Το «Rocky» είναι η καφετέρια των εφηβικών μου χρόνων. Στη δεκαετία του ‘80 είχε τη λάμψη που είχε και η ομώνυμη ταινία. Και τα νεανικά όνειρα. Λίγο ο έρωτας, λίγο οι υποσχέσεις του, εκείνοι οι δίσκοι βινυλίου που διαβεβαίωναν πως υπάρχει ζωή και εκτός του χωριού, τα πρώτα ποτήρια βαρύ οινόπνευμα.
Το «Rocky» είναι η καφετέρια των εφηβικών μου χρόνων. Στη δεκαετία του ‘80 είχε τη λάμψη που είχε και η ομώνυμη ταινία. Και τα νεανικά όνειρα. Λίγο ο έρωτας, λίγο οι υποσχέσεις του, εκείνοι οι δίσκοι βινυλίου που διαβεβαίωναν πως υπάρχει ζωή και εκτός του χωριού, τα πρώτα ποτήρια βαρύ οινόπνευμα, τα καλοκαίρια με ένα μακό μπλουζάκι μόνο και οι χειμώνες με τα βιβλία των Μαθηματικών. Είναι δύσκολο να ζεις σε χωριό. Είναι πιο δύσκολο να πεις «θα φύγω απ’ το χωριό» και να εννοείς «θα βρω το δρόμο για να φύγω, όχι να δραπετεύσω». Τις προάλλες, μετά από 30 χρόνια, πήγα στο «Rocky». Άλλος εγώ, άλλοι και οι άλλοι. Η τηλεόραση - όχι η ίδια, μεγάλη, plasma πια - έπαιζε ακόμη ποδόσφαιρο, τα ποτήρια γέμιζαν και άδειαζαν κάνοντας έναν ακόμη κύκλο από τους πολλούς που υπάρχουν στα χωριά και οι άνθρωποι κομμάτι αυτών των κύκλων, συνέχιζαν να αγνοούν αν τους δημιουργούν ή απλώς κλείνονται μέσα τους. Είναι δύσκολο να ζεις σε χωριό. 30 χρόνια μετά, στο «Rocky» -στο κάθε Rocky φαντάζομαι -, μπορείς να βρεις όλες τις κατηγορίες ανθρώπων. Και την ιστορία τους. Αυτόν που πάλεψε και τα κατάφερε, αυτόν που δεν πάλεψε αλλά τα κατάφερε, αυτόν που έφαγε την πατρική περιουσία, εκείνον που έμαθε να ζει με τις επιδοτήσεις και τη δουλειά των Αλβανών που βρίζει, τον κτηνοτρόφο που του είναι αδιάφορο το τάδε άρωμα και τον άλλο που νομίζει πως αυτό του λείπει. Μπορείς να βρεις την αυθεντικότητα της ελληνικής επαρχίας και την μπασταρδεμένη εκτρωματική της εκδοχή που καβαλάει τζιπ και καπνίζει πούρα. Έτσι είναι το «Rocky». Έτσι είναι η Ελλάδα. Για πρώτη φορά, όμως, στο «Rocky» υπήρχε μια ανησυχία. Όλοι ήταν αντιμέτωποι με ένα συγκεκριμένο και όχι αόριστο φόβο. Πως το τέλος, ένα κάποιο τέλος, έρχεται. Τέλος σε αυτό που είχαμε μάθει να έχουμε ως ζωή. Τα ποτά στο «Rocky» έχουν λιγοστέψει. Και οι μεγάλες κουβέντες ακόμη περισσότερο. Τίποτα δεν είναι όπως παλιά κι ας παίζει ακόμη η τηλεόραση ποδόσφαιρο. Το χειρότερο είναι πως κανένας δεν μπορεί να προσδιορίσει τη θέση του στο αλλαγμένο τοπίο. Απλώς φοβάται. Το «Rocky» είναι η Ελλάδα, σκεφτόμουν ενώ επέστρεφα στην Αθήνα. Όλοι είναι φοβισμένοι μπροστά στη νέα κατάσταση και ελάχιστοι ελπίζουν. Φοβάμαι όπως όλοι. Την κατάσταση στην οποία φτάσαμε. Και δεν εννοώ την οικονομική κατάσταση. Εννοώ πως είμαστε τόσο «φτωχοί» όλα αυτά τα χρόνια, που βάλαμε να διαχειριστούν τις τύχες μας δύο πολιτικοί, δύο πρωθυπουργοί, που ενώ η Ελλάδα βουλιάζει, ενώ οι θαμώνες του «Rocky» ακόμη ανησυχούν, οι ίδιοι δεν έχουν ανοίξει το στόμα τους να πουν μια κουβέντα. Θαμμένοι κάτω από το φορτίο της προσωπικής τους απογοήτευσης, της ευθύνης ή της ανικανότητας; Δε με ενδιαφέρει. Σημασία έχει πως δε θα βρείτε πουθενά μια δήλωση του Κώστα Σημίτη ή του Κώστα Καραμανλή. Την ώρα που η χώρα καίγεται, δε θα βρείτε μια κουβέντα ή μια πράξη ευθύνης των δύο πολιτικών που υπήρξαν ηγέτες της. Ο Κώστας Σημίτης, αφού διαβεβαίωσε πως ζούμε μέρες εκσυγχρονισμού και μεγάλων έργων, εξαφανίστηκε μόλις ήρθε ο λογαριασμός και εξαργύρωσε αρνητικά την πολλαπλή πολιτική του ήττα. Να κρατήσει δηλαδή την εξουσία ή να εξαφανίσει έστω το Γιώργο Παπανδρέου. Η οραματική του πολιτική ρήμαξε ταυτόχρονα με τα ολυμπιακά έργα που συμβόλιζαν μια άλλη Ελλάδα. Αφήνοντας οσμή και αναμνήσεις από έντεχνη διαπλοκή και διακομματικά σκάνδαλα. Ο Κώστας Καραμανλής, αφού θεώρησε πως η ανάδειξή του στην εξουσία μέσα από τη συγκυριακή πολιτική τού «δεν κάνω τίποτα» είναι η χρυσή συνταγή επιτυχίας, κατάφερε να ταυτιστεί όχι με τη συνταγή, αλλά με το «τίποτα». Κυβέρνησε με μια παρέα κουλτούρας μαγαζιών εθνικής οδού, κουμπάρους και θρησκόληπτους. Ανέθεσε την πραγματική εξουσία σε έναν αγράμματο απόφοιτο γυμνασίου που τον έριξε τελικά στο λάκκο που άνοιξε η συνεχής υπόγεια δραστηριότητά του και οι συνωμοσίες του. Μέθυσε με την τεχνητή δημοσκοπική του εικόνα, ξεχνώντας πως δεν ήταν η αληθινή. Έζησε σε εικονική πραγματικότητα σα να έπαιζε playstation και θέλησε να δημιουργήσει μια τέτοια πραγματικότητα για τη χώρα. Με ψεύτικα οικονομικά στοιχεία. Στη συνέχεια εγκατέλειψε το ίδιο του το κόμμα την ώρα της καταστροφής, για να επιστρέψει στο προφίλ του πλακατζή και γλεντζέ. Αυτοί οι δύο άνθρωποι υπήρξαν ηγέτες της χώρας και οπαδοί της σιωπής την ώρα που η χώρα βουλιάζει. Την ώρα που ο θαμώνας τού «Rocky» αισθάνεται την ανάγκη να πει την άποψή του και να εκστομίσει αυτοκριτικά «πρέπει να δούμε τα πράγματα αλλιώς». Και οι δύο υπήρξαν πρωθυπουργοί και μεις τους χειροκροτήσαμε ή έστω τους σεβαστήκαμε ως ηγέτες. Για αυτό σας λέω. Η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού όπως συνηθίζουν να λένε. Είναι η τέχνη του οίκτου. Να κάνεις, δηλαδή, τους άλλους να σε λυπούνται ενώ φταις.
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα http://www.koutipandoras.gr/.
* Ο Κώστας Βαξεβάνης είναι δημοσιογράφος.