ουρανών, που τώρα διαπορεύεσαι, ξέρω πως εσύ θα με καταλάβεις, γιατί δε βρήκα το κουράγιο να παρευρίσκομαι πλάι σου, την ώρα της εξόδιας ακολουθίας σου και ναρθώ να σ’ αποχαιρετήσω.
Δεν ήταν, αγαπημένη μου, που δεν το μπορούσε το σώμα μου. Ήταν που δεν το άντεχε η ψυχή μου. Έστω για να σου πω ένα ποίημα, απ’ τα τόσα που είχα γράψει για σένα. Ήταν έξω απ‘ τη λογική μου ν’ αποδεχθώ μια πραγματικότητα, που με υπερέβαινε, μια απώλεια που με συνέθλιβε και με αφορούσε προσωπικά.
Δεν ήμουν -αλλοίμονο- ο μυθικός Άτλαντας, με το μαρτύριό του, για να σηκώσω στους ώμους μου τον ασήκωτο βράχο της απουσίας σου, βράχο τόσο βαρύ και αμετακίνητο, όση ήταν και η οδύνη που μ’ εξουθένωνε. Ν’ ανηφορίζω στον Όλυμπο, κρατώντας στην ράχη μου τον ουρανό.
Η Αιμιλία Λίτινα
κι αυτός να κατρακυλάει στα τάρταρα, όπως τη γνώρισα
Ήταν -το ξέρω- το χρέος μου ιερό, όμως χρέος δυσβάσταχτο, να σε δω σ’ ένα φέρετρο κι ας ήταν χρέος ανθρώπινο. Δεν μου ήταν μπορετό να σ’ αντικρύσω με κλειστά τα ωραία σου βλέφαρα κι εσύ να με βλέπεις περίλυπο, με τα μάτια της ψυχής σου, τις στιγμές της μετοικεσίας σου: να βρίσκομαι πλάι σου, έστω για να σου δώσω, λίγη απ’ τη ζεστασιά της ανάσας μου. Γιατί, ξέρω, πως δίχως φωτιά, θα κρυώνεις μονάχη, κάτου απ’ τα ψηλά κυπαρίσσια.
Μου είχες εμπιστευθεί την καρδιά σου -και το «εμπιστεύομαι», υπέρκειται του «χαρίζω»- και μου ήταν αδιανόητο, εσύ να μ’ απαρνηθείς.
Δεν ήμουν έτοιμος -πίστεψέ με- να συμβιβαστώ με την ιδέα, πως θα έφευγες πρώτη εσύ, σ’ ένα τόσο μακρινό και ανεπίστροφο ταξίδι.
Πώς θα μπορούσα, Αιμιλία μου, να τιθασέψω τ’ άλογα του Αχέροντα, που άκουγα από καιρό το ποδοβολητό τους, καθώς έρχονταν να σε πάρουν στην Αχερουσία. Το έβλεπα πως ακράτητος φυσούσε ο άνεμος του θανάτου για σένα κι εγώ δεν ήμουν ο Αίολος, να μπορώ να τον σταματήσω και να του αλλάξω τον μοιραίο του δρόμο.
Ποιο ποίημα να γράψω τώρα, καλή μου, για σένα. Ποιος στίχος θα βρεθεί να με υπακούσει. Να σε κάνει όνειρο, να σε κάνει έμπνευση, να σε κάνει ποίηση.
Ήσουν άρρωστη και είχαμε, κατ’ ανάγκη, αποξενέψει, καθώς αδήριτη μοίρα σε ταλάνιζε, με γιατρούς και νοσοκομεία.
Μια και ήμουν πρεσβύτερός σου, έπρεπε πρώτος εγώ να κλείσω την αυλαία, πρώτος εγώ να σ’ αποχαιρετήσω. Να σηκώσεις εσύ το βράχο της δικής μου φυγής. Όμως, άλλα πρόσταζε ο τα πάντα πληρών.
Τι άλλο να σου μαρτυρήσουν τα λόγια μου, αφού τώρα χάνουν το νόημά τους και σαν έπεα πτερόεντα καταπνίγονται στους οδυρμούς της στιγμής.
Πάντα μου έλεγες, πως θαύμαζες τη «Λήθη», το ποίημα του Λορέντζου Μαβίλη, για τη φιλοσοφημένη του σημασία και πως είναι καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε «την πίκρια της ζωής». Πως δεν θέλουν οι νεκροί να τους κλαίμε, όπως έγραφε ο ποιητής. Όμως, άμοιροι εμείς οι θνητοί, πώς μπορεί να μην τους θρηνούμε, πώς γίνεται να λησμονάμε τους αγαπημένους μας, όταν μας τους παίρνουν στο πέρασμά τους, τα ρεύματα της λήθης.
Όταν σε γνώρισα, Αιμιλία, δύο ήταν τα δρομολόγια της ζωής σου: τα δικαστήρια της Σχολής Ευελπίδων και η εκκλησία της Κυριακής. Το τρίτο σου δρομολόγιο ήμουν εγώ. Πάντα ενδιαφερόσουν για την επιστημονική και λογοτεχνική μου σταδιοδρομία, συχνά περισσότερο, απ’ όσο ενδιαφερόμουν ο ίδιος εγώ.
Η γενναιοδωρία σου υπήρξε παροιμιώδης, όχι μόνο απέναντι σ’ εμένα, μα και απέναντι σε όσους σ’ αγάπησαν και σε γνώρισαν από κοντά. Ένα έπαιρνες και εκατομμύρια πρόσφερες.
Καθώς σε προπέμπω, σήμερα, στο θρόνο του άπλαστου και στις συστοιχίες των άστρων, οι καμπάνες των ουρανών σημαίνουν, να σε υποδεχθούν στη χαρά των αγγέλων και των νηπίων, των ασφοδέλων και των υακίνθων.
Μεθίστασαι, αγαπημένη, στους κόσμους της αιώνιας γαλήνης και του ειρηνικού ύπνου, εξοφλώντας τα ανθρώπινα τάλαντα, λυτρωμένη απ’ τα επώδυνα δεσμά της ζωής, για να επανενταχθείς στην αρχαία χορεία των προσφιλών σου, προπαντός στην αγκαλιά της μητέρας σου, που σε προστάτευε αδιαλείπτως κι είχε νύχτα και μέρα την έγνοια σου.
Ώρα καλή σου, λοιπόν, και άσπιλος ας είναι ο τάφος σου.
Ασκητές, ιερείς, ομολογητές και μαθητές του Χριστού, εν ειρήνη και εν μαρτυρίω τελειωθέντες, που τόσο τους πίστευες, σε περιμένουν με αναμμένες λαμπάδες, να σου απευθύνουν το «ως ευ παρέστης», στις πύλες του παραδείσου.
Οδεύεις στη βιβλική στράτα, κλείνοντας τον κύκλο του βίου σου, για τα υψώματα της Άνω Ιερουσαλήμ, συνάγωγος του ετοιμασμένου σου χώρου, όπου «οδός άνω και κάτω μία», για να συμμετρηθείς στα τάγματα των Χερουβείμ και των Σεραφείμ: ωραία, όπως ήσουν όταν σε γνώρισα.
Άγε, λοιπόν, Αιμιλία μου.
Καλοτάξιδη νάσαι στην αιωνιότητα, «εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως, ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός »,όπως λέει ο εκκλησιαστής.
Μακάρια και θεοφόρος η οδός που τώρα πορεύεσαι: σεμνή, χαρισματική, εν εντιμότητι βιώσασα, στρατοκόπος και πάλλευκη άνασσα της δικαιοσύνης.
Σ’ αποχαιρετώ κι εγώ οδυνόμενος, ο ταπεινωθείς Ζακχαίος της συκομορέας και δέομαι, κατά το ρήμα του ψαλμωδού, «δρόσος Αερμών, καταβαίνουσα επί τα όρη Σιών» και ατμίδες λιβανωτού ν’ αρωματίζουν το δρόμο σου.
Χαίρε Αιμιλία μου:
« Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού,
ωσεί άνθος του αγρού, ούτως εξανθήσει».
Έφυγες, για να γίνεις αυτό που ήσουν πριν γεννηθείς.
Άγγελος!
Επειδή Μάη μήνα γεννήθηκα -στις 7- δέξου σαν μύρο στον τάφο σου, τις πασχαλιές του ανοιξιάτικου μήνα μου κι ας ευωδιάζουν για πάντα το φέρετρό σου - το φέρετρο που βαθιά σε κοιμίζει, το ασήκωτο, το απαρηγόρητο, το απελπισμένο και μοναδικό.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΙΚΟΡΕΤΖΟΣ
Καθηγητής Φυσικής