Γιάννης Ευσταθιάδης
Δωμάτιο παντού
Διηγήματα
Εκδόσεις Μελάνι, σελ. 140
«Στο βορειότερο σημείο της Σκανδιναβίας, κατά τη διάρκεια του “μαύρου ήλιου”, οι κάτοικοι στρώνουν το τραπέζι, αλλά, στην πραγματικότητα, κάθονται μπροστά σε άδεια πιάτα και με ιεροτελεστικές κινήσεις καμώνονται ότι τρώνε - μια και κανείς δε βλέπει τι κάνει ο άλλος.
Πίνουν μόνο με μικρές γουλιές βαρύ akvavit, απ’ όπου αναβλύζει η μυρωδιά του κύμινου, του φινόκιο και του γλυκάνισου, κι αυτό το άρωμα μπερδεύει τους συνδαιτυμόνες - μια και κανείς δεν ξέρει τι τρώει ο άλλος.
Όταν έρθουν οι μήνες με το “λευκό ήλιο”, τρώνε συνέχεια κανονικό φαγητό, αναπληρώνοντας τις ελλείψεις και κοιτάζουν ο ένας τον άλλον, χωρίς να αγγίζουν το αλκοόλ, που το κρατάνε για το πηχτό σκοτάδι που τους μέλλεται.»
Το παραπάνω κείμενο είναι απ’ το διήγημα «Παράξενες ιστορίες» και βρίσκεται στη συλλογή διηγημάτων «Δωμάτιο παντού», του ποιητή, πεζογράφου και δοκιμιογράφου Γιάννη Ευσταθιάδη. Στα 17 σύντομα, ως επί το πλείστον, διηγήματα αυτού του βιβλίου, περισσότερο και από τους ήρωες πρωταγωνιστεί η ροή του χρόνου και η τελεσίδικη μελαγχολία της. Το «Δωμάτιο Παντού» αφηγείται - σα σπουδή πάνω στο συντελεσμένο - τις περιπέτειες της μνήμης και τα ημίφωτα ή διαυγή απομεινάρια της.