Ο Αλεξέι Μιρόντσινκοφ γεννήθηκε στη Ρωσία κι από μικρός αγαπούσε δύο πράγματα. Τη μουσική και το θέατρο. Σπούδασε Ιατρική, αλλά τις μεγάλες του αγάπες δεν τις αποχωρίστηκε ποτέ μέχρι σήμερα.
Ο Αλεξέι Μιρόντσινκοφ γεννήθηκε στη Ρωσία κι από μικρός αγαπούσε δύο πράγματα. Τη μουσική και το θέατρο. Σπούδασε Ιατρική, αλλά τις μεγάλες του αγάπες δεν τις αποχωρίστηκε ποτέ μέχρι σήμερα. Στη Μυτιλήνη μένει μόνιμα από το 1993 περίπου, όπου και δραστηριοποιείται στο χώρο του θεάτρου και της μουσικής. Ως μέλος των «Αστέγων» μάς μίλησε για το θέατρο και ως μουσικοσυνθέτης για τη μουσική του. Με λίγα λόγια, ο κ. Μιρόντσινκοφ γράφει μουσική, γράφει θεατρικά κείμενα, παίζει θέατρο και γενικώς φροντίζει να μην… βαριέται ποτέ, όπως ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά. Ανήσυχο πνεύμα στα νιάτα του, μοιάζει να μην έχει χάσει ούτε λεπτό την ανησυχία του αυτή, όπως και τη φαντασία του.
Κύριε Μιρόντσινκοφ, ασχολείστε με τη μουσική και το θέατρο. Τι από τα δύο ήρθε πρώτο στη ζωή σας;
«Από μικρός ασχολούμαι με τη μουσική. Πήγα στο ωδείο όταν ήμουν έξι χρονών. Δεν κατάφερα ποτέ βέβαια να το τελειώσω κι αυτό γιατί ήμουν κάπως ζωηρός. Ζωηρός όχι με την έννοια ότι έκανα ζημιές. Απλά βαριόμουν εύκολα, γιατί έπρεπε συνεχώς να παίζουμε τα ίδια κομμάτια και σαν… ανήσυχη φύση, “αναγκαζόμουν” κάποιες φορές να παίξω αυτό που εγώ ήθελα και μάλιστα αυτοσχεδιάζοντας, όποτε αυτό ήταν απαραίτητο. Ωστόσο, δεν το έβαλα κάτω. Κάθε φορά που με έδιωχναν, εγώ επέστρεφα, χωρίς ποτέ όμως να έχω το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η σχέση μου με τη μουσική βέβαια δε σταματά εκεί. Αργότερα, όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο, ξεκίνησα με κάποιους φίλους να φτιάχνουμε γκρουπάκια. Δεν είχαμε καν μουσικά όργανα, αλλά δε μας πτοούσε τίποτα. Τα φτιάχναμε μόνοι μας, τις κιθάρες, τα ντραμς. Το θράσος του νέου, ξέρεις, βοηθάει σε πολλά πράγματα. Κόντρα πλακέ χρειαζόμασταν και έξι χορδές για να έχουμε μια υποτυπώδη κιθάρα. Μέχρι και τα ντραμς φτιάχναμε μόνοι μας. Ακόμα και ενισχυτές εμείς φτιάχναμε. Όμορφες εποχές…»
Η σύνθεση μουσικής πότε προέκυψε;
«Από τότε έγραφα και μουσική. Είχαμε μία αίθουσα εκδηλώσεων στην οποία κάναμε πάρτυ. Τις πρώτες ώρες, όταν οι καθηγητές ήταν ακόμα στα καλά τους, παίζαμε αυτά που ήθελαν να ακούσουν. Όταν άρχιζαν να χαλαρώνουν τα πράγματα, τότε μπορούσαμε να παίξουμε ό,τι θέλαμε κι εκεί έρχονταν και τα δικά μου κομμάτια, τα οποία ήταν περισσότερο ροκ. Μέσα σ’ όλο αυτό το νταβαντούρι ήρθε και το πρώτο θεατρικό. Ήταν μια μικρή ροκ όπερα και συγκεκριμένα για μένα. Πήγε πολύ καλά και το παίξαμε και σε άλλα σχολεία.»
Έτσι έγινε λοιπόν κι η πρώτη επαφή με το θέατρο...
«Ναι. Εν τω μεταξύ στη Ρωσία ήταν η εποχή της αστικής μπαλάντας κι έχω γράψει πολλά τέτοια κομμάτια. Ύστερα μπήκα στο πανεπιστήμιο και με βρήκε ο σκηνοθέτης του θεάτρου του πανεπιστημίου που με ήθελε για το ρόλο του Δον Κιχώτη. Στο θέατρο αυτό οι σκηνοθέτες μας δεν ήταν ερασιτέχνες, ενώ μερικά πράγματα σχετικά με το θέατρο μας δίδασκαν μεγάλοι δάσκαλοι, ακόμα κι από το “Μπολσόι”. Ήταν πολύ σκληρή η δουλειά που έπρεπε να γίνει για την προετοιμασία μιας παράστασης. Μπορώ να πω, κατά κάποιον τρόπο πως έχω τελειώσει ένα θεατρικό εργαστήρι. Ακόμα κι αν δεν “έτρεχε” κάποια παράσταση, συναντιόμασταν με τους δασκάλους για κίνηση, λόγο και άλλα βασικά στοιχεία του θεάτρου. Ήταν κάτι που ήμασταν υποχρεωμένοι να παρακολουθούμε. Μετά το πανεπιστήμιο ήταν σα να άρχιζε ένα άλλο πανεπιστήμιο.»
Στη Μυτιλήνη μένετε 16 περίπου χρόνια. Σας δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθείτε κι εδώ, και με τις δύο μεγάλες σας αγάπες;
«Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να πω ότι δεν ξέρω αν πρόκειται απλά για αγάπες. Όταν ένας άνθρωπος έχει κάποιο ταλέντο, όποιο κι αν είναι αυτό, νιώθει την ανάγκη να το εξωτερικεύσει. Είναι ευχή και κατάρα μαζί. Δε σε αφήνει να το αφήσεις. Για παράδειγμα, αν ένας άνθρωπος έχει ταλέντο στο σερβίρισμα και γίνει γιατρός, στο ιατρείο του θα “σερβίρει”. Κι αν πάλι ένας άνθρωπος έχει γεννηθεί για να γίνει γιατρός, αλλά τελικά εργαστεί ως σερβιτόρος, θα σερβίρει σα “γιατρός”. Τι θέλω να πω… Το ταλέντο είναι κάτι που δεν κρύβεται, δεν μπορείς να το αφήσεις, να το κλωτσήσεις. Πάντα κάτι μέσα σου σε “τρώει” και πρέπει να βγει προς τα έξω.»
Ενδιαφέρουσα άποψη. Άρα τα ταλέντα σας δεν τα εγκαταλείψατε όταν ήρθατε να μείνετε Μυτιλήνη, ή καλύτερα δε σας άφησαν αυτά να τα εγκαταλείψετε.
«Πάντα είχα ένα όνειρο. Να μπορέσω, στη μουσική τουλάχιστον, να έχω τη δυνατότητα να εκφραστώ όπως θέλω, χωρίς να επηρεάζομαι από άλλους. Τα γκρουπάκια είναι καλά κι ευχάριστα, αλλά εξαρτάσαι από πολλά πράγματα. Είναι μια ευχάριστη διαδικασία, αλλά πολύ χρονοβόρα και δεν έχει πολλές προοπτικές. Εδώ στη Μυτιλήνη απέκτησα επιτέλους το στούντιό μου. Έχω το χώρο μου πλέον, στον οποίο μπορώ και γράφω τη μουσική μου.»
Άρα εδώ ασχοληθήκατε πρώτη φορά με τη μουσική έτσι όπως θα θέλατε. Μουσική γράφετε για συγκεκριμένες περιστάσεις ή όταν έχετε απλά κάτι να «πείτε»;
«Έχω γράψει μουσική για τους “Αστέγους” και συγκεκριμένα για τη “Σκουπιδούπολη”. Έχω γράψει κι ένα CD σε συνεργασία με μια τοπική ποιήτρια, την Αμαλία Χαλκιά. Πέρα από αυτό, μέχρι στιγμής δεν ασχολούμαι επαγγελματικά με αυτό, εκτός κι αν μου ζητηθεί.»
Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να γράψει κανείς μουσική; Τι σας εμπνέει;
«Το καλύτερό μου είναι όταν οδηγώ τη μηχανή μου. Είναι τότε που διαλογίζομαι. Ο νους μου χωρίζεται σε δύο μέρη, το ένα προσέχει το δρόμο και το άλλο δουλεύει πράγματα. Τότε έχω μια αίσθηση κι αυτή είναι που προσπαθώ να κάνω μουσική. Αυτό που ένιωσα προσπαθώ να το εκφράσω μουσικά κάνοντας πολλές δοκιμές. Όταν βρω το μουσικό όργανο που ταιριάζει σε αυτό που έχω φανταστεί και βγει η βάση της μουσικής, τότε μπαίνει σε μια σειρά.»
Ας επιστρέψουμε στο θέατρο. Πείτε μας για τη δράση σας στους «Αστέγους».
«Το αστείο είναι ότι στους “Αστέγους” δεν μπορώ να παίξω πολλούς ρόλους λόγω προφοράς. Έχω παίξει δύο ρόλους όλα αυτά τα χρόνια, ένα στοιχειό κι ένα μάγο. Πού και πού γράφω θεατρικά κείμενα. Είναι κι αυτό κάτι που μου αρέσει. Αυτήν τη στιγμή έχω στα σκαριά, ή μάλλον στα συρτάρια, τον “Παπουτσωμένο γάτο”. Το έχω γράψει, αλλά μου ζητήθηκε να το κάνω μιούζικαλ. Αυτό είναι κάτι βέβαια που απαιτεί πολύ χρόνο. Αν πω ότι ξεκινάω θα χαθώ από προσώπου γης.»
Όσον αφορά στη μουσική σας, έχετε σκεφτεί ποτέ να κυκλοφορήσετε κάποιο CD;
«Πολύ θα το ήθελα, δυστυχώς όμως δε γίνεται. Δεν το επιτρέπει η Εφορία κι αυτό γιατί δεν είμαι δηλωμένος ως μουσικοσυνθέτης-παραγωγός. Ο άλλος τρόπος για να το κάνω αυτό είναι να έχω ένα μάνατζερ για να προωθήσει τη δουλειά μου σε κάποια δισκογραφική εταιρεία. Αλλά κι αυτό είναι δύσκολο. Υπάρχει μία μόδα που έχει επικρατήσει και δύσκολα δέχεται ο κόσμος κάτι διαφορετικό. Από την άλλη, το μεγάλο παράπονο των καλλιτεχνών είναι ότι υπάρχει μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων που δεν αφήνουν κανέναν να περάσει στο χώρο. Οι δισκογραφικές εταιρείες στην Ελλάδα είναι άτολμες.»
Ποια τελικά είναι η μοίρα του καλλιτέχνη;
«Όταν ολοκληρώνεις μία δουλειά, είτε πρόκειται για μία παράσταση είτε για ένα μουσικό κομμάτι, η “είσπραξη” είναι πολύ μικρή. Οι δάφνες σου κρατούν το πολύ δυο μέρες. Ενώ εσύ καμαρώνεις ακόμα για το αποτέλεσμα, δε σε καμαρώνει και κανείς άλλος (γέλια). Αυτό προκαλεί μια αίσθηση εγκατάλειψης. Είναι το παράπονο του καλλιτέχνη, ταυτόχρονα όμως και ένα κίνητρο για να συνεχίσει να δημιουργεί. Με τον τρόπο αυτό γεμίζει το κενό που δημιουργείται. Αν κάθε μέρα σε θαυμάζουν για κάτι που έκανες, τότε επαναπαύεσαι, στην άλλη περίπτωση όμως θες συνεχώς να δημιουργείς καινούργια πράγματα για να έχεις την αποδοχή του κόσμου.»