Για τη Δεύτερη Παρουσία του Χριστού στη γη, την Κυριακή της Αποκριάς, διαβάζεται στην εκκλησία κομμάτι από το ευαγγέλιο που έγραψε ο Ευαγγελιστής Ματθαίος.
Η Δευτέρα Παρουσία, το παγκόσμιο και αδέκαστο κριτήριο (Μέλλουσα Κρίση) του Χριστού είναι πολυπρόσωπη, πολύμορφη, μεγάλη, θαυμάσια μεταβυζαντινή λαϊκή εικόνα, ιστορημένη σε ξύλο, με ύψος 214, πλάτος 176 και πάχος 2,5 εκατοστά, κι όπως πληροφορεί η κόκκινη μικρογράμματη επιγραφή «χηρ καμού του ταπηνού Πέτρου Κερκυρέου 1786 απριλίου 20». Βρίσκεται στο Εκκλησιαστικό Βυζαντινό Μουσείο Μυτιλήνης, στον αυλόγυρο του ιερού ναού Αγίου Θεράποντα και προέρχεται από τον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου Πολιχνίτου.
Δευτέρα Παρουσία, θεομηνία, καταστροφή, συντέλεια, τέλος του κόσμου, κοσμοχαλασιά, λογοδοσία, απολόγημα, ώρα-μέρα κρίσης από το Θεό, κατά τον χριστιανισμό, «τι αξίζει ένας άνθρωπος, τι θέλει και πώς θα δικαιολογήσει τον εαυτό του στη δεύτερη παρουσία», παρατηρεί ο Νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης.
Στο βιβλίο του Ιωήλ προφήτη, ως τόπος συντέλεσης της δεύτερης παρουσίας ορίζεται η Κοιλάδα Ιωσαφάτ στα Γεροσόλυμα, τοπωνύμιο από τις εβραϊκές λέξεις Γιαχβέ-Σαφότ, που σημαίνει «ο Θεός κρίνει». Σύμφωνα με χριστιανική, εβραϊκή και μουσουλμανική παράδοση είναι το τόπος της τελευταίας κρίσης, γι’ αυτό πολλοί ιουδαίοι και μουσουλμάνοι μυστικοπαθείς θέλουνε να ταφούνε σ’ αυτή, καθώς αναφέρει ο Ιωήλ: «Ας σηκωθούνε κι ας ανέβουνε τα έθνη στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ· γιατί εκεί θα καθήσω για να κρίνω όλα τα έθνη γύρω μου. Πλήθη, πλήθη στην κοιλάδα της δίκης· γιατί κοντά είναι η μέρα του Κυρίου στην κοιλάδα της δίκης» (Γ΄, 12, 14). Στα προφητικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης υπάρχουν αναφορές για τη δεύτερη παρουσία, όπως από τον Ησαΐα, τον Δανιήλ, τον Μαλαχία και στην «Αποκάλυψη» του Ιωάννη.
Σχετικές αναπαραστάσεις για τη δεύτερη παρουσία υπάρχουνε συχνά στην τέχνη του Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση, όπως σε τοιχογραφία του Τζιότο, που βρίσκεται στο παρεκκλήσι Σκροβένι στην Πάντοβα, του Μιχαήλ Άγγελου, πίνακας του Γάλλου ζωγράφου Ζαν Κουζέν, που βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι. Τόσο το κείμενο, όσο και η ονομασία της κοιλάδας από τον Ιωήλ δημιουργήσανε μια παράδοση ανάμεσα στους εβραίους, χριστιανούς και μουσουλμάνους, που σύμφωνα μ’ αυτή εκεί θα γίνει η τελική κρίση στα έθνη.
Η εικόνα στο Μουσείο
Με προεξάρχοντα τον Χριστό στο θρόνο, στο πάνω μέρος και στο κέντρο της εικόνας στο μουσείο καθιστός μέσα σε δόξα σε κόκκινο κάμπο-βάθος, να φεύγουν ολόχρυσες ακτίνες, γύρω από τη μορφή και την κορμοστασιά του, πατά πάνω σε άσπρα σύννεφα, ενώ τριγύρω του πετάνε χερουβείμ και σεραφείμ, ουράνια πλάσματα, άγγελοι στην υπηρεσία του Θεού, καθώς και τα τέσσερα σύμβολα από τους Ευαγγελιστές, που είναι τετράμορφα ζώα με φτερά να βαστάνε τα ευαγγέλια και να βλέπουνε σ’ αυτούς.
Ο Χριστός έχει έκφραση μάλλον ευχάριστη. Ο προπλασμός, βασικό-σκέτο, πρώτο χρώμα στο πρόσωπο, στο λαιμό και στα χέρια ανοιχτοκαστανός. Καστανά γένια και μαλλιά, που πέφτουνε πλούσια στον ώμο. Στο κεφάλι χρυσό στέμμα και γύρω σταυροφόρο φωτοστέφανο με κόκκινα μεγαλογράμματα «Ο ΩΝ» στις άκρες-κεραίες. Φορά χρυσό χιτώνα και γαλάζιο ιμάτι-φόρεμα με πλούσιες χρυσοκοντυλιές και λάματα, σκληρά σχήματα στα ρούχα, πτυχές σε σχήματα τρίγωνα, γωνιές. Με τα χέρια ανοιχτά, το δεξί ως τον ώμο, το αριστερό προς τα κάτω από τη μέση, δείχνει τους χορούς με τους αγγέλους και τους αγίους που είναι τριγύρω του. Στο ίδιο κόκκινο βάθος δεξιά η Παναγία κι αριστερά ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, καθιστοί πάνω σε άσπρα σύννεφα, με σταυρωμένα μπροστά τα χέρια τους, προσεύχονται, παρακαλούνε το Χριστό. Ο προπλασμός στο πρόσωπο της Παναγίας ανοιχτορόδινος και στο πλάι από το χρυσό φωτοστέφανο με βυζαντινά κόκκινα μεγαλογράμματα «ΜΗΡ ΘΥ». Φορά γαλάζιο πτυχωτό χιτώνα και με χρυσοκοντυλιές ωμοφόρι-μαφόρι, πάνω από τους ώμους και γύρω από το κεφάλι κεκρύφαλο εσθήτα-γεμενί, κεφαλοπάνι. Ο προπλασμός στο πρόσωπο του Ιωάννη ανοιχτοκαστανός με καστανά γένια και σγουρά μαλλιά. Φορά ανοιχτορόδινο χιτώνα και σκουροπράσινο ιμάτι με πολλές λεπτές χρυσοκοντυλιές. Στο πλάι από το χρυσό φωτοστέφανο, με κόκκινα βυζαντινά μεγαλογράμματα «ΟΑΓ ΙC». Και στις τρεις μορφές μύτη, φρύδια, μάτια ισόπαχα. Πάνω από το κεφάλι του Χριστού, στο κέντρο, στην κορυφή της εικόνας, σε γαλάζιο ανοιχτό ειλητό, ύφασμα που απλώνεται στην Αγιατράπεζα για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, ζωγραφίζεται ο ουρανός με πολλά φωτεινά αστέρια, τον ήλιο και τη σελήνη. Στα πλάγια, δεξιά κι αριστερά από τις τρεις κορυφαίες κεντρικές μορφές, σε ισάριθμες παράλληλες σειρές από πάνω προς τα κάτω, εικονίζονται στα ουράνια τάγματα με τους αγγέλους χρυσοφορεμένους και χρυσοφτέρουγους. Από κάτω ο χορός με τους προφήτες και στην τρίτη σειρά οι δώδεκα απόστολοι, από έξι σε κάθε πλευρά, καθιστοί πάνω σε σύννεφα γυμνοπόδαροι, όλοι με πολύχρωμα ιμάτια και σχρυσά φωτοστέφανα (στοιχείο αγιότητας, συμβολίζει «τον αμαράντινον της δόξης στέφανον», Α΄ Πέτρου Επιστολή ε΄, 4). Όλες οι μορφές εικονίζονται με θεϊκό χρώμα, τα χέρια με τις παλάμες ανοιχτές μπροστά στο στήθος υψώνουν άγιοι και μάρτυρες.
Οι δυο πλευρές…
Από τη μέση σχεδόν και κάτω η εικόνα χωρίζεται σε δυο βασικά μέρη, χοντρικά αριστερά στον Παράδεισο και δεξιά στην Κόλαση. Κάτω από τον θρονιασμένο Χριστό για τη δεύτερη παρουσία, σε χρυσό κάμπο-βάθος ζωγραφίζονται τα σύμβολα και η ετοιμασία για το θρόνο που θα καθίσει ο Χριστός να κρίνει. Όλες οι παραστάσεις είναι ολόχρυσες εκτός από κάποιες λεπτομέρειες στα πρόσωπα, στα ρούχα τους, στα σύννεφα. Πάνω σε χρυσό τραπέζι τυλιγμένο σε ύφασμα κλειστό βιβλίο (ευαγγέλιο), απ’ όπου υψώνεται ο Σταυρός του Χριστού με την επιγραφή, το ακάνθινο στεφάνι στη μέση και τα σύμβολα του πάθους, το σφουγγάρι και τη λόγχη στα πλάγια. Αριστερά και δεξιά από το τραπέζι, εικονίζονται ο ασπρογένης κι ασπρομάλλης Αδάμ και Εύα, γονατιστοί, σε ροδόχρωμα σύννεφα να προσεύχονται και να θερμοπαρακαλούνε να ζητούνε προστασία και βοήθεια. Ο Αδάμ φορά χρυσοπράσινο μακρύ φόρεμα και η Εύα χρυσορόδινο. Πάνω από τον Αδάμ πετούν δύο άγγελοι, με σάλπιγγες στο χέρι. Καλούνε σε σύναξη τους χορούς, πάνω από γαλάζια και άσπρα σύννεφα να έρχονται από αριστερά με τους ιεράρχες, ιερείς, μάρτυρες, βασιλιάδες και όσιες γυναίκες, όσιους και δίκαιους. Κάτω από το τραπέζι για την ετοιμασία του θρόνου κρέμεται η ζυγαριά της δικαιοσύνης με χέρι να βγαίνει από σύννεφα. Μ’ αυτή γίνεται η ψυχοστασία, το συμβολικό ζύγισμα στις ψυχές μετά το θάνατο, όπου πετούνε με ανοιχτές τις φτερούγες δυο άγγελοι, ο ένας στρατιωτικά ντυμένος. Στο αριστερό ζύγι η ψυχή του ανθρώπου με μορφή γυμνό παιδί, και στο δεξί τα έργα του. Το ζύγι με τα έργα πατά, για να κατέβει προς τα κάτω, προς τα κάτω, ένας μαυριδερός διάβολος, ανθρωπόμορφο τέρας, για να κατανικήσει την ψυχή από το άλλο ζύγι και να την πάρει με το μέρος του. Όμως, οι άγρυπνοι φρουροί, οι άγγελοι, φύλακες στη ζυγαριά της δικαιοσύνης, τον διώχνουνε με τα μακριά κοντάρια τους.
Κάτω από τους χορούς με τους όσιους και δίκαιους, με κοκκινωπά τείχη σαν κάστρο, ο Παράδεισος, που τον κήπο του στολίζουνε δέντρα και λουλούδια. Ψηλά, στο πάνω μέρος, κτίσματα με τρούλους. Στο κέντρο του κήπου μέσα σε κύκλο, περιτριγυρισμένος με άσπρα σύννεφα, ζωγραφίζεται η Αγία Τριάδα. Χρυσοφορεμένος ο Χριστός καθιστός, βαστά στο δεξί χέρι του το σταυρό του μαρτυρίου του. Γύρω από το κεφάλι του χρυσό σταυρικό φωτοστέφανο. Καθιστός κι ο Μεγάλος Πατέρας με τριγωνικό φωτοστέφανο στο κεφάλι του. Κάτω από τις δυο μορφές το Άγιο Πνεύμα περιστέρι «εν είδει περιστεράς». Η Παναγία γονατιστή κάτω από το Άγιο Πνεύμα, χρυσοφορεμένη και με χρυσό φωτοστέφανο προσεύχεται για τους ανθρώπους. Ο ασπρογένης Αβραάμ, με τ’ ανοιχτά χέρια του, αγκαλιάζει πολλά κεφάλια, όσιους και δίκαιους, ενώ πλάι ο καλός ληστής γυμνός έχει στον ώμο το σταυρό του. Έξω από το κάστρο, τον Παράδεισο, με τα χέρια στο στήθος προσεύχεται ο Απόστολος Πέτρος, να βαστά στο δεξί χέρι μεγάλο κλειδί, ο Απόστολος Παύλος, άγιοι και ιεράρχες. Επίσης όσιες γυναίκες και μάρτυρες με την Αγία Ελένη και τον Άγιο Κωνσταντίνο μπροστά τους. Όλοι χρυσοφορεμένοι και με χρυσά φωτοστέφανα. Από το μπροστινό μέρος στο κάστρο του Παραδείσου σα στρογγυλοί χοντροί σωλήνες, τρέχουνε τέσσερις γαλάζιοι φιδίσιοι ποταμοί, ο Γεών, ο Φισσών, ο Τίγρης και ο Ευφράτης και πέφτουνε στη θάλασσα, που έχει πλεούμενο με πανί και διάφορα ψάρια. Στα στόματά τους φαίνονται κομμάτια από ανθρώπινα σώματα (χέρια, πόδια) να τα τρώνε. Λίγο πιο δεξιά από τον Παράδεισο τρεις γυμνές φιγούρες, γυναίκα, παιδί και άντρας, κάθονται μέσα σε χτιστούς τάφους και διάφορα ζώα, φίδια βαστάνε στο στόμα τους κομμάτια από ανθρώπινα σώματα, όπως τα ψάρια.
Δεξιά στην εικόνα, από τη μέση από το θρόνο όπου είναι θρονιασμένος ο Χριστός κι από τη μεριά που βρίσκεται ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, χύνεται ορμητικά κατακόκκινος ο πύρινος ποταμός, η Κόλαση. Στο κατρακύλισμα, στη ραγδαία, ορμητική, με σφοδρότητα πτώση του, παρασέρνει γυμνές και ντυμένες φιγούρες ανθρώπινες κολασμένες και σταματά στη «γέεννα του πυρός», τον τόπο της μελλοντικής τιμωρίας για τους αμαρτωλούς. Την Κόλαση να φουντώνει εκεί που τελειώνει η εικονογράφηση-ιστόρηση. Μέσα στο κατρακύλισμα στον πύρινο ποταμό οι γυμνές ανθρώπινες φιγούρες με το κεφάλι προς τα κάτω, τα πόδια ψηλά, ανάσκελες, μπρούμυτες, ζευγάρια, φλόγες να πετιούνται γύρω τους, ανάμεσα σε δηλητηριώδη φίδια, διαβόλους κατάμαυρους με βοδινά κέρατα στο κεφάλι και γαμψά, μυτερά, αγκυλωτά νύχια, στα χέρια και στα πόδια, κι ουρές δαιμονισμένες τριχωτές να τους βασανίζουνε για τα βαριά αμαρτήματα που κάνανε στη ζωή τους πάνω στη γη. Τα αμαρτήματα και οι κολασμένοι γράφονται με άσπρα μικρογράμματα, πάνω από κάθε βασανισμένη ανθρώπινη φιγούρα (οι ανορθόγραφες επιγραφές, φανερώνουνε πως ο ζωγράφος δεν είχε τη στοιχειώδη παίδευση, αλλά ήταν θεοσεβής). Γραμματείς Φαρισαίοι, κι άλλοι Ιουδαίοι, τύραννοι βασιλιάδες, ειδωλολάτρες, αντίχριστοι, αιρετικοί, φονιάδες, προδότες, κλέφτες, φιλάργυροι, πλεονέκτες, ψεύτες, μέθυσοι, πόρνοι, ακάθαρτοι, ασεβείς, μολυσμένοι, μαγαρισμένοι, απατεώνες, ακόλαστοι, πουτανιάρηδες, λάγνοι. Κι ακόμα ολόκληρος χορός από ολόγυμνες φιγούρες - ένας να βαστά κανάτι, άλλος ζυγαριά, πέτρες κρεμασμένες στο λαιμό τους, μυλόπετρες, κι οι διαβόλοι γύρω τους να χορεύουνε, τραγοπόδαροι, σαν αρχαίοι Σάτυροι στα σπήλια και στα ρουμάνια της Ελλάδας, «η αρετηκύ αρχηερίς, ο ταμαχιάρις, ο τζοπάνις, ο φοσφόρος, ο καταδότης, οι ποτάνες, ο τρυγμός τον πεδίον, ο φιλάργιρος». Κάτω δεξιά στη γωνία, όπου ξεχύνεται ο πύρινος ποταμός, είναι ζωγραφισμένο το τεράστιο κεφάλι, σε χρώμα πράσινο, ο δράκοντας Άδης που καταβροχθίζει λαίμαργα όλα. Το κόκκινο μάτι που αγριωπό, με μαύρες σκιές γύρω του. Στο ανοιχτό στόμα του, με πολλά άσπρα και μυτερά δόντια του, με το κεφάλι τερατοφόρο «ο εοςφόρος» ανθρωπόμορφος καθιστός σε πολυκέφαλο τέρας με κέρατα, κατάμαυρος, ουρές, πόδια, χέρια με γαντζωτά νύχια, βαστά στην αγκαλιά του τον αυτοκράτορα «Οιουλιανό» και τον προδότη «Οιδούδα» σε κόκκινο χρωματισμό. Από τα πόδια του Εωσφόρου βγαίνουνε δυο κεφάλια θηρία με ανοιχτό το στόμα και άσπρα γαντζωτά δόντια. Δεξιά από το ανοιχτό στόμα του Άδη-τέρας, δεμένοι από το λαιμό με σκοινί σέρνονται από διάβολο «η αρετηκύ αρχηερίς».
Εκεί που αρχίζει ο πύρινος ποταμός, κάτω από τον Πρόδρομο, εικονίζεται καθιστός μέσα σε σύννεφα ο «μοησής» ο Μωυσής ως τη μέση. Φορά πρασινωπό χιτώνα, χρυσό ιμάτι, χρυσό φωτοστέφανο στο κεφάλι. Με το δεξί χέρι υψωμένο σε στάση δασκαλίστικη, με το αριστερό βαστά ανοιχτό άσπρο ειλητάρι-περγαμηνή με μικρογράμματα η επιγραφή: «Δε σας ήλεγα ότι μέλι να ελθή διατή τονε σταυρόσατε τόρα όψεστε». Κάτω από το Μωυσή πετά άγγελος με ανοιχτές τις άσπρες φτερούγες του. Χρυσό ιμάτι φορά, πράσινο μοφόρι-ναδύα, κρεμασμένο από τον ώμο του και χρυσό φωτοστέφανο. Με το δεξί χέρι βαστά κόκκινη πύρινη ρομφαία, πύρινο σπαθί αρχαγγελικό τρίκοπο, με τρεις μυτερές άκρες-αιχμές, «κι όλο κρατώ στ’ απόμακρα, με τη γυμνή ρομφαία, της ρωμιοσύνης τον οχτρό», τραγουδά με τη ρομφαία του ο Κωστής Παλαμάς. Πάνω από ιερείς κι αρχιερείς Εβραίους ασπρογένηδες, καστανογένηδες, φεσοφόροι, με γαλάζια και κόκκινα φέσια-σαρίκια «... περικαλούν το μοησή να τους γλιτόσι». Ανάμεσα στους Εβραίους εικονίζεται ασπρομάλλης κι ασπρογένης με φωτοστέφανο χρυσό και καστανόχρωμο χιτώνα ο προφήτης Ιωήλ ν’ «αντιμάχεται τον αντήχριστο». Αριστερά του ιερατικές φιγούρες βαστάνε ανοιχτά άσπρα ειλητάρια με κόκκινα μικρογράμματα και τις επιγραφές: «Της δήνατε αντηστήνε της δινάμεος αυτού» και «μέγας και φλογερός βασιλεύς εγίγερτε», κι από κάτω από τον Μωυσή ιστορείται ο αποκεφαλισμός του Ενώχ, που ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Κάιν, πατριάρχης Εβραίων (Γένεσις δ΄, 17). Πιο κάτω άλλοι τέσσερις Εβραίοι, ο πρώτος ασπρογένης γονατιστός βαστά βασιλικό στέμμα να το προσφέρει στον αντίχριστο μεγαλόσωμο βασιλιά, καθισμένο σε βασιλικό θρόνο, γυμνοπόδαρος με σανδάλια, κόκκινο χιτώνα, θώρακα χρυσό διακοσμημένο, κόκκινο φέσι στο κεφάλι, μαυρογένης και μελαψός Ρωμαίος αυτοκράτορας.
Κι αλλού
Στη Λέσβο σε τρεις μεταβυζαντινές τοιχογραφίες έχει ιστορηθεί η Δεύτερη Παρουσία. Στη Μονή Περιβολής, στους ναούς Μεταμόρφωση του Σωτήρα στα Παπιανά και Άγιο Γεώργιο Ανεμότιας.
Στη Μονή Εισόδια της Θεοτόκου Περιβολής, κοντά στην Άντισσα, έχει ιστορηθεί στο νάρθηκα (πρόναο) του καθολικού, κι απλώνεται στους τρεις από τους τέσσερις τοίχους. Στην πάνω ζώνη του ανατολικού τοίχου σώζονται πέντε απόστολοι-κριτές, ενώ η παράσταση με τον Χριστό στο θρόνο έχει καταστραφεί. Κάτω από τους απόστολους αριστερά, δεξιά από το Χριστό, εικονίζονται οι ενάρετοι-χρηστοί άνθρωποι. Στην πρώτη σειρά χοροί με ιεράρχες, προφήτες, μάρτυρες, και στη δεύτερη χοροί με όσιες γυναίκες και μάρτυρες γυναίκες. Κάτω από τους χορούς γίνεται η Μέλλουσα Κρίση, η συντέλεια του κόσμου. Σώζεται η παράσταση με τη ζυγαριά της δικαιοσύνης. Δυο άγγελοι βαστάνε τη ζυγαριά, όπου ζυγίζονται οι πράξεις των ανθρώπων. Αυτός που κρίνεται στέκεται μπροστά στη ζυγαριά γυμνός, γιατί δεν μπορεί να κρύψει τίποτα από το Θεό, ενώ ένας άγγελος βοηθά τη ζυγαριά να γείρει προς τις καλές πράξεις. Λίγο πιο κάτω, αριστερά από τη ζυγαριά της δικαιοσύνης, εικονίζεται το τέρας, ο «Βύθιος Δράκων» στην Κόλαση, με ανοιχτό το τεράστιο στόμα του να καταπίνει τους αμαρτωλούς, με τη βοήθεια από τους διάβολους κι ένας ρίχνει μια καλόγρια. Δίπλα του η Ψυχοστασία. Αριστερά εικονίζονται απόστολοι, προφήτες και άγιοι να πορεύονται προς τον Παράδεισο, στο βόρειο τοίχο με τον Αβραάμ, την Παναγία και τον καλό ληστή, να βαστά το σταυρό του μαρτυρίου του. Την πόρτα στον Παράδεισο φυλάει χερουβείμ. Ο απόστολος Πέτρος με τα κλειδιά στο χέρι οδηγεί χορό με δίκαιους, ανάμεσά τους ο Άβελ ομορφοντυμένος καθώς και οι προφήτες. Πίσω ο απόστολος Παύλος. Από το κάστρο του Παραδείσου χύνονται οι τέσσερις ποταμοί της Εδέμ Γεών, Φισσών, Τρίγης κι Ευφράτης, και εικονίζονται οι προσωποποιήσεις με τους τέσσερις αγέρηδες και τις επιγραφές από τους τρεις: «ΖΕΦ(Ι)ΡΟC, ΝΟΤΟC, MECHMBPINOC». Η Κόλαση είναι σχεδόν καταστραμμένη. Ξεχωρίζουνε τα κεφάλια από τους κολαζόμενους. Σε τέσσερις χώρους φαίνονται «Ο βρυγμός των οδόντων», το «Πυρ το άσβεστον», ο «Σκώληξ ο ακοίμητος» και ο «Τάρταρος». Αριστερά από το Χριστό φαίνεται ο μεγάλος πύρινος ποταμός που στα κύματά του εικονίζονται διάφοροι αμαρτωλοί, όπως οι αιρετικοί, ο Άρχοντας του Σκοταδιού, δηλαδή ένας φτερωτός Σατανάς καθισμένος σε τέρας με ουρά σαύρας. Στο νότιο τοίχο η Γη και η Θάλασσα προσωποποιημένες δίνουνε τους νεκρούς. Αριστερά άγγελος «ελίσσων τον ουρανόν» «ΑΓΓΕΛΟC ΚΥΡΙΟΥ CAΛΠΙΖΩΝ ΕΝ ΤΗ ΓΗ» οι νεκροί σηκώνονται από τα μνήματα και κομμάτια από τα σώματά τους βγαίνουν από το στόμα, από άγρια θηρία που τους είχανε κατασπαράξει. Η κοπέλα με τα πλούσια φορέματα, καταστόλιστη τραχηλιά και στέμμα στο κεφάλι της, φορά κόκκινο χιτώνα, βαστά φίδι στα χέρια της, που γίνεται στεφάνι από πάνω της, κάθεται πάνω στο βασιλιά στα ζώα, το λιοντάρι, είναι η προσωποποίηση της Γης. Δεξιά στην παράσταση οι νεκροί δίνονται καθώς «ΑΓΓΕΛΟC CAΛΠΙΖΩΝ ΕΝ ΤΗ ΘΑΛΑCCH», βγαίνουν από τα στόματα, από ψάρια, μικρά και μεγάλα, χταπόδια. Η προσωποποιημένη Θάλασσα, ομορφοντυμένη κι ομορφοστολισμένη όπως και η Γη κάθεται πάνω σε μεγάλο ψάρι που ξερνά ανθρώπινο κεφάλι. Στα γόνατά της βαστά τρικάταρτο πλεούμενο με πανιά.
Στο πιο χαμηλό μέρος, στο νότιο τοίχο, εικονίζεται η «Κλίμακα» του Αγίου Ιωάννη. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος είναι σε δέηση, με χειρονομία λόγου, μπροστά από την πόρτα στη Μονή Σινά, όπου ήτανε γούμενος. Την «Ουρανοδρόμο Κλίμακα» (σκάλα) ανεβαίνουνε διάφοροι άνθρωποι. Ξεχωρίζονται άγιοι και ο Προφητάναξ Δαβίδ να βοηθούνται από αγγέλους. Στο τέλος, στη σκάλα περιμένει ο Χριστός μέσα σε ουράνιο τόξο να βαστά ειλητάρι με τη δυσκολοδιάβαστη επιγραφή: «ΔΕΥΤΕ ΠΡΟC ΜΕ ΠΑΝΤΕC ΟΙ ΚΟΠΙΩΝΤΕC ΚΑΙ ΠΕΦΟΡΤΙCΜΕΝΟΙ, ΚΑΓΩ ΑΝΑΠΑΥCΩ ΥΜΑC». Το ανέβασμα στους ουρανούς μποδίζουν οι διαβόλοι, που είναι οι πειρασμοί στους ανθρώπους. Όσοι δεν καταφέρνουνε να φτάσουνε στο τέρμα, στο Χριστό, γκρεμίζονται από τη σκάλα και κατρακυλούνε στην άβυσσο, στο πολύ μεγάλο κι απότομο βάθος. Η παράσταση αυτή ζωγραφίζεται συχνά σε μοναστηριακές εκκλησιές, όπου στη θέση που έχουν οι άνθρωποι είναι καλόγεροι, που προσπαθούνε ν’ ανεβούνε τη σκάλα της επίγειας δοκιμασίας τους. Στις γωνιές στην παράσταση που φαίνονται οι αγέρηδες σα σύννεφα, ο προφήτης Δανιήλ λάλησε και είπε: «Να οι τέσσερις αγέρηδες στον ουρανό ορμήσανε στη θάλασσα τη μεγάλη. Και τέσσερα θηρία μεγάλα ανεβήκαν από τη θάλασσα, διαφορετικά μεταξύ τους» (Δανιήλ ζ΄, 2). Το πρώτο μοιάζει με λιοντάρι με φτερά αητού. Το δεύτερο σαν αρκούδα. Το τρίτο σαν αγριόγατος με τέσσερα φτερά πουλιού και τέσσερα κεφάλια. Το τέταρτο θηρίο τρομερό, καταπληκτικό και δυνατό σφόδρα· είχε μεγάλα σιδερένια δόντια, με δέκα κέρατα και μάτια ανθρώπου. Τα θηρία αυτά συμβολίζουνε τις τέσσερις μεγαλύτερες βασιλείες που πέρασαν από τη γη. Το πρώτο εικονίζει τη βασιλεία με τους Βαβυλώνιους, το δεύτερο με τους Μήδους και Πέρσες, το τρίτο με τον Μεγαλέξαντρο, το τέταρτο με τους Ρωμαίους. Η παράσταση αυτή είναι από όραμα του προφήτη Δανιήλ, να συμβολίζει τη ματαιότητα με τις ανθρώπινες βασιλείες μπροστά στην αιώνια βασιλεία από το Θεό. Ο προφήτης Δανιήλ εικονίζεται αριστερά από την παράσταση με το όραμά του, να βαστά ειλητάρι με το επίγραμμα: «Βλέπων κλίμακα προς πόλον τεταμένην, ορθώς νόειμοι αρετών αναβάσεις...». Όλη η σύνθεση περιέχει την έννοια για τη Μέλλουσα Κρίση.
Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453, το Πατριαρχείο έμεινε ως μόνη θρησκευτική και πολιτική εξουσία για τους Έλληνες. Έτσι, όλος ο υπόδουλος Ελληνισμός αφοσιώθηκε στην Ορθοδοξία και στο Πατριαρχείο. Η αφοσίωση αυτή έφτασε πολλές φορές στα όρια να είναι θρησκοληψία, θρησκομανία παραπανίσια. Στη διάρκεια με την τουρκοκρατία ήτανε πλατιά απλωμένη η πίστη ότι η πτώση στο Βυζάντιο οφειλότανε στις αμαρτίες που κάναν οι Έλληνες. Γι’ αυτό η ιδιωτική ζωή στους υπόδουλους έλληνες έπρεπε να είναι σύμφωνη με τις επιταγές από την Ορθοδοξία. Αυτό το σκοπό είχανε και οι εικονίσεις με τη Δεύτερη Παρουσία, γι’ αυτό και η διάδοσή τους σ’ όλη την τουρκοκρατία ήτανε πολύ μεγάλη. Η τοιχογραφία στη Μονή Περιβολής ιστορήθηκε μετά το 1550.
Στο μονόχωρο ξυλόστεγο με νάρθηκα ναό Μεταμόρφωση του Σωτήρα στα Παπιανά Καλλονής δεν σώζεται ολόκληρη η σύνθεση για τη Δεύτερη Παρουσία. Μέσα σε σύννεφα σώζονται τέσσερις χοροί με άγιες μορφές, «ΧΟΡΟC OCHON, ΧΟΡΟΝ (σικ) ΓΗΝΕΚΟΝ ΜΑΡΤΗΡΟΝ, ΧΟΡΟC ΙΕΡΑΡΧΩΝ» και σε άλλο χορό νέοι άγιοι με στέφανο δόξας και χλαμύδα. Από κάτω κομμάτια από τον Παράδεισο με την Παναγία και τον Αβραάμ. Ένα κομμάτι από τον πύρινο ποταμό με μερικούς αμαρτωλούς. Και δυο άγγελοι με τις σάλπιγγες. Αυτός που σαλπίζει στη Γη σώζονται τα χέρια και η σάλπιγγα. Η Γη φαίνεται καβάλα σε τερατόμορφο ζώο που μασάει άνθρωπο. Παρακάτω άλλα μικρά ζώα μασάνε διάφορα. Ανάμεσά τους και μια αλεπού που μασάει κότα. Μέσα από τάφο σηκώνονται σαβανωμένοι δυο. Πιο δεξιά άγγελος να σαλπίζει στη θάλασσα με την επιγραφή: «(ΑΓ)ΓΕΛΟC CΑΛΠΕΙΖΟΝ ΕΙC ΤΗΝ ΘΑΛΑCAN». Η γυναίκα, η προσωποποιημένη θάλασσα κάθεται σε μεγάλο ψάρι. Μικρά ψάρια γύρω μασάνε ανθρώπινα κομμάτια. Η τοιχογραφία στα Παπιανά έγινε στα 1600 από τον ζωγράφο ιερομόναχο Νικόλαο. Κτίτορας είναι ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Παΐσιος (1590 - 1603).
Στο μονόχωρο ξυλόστεγο ιερό ναό Αγίου Γεωργίου Ανεμότιας η Δεύτερη Παρουσία ιστορήθηκε στο δυτικό τοίχο κι έχουνε γίνει πολλές καταστροφές. Η εικονογράφηση έγινε με τον παραδοσιακό βυζαντινό ρυθμό με τον θρονιασμένο Χριστό, τους αποστόλους, την ετοιμασία του θρόνου, τον Παράδεισο, τους δίκαιους αριστερά και τους αμαρτωλούς δεξιά. Τοιχογραφήθηκε το 1702 από άγνωστο αγιογράφο.
Η Δεύτερη Παρουσία είναι εμπνευσμένη από τη διδασκαλία του Χριστού, όπως την παρουσιάζει ο Ματθαίος στο ευαγγέλιό του, την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη, η απόκρυφη «Αποκάλυψη» του Παύλου, κι άλλα κείμενα, όπως οι «Λόγοι» Εφραίμ του Σύρου, προφητείες Ησαΐα, Ιωήλ, Δανιήλ, Μαλαχία.
Ανάμεσα στους ύμνους που έγραψε ο βυζαντινός υμνογράφος Ρωμανός ο Μελωδός (τέλος 5ου - αρχές 6ου αιώνα), ο Πίνδαρος της εκκλησιαστικής μουσικής και ποίησης, είναι κι αυτός που αναφέρεται στη Δεύτερη Παρουσία. Το Προοίμιο (σε απόδοσή μου).
«Όταν έλθεις, Θεέ,
πάνω στη γη με δόξα,
και τρέμουνε τα σύμπαντα,
ποταμός φωτιά
μπροστά στο θρόνο Σου περνά
και βιβλία ανοίγονται,
και τα κρυφά φανερώνονται
τότε γλύτωσέ με
από την άσβεστη φωτιά
κι αξίωσέ με
δεξιά Σου να σταθώ,
Κριτή δικαιότατε.»
Στη Λέσβο, φορητές εικόνες με τη Δεύτερη Παρουσία, υπάρχουνε στον ιερό ναό Κοίμηση της Θεοτόκου, στην Ερεσό (εικονίζεται η «Κρίση», με τρόπο πολύ παραστατικό και πολυσύνθετο) και στον ιερό ναό Μεταμόρφωση του Σωτήρα στο Μεγαλοχώρι, μεγάλη με τη Μέλλουσα Κρίση (σε τέσσερα ξύλα, ύψος 2,30, πλάτος 1,85 μ.).