Ο Μάκης Αξιώτης γεννήθηκε το 1950 στο Παπάδο της Λέσβου, όπου και τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο. Από πολύ μικρός ασχολήθηκε με την πανίδα της Λέσβου, όπου έκανε συλλογή εντόμων, ενώ μελετούσε τα πουλιά του νησιού.
Ο Μάκης Αξιώτης γεννήθηκε το 1950 στο Παπάδο της Λέσβου, όπου και τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο. Από πολύ μικρός ασχολήθηκε με την πανίδα της Λέσβου, όπου έκανε συλλογή εντόμων, ενώ μελετούσε τα πουλιά του νησιού. Τα πρώτα του δημοσιεύματα έγιναν στο περιοδικό «Κυνηγητικά Νέα» (για τα πουλιά της Λέσβου) το 1965 - 1967. Τελείωσε την Ιατρική Θεσσαλονίκης. Τότε εργάστηκε στα εργαστήρια Βοτανικής και Ζωολογίας. Εκεί προσδιόρισε τα φυτά και πτηνά της Λέσβου. Έχει πραγματοποιήσει δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, ενώ έχει συμμετάσχει και σε πολλές ομαδικές. Συγχρόνως, γράφει βιβλία για τη Λέσβο, την ιστορία της και όχι μόνο, και ποιήματα. Χρόνια τώρα συνεργάζεται με τις τοπικές εφημερίδες, ενώ πρόσφατα έγινε διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου με θέμα οι «Υδρόμυλοι της Λέσβου».
Επιπλέον ασχολείται με το σκίτσο, με αποδέκτη τη σατιρική του φυλλάδα «Μασέλα ή Ναυς». Κατά την πορεία των αναζητήσεων, με εκφραστικό μέσο τον κυβισμό, από το 1994, έφτιαξε μια «σειρά δουλειάς», τα Caffe, τα οποία και θα εκτεθούν στο Αρχοντικό Γεωργιάδη από 1η έως 15 Ιουλίου. Η τρίτη έκθεση ζωγραφικής στο φουαγέ του Δημοτικού Θεάτρου, θα διαρκέσει από 22 έως 28 Ιουνίου και οι ώρες επίσκεψης σε αυτήν είναι 10 με 12 το πρωί και 6 με 9 το βράδυ. Τα εγκαίνια της έκθεσης θα γίνουν τη Δευτέρα 22 Ιουνίου, στις 7 το βράδυ. Με αφορμή αυτήν την έκθεση συζητάμε με το Μάκη Αξιώτη.
Κύριε Αξιώτη, θα θέλατε ξεκινώντας να μου πείτε για την έκθεση ζωγραφικής που θα εγκαινιαστεί σε λίγες μέρες στο Δημοτικό Θέατρο;
«Σε τούτη την έκθεση θα έχω ακουαρέλα, καθαρή υδατογραφία. Πρόκειται για έργα 15 περίπου χρόνων. Πιστεύω πως κάποιος που θέλει να δώσει κάτι στην τέχνη, πρέπει να αφήσει χρόνο και να αλλάξει τρόπο έκφρασης, να πειραματιστεί. Πρέπει να μπορεί να δίνει δηλαδή σε μεγάλα διαστήματα αυτό που θέλει να δώσει. Βέβαια, το πλεονέκτημα αυτό το έχουν οι μη επαγγελματίες, που δε ζουν από αυτό. Εγώ έχω αυτήν τη δυνατότητα. Έτσι λοιπόν, μετά τις δύο πρώτες εκθέσεις που είχα κάνει στο παρελθόν, αποφάσισα να εκθέσω τώρα. Τα 24 έργα που θα παρουσιάσω στο Δημοτικό Θέατρο είναι η επιλογή μου από τα έργα 15 ολόκληρων χρόνων.»
Στην έκθεση αυτή θα δούμε έργα με θέμα το τοπίο. Πείτε μου γι’ αυτό.
«Όλα τα έργα που θα παρουσιάσω είναι τοπία. Θα δείτε μεταξύ άλλων το Γαβαθά, δυο - τρεις στροφές της Λαγκάδας, τη Μυτιλήνη πάνω από το Καγιάνι, τον κόλπο της Γέρας και το Φανάρι, που είναι χαρακτηριστικό αναπόσπαστο της Μυτιλήνης. Δεν έχω εκθέσει ποτέ ξανά ακουαρέλα, αν και στο παρελθόν έχω δώσει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις. Όσον αφορά την τεχνοτροπία, έχω πάρει την τεχνοτροπία του εμπρεσιονισμού του πατέρα μου. Εμένα μου αρέσει το βρεγμένο χαρτί στην ακουαρέλα και μάλιστα έχω και μια θεωρία πάνω σ’ αυτό, το πώς δηλαδή πάνω στην ακουαρέλα διατηρείται η διαχρονικότητα του έργου - το έργο δηλαδή δεν μπαίνει μέσα στο κλισέ του, αλλά εκτείνεται στο χώρο μέσα - και πώς στην ακουαρέλα διατηρείς την πλαστικότητα του έργου, που είναι δύσκολο πράγμα. Προκειμένου να πετύχω λοιπόν αυτά τα δύο, τη διαχρονικότητα και την πλαστικότητα του έργου, στα έργα που θα δείτε εδώ χρησιμοποιώ βρεγμένη ακουαρέλα, όπου εισχωρεί το νερό με το χρώμα μέσα στις ίνες του χαρτιού, βρίσκει το ένα το άλλο, δημιουργούνται αποχρώσεις και μάλιστα το έργο μπορεί να δουλεύει μόνο του, όχι δηλαδή με το χέρι του ζωγράφου, αλλά με τον τρόπο που ο ίδιος θα καθορίσει.»
Να θυμίσουμε στους αναγνώστες μας πότε θα εγκαινιαστεί η έκθεση;
«Τα εγκαίνια της έκθεσης θα γίνουν τη Δευτέρα 22 Ιουνίου, στις 7 το απόγευμα και θα διαρκέσει μέχρι τις 28 του μηνός. Κάθε μέρα θα είναι διαθέσιμη στο κοινό από τις 10 έως τις 12 το πρωί κι από τις 6 το απόγευμα έως τις 9 το βράδυ, που θα βρίσκομαι κι εγώ εκεί.»
Και στο Αρχοντικό Γεωργιάδη
Θα δούμε φέτος το καλοκαίρι άλλη μία έκθεση ζωγραφικής από εσάς, στο Αρχοντικό Γεωργιάδη αυτήν τη φορά. Πείτε γι’ αυτήν.
«Πέρυσι, όταν πήγα στο Αρχοντικό Γεωργιάδη, ενθουσιάστηκα πολύ με τον τρόπο που λειτούργησε η νομαρχία εκεί. Μ’ άρεσε που σε αυτόν το χώρο, που ήταν μισοφτιαγμένος θα έλεγε κανείς, με τις σκοτεινές αίθουσες του Αρχοντικού και τα σανίδια του να τρίζουν λίγο, έβλεπες από τη μία το θερινό κινηματογράφο κι από την άλλη μουσικούς να παίζουν. Μου άρεσε πολύ όλο αυτό, που πραγματικά πιστεύω πως είναι μία σφήνα στον πολιτισμό της πόλης. Γι’ αυτό και ζήτησα να εκθέσω έργα μου εκεί. Στο Αρχοντικό Γεωργιάδη θα δούμε μοντέρνα έργα, τα οποία τα έχω χρόνια και κάθονται. Τα έχω δημοσιεύσει σε κάποια περιοδικά, αλλά δεν έχουν βγει προς τα έξω. Το μόνο που είναι γνωστό από αυτά είναι το “Μουσικό Καφενείο”, που η Ματίνα το έχει κάνει μενού στο “Μουσικό Καφενείο”.»
Αλήθεια, πώς προέκυψε η μοντέρνα ζωγραφική;
«Εγώ ήμουν φανατικός του εμπρεσιονισμού, της ζωγραφικής δηλαδή μου απεικονίζει τη φύση, αλλά μπλέκει τη μορφή μέσα στο περιβάλλον. Το 1994 πέθανε ο πατέρας μου. Πιο πριν όμως, πρόλαβα να του δείξω κάτι. Καθόμουν στο “Μουσικό Καφενείο” και παίρνω ένα χαρτάκι και φτιάχνω με κυβιστικό στυλ τον εσωτερικό χώρο του μαγαζιού. Όταν πήγα σπίτι το έκανα ακουαρέλα. Έτσι λοιπόν, έγινε η αρχή. Τότε ήταν που μου ήρθε η ιδέα να φτιάξω τα χαρακτηριστικά καφέ της πόλης με αυτόν τον τρόπο. Έκανα το “Ναυάγιο”, το παλιό “Marush”, το “Papagalino”, το “Ιγκουάνα”. Έφτιαξα ακόμα το παλιό “Κρυστάλ”, την καφενταρία της Αγιάσου, το “Αθανασιάδειο” του Πλωμαρίου, τα κλασσικά δηλαδή, και φτιάχνω ακόμα τέσσερις κλασσικές καφετέριες από την Αθήνα και café Greco της Ρώμης. Με τι τρόπο έφτιαξα αυτά τα έργα; Έπαιρνα τα χαρακτηριστικά αντικείμενα του εσωτερικού χώρου, τραπέζια, πατώματα, φλιτζάνια και άλλα, και τα έμπλεκα μαζί με εξωτερικά χαρακτηριστικά του μαγαζιού. Άρχισα λοιπόν με πολυεστιακή προοπτική, με πολλές χρωματικές επιφάνειες κι έφτιαξα μια σειρά από 12 καφενεία και καφετέριες.
Έπειτα σκέφτηκα αν το εργαλείο αυτό, το κυβιστικό, λειτουργεί σε αφηρημένες έννοιες. Στη συνέχεια, λοιπόν, έφτιαξα την πείνα και τον πόλεμο. Συνολικά αυτήν τη στιγμή έχω 16 τέτοια έργα, που θα εκθέσω στο Αρχοντικό Γεωργιάδη.
Για να καταλήξω, όταν κατάφερα και τα έδειξα στον πατέρα μου, του είπα ότι “απογαλακτίστηκα πια από σένα”, γιατί αυτή είναι η προσωπική μου δουλειά στη ζωγραφική.»
Οι προηγούμενες εκθέσεις σας πότε έγιναν;
«Η μία το 1985 και η άλλη το 1995, στο Δημοτικό Θέατρο και οι δύο. Και στις δύο παρουσίασα τοπία με λάδια. Τη δεύτερα φορά όμως άρχισα να ξεφεύγω λίγο. Έφτιαξα πέντε έργα τα οποία τα ονόμασα δίζωνα, είχα αρχίσει πια να προβληματίζομαι για την έκθεση. Τι έκανα λοιπόν; Έφτιαχνα το σχέδιο του τοπίου και τραβούσα μια αυθαίρετη γραμμή που χώριζε το έργο σε δύο μέρη. Το ένα το ζωγράφιζα κλασσικά, το άλλο κομμάτι που συνεχιζόταν το έφτιαχνα κυβιστικά, ή σε άλλη εποχή ή σε άλλες κλιματικές συνθήκες.»
Για να κλείσουμε το κεφάλαιο «ζωγραφική», πείτε μου τι είναι η τέχνη αυτή για εσάς;
«Κατ’ αρχάς είναι τρόπος έκφρασης. Απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου ζωγραφίζω, χωρίς να το σκεφτώ, ήταν κάτι αυθόρμητο. Είναι ένα ταλέντο το οποίο κληρονόμησα από τον πατέρα μου, όπως και όλη σχεδόν η οικογένεια, ο αδελφός μου, τα παιδιά μας… Αν όμως με ρωτήσεις τι ρόλο έπαιξε η ζωγραφική στη φιλοσοφία του κόσμου, θα σου πω το εξής: Η δική μου φιλοσοφία είναι ότι τα πάντα είναι ένα ερώτημα, η σημερινή μας βεβαιότητα είναι η αυριανή μας αμφιβολία, ο κόσμος είναι ένα τεράστιο ερώτημα, κάτι το οποίο ψάχνεις συνέχεια… Η ζωγραφική, λοιπόν, εμένα δε μου έδωσε απαντήσεις στα υπαρξιακά μου ερωτήματα. Είναι κάτι έμφυτο που το κουβαλώ μαζί μου και μ’ άρεσε την περιέργειά μου για τον κόσμο να τη βάζω στο χαρτί. Η ζωγραφική για μένα είναι κάτι που ομορφαίνει τον κόσμο. Εκείνο που έδωσε λύση στα ερωτήματά μου ήταν η ποίηση.»
Κι η ποίηση
Θα ήθελα να πούμε περισσότερα γι’ αυτό. Έχετε γράψει και ο ίδιος πολλά ποιήματα.
«Όταν ένα οποιοδήποτε πρόβλημα σε ταλαιπωρεί, αν καταφέρεις και το αποδώσεις στο χαρτί με ωραίο τρόπο, τότε αυτό σε αποδεσμεύει. Διαβάζοντας, αλλά και γράφοντας ποίηση, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για μια διαφορετική δράση, ενέργεια και λειτουργία στον κόσμο. Πώς ξεκίνησα να ασχολούμαι με την ποίηση; Στην αρχή είχε πολιτική διάσταση. Εγώ σπούδασα στη Χούντα, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Άργησα να οργανωθώ. Οργανώθηκα στο Ρήγα τότε και συμμετείχα στα γεγονότα του Πολυτεχνείου της Θεσσαλονίκης. Μετά, στη Μεταπολίτευση, πολιτικοποιήθηκα, μπήκα στο συμβούλιο της Σχολής, διαγράφηκα γιατί δεν άντεχα την έλλειψη δημοκρατίας, πέρασα στους αναρχικούς… Όλα αυτά τα πράγματα δημιούργησαν ένα βιωματικό υλικό το οποίο ήταν πολιτικό. Τα πρώτα μου ποιήματα λοιπόν ήταν πολιτικά. Τα έγραψα, κι όταν ήρθα στη Μυτιλήνη τα βρήκα στα χαρτιά μου και τα εξέδωσα. Αυτά τα ποιήματα ήταν μία υπόσχεση σε αυτά που έζησα, στην πολιτικοποίησή μου που μέχρι σήμερα τη θεωρώ αναντικατάστατη, γιατί με έμαθε να βλέπω τον κόσμο πολύ διαφορετικά. Μετά άρχισα να μελετώ τη ζωή γύρω μου. Σα γιατρός είδα πολλά πράγματα. Ένας γιατρός πιστεύω, ο οποίος κερδίζει από αυτά, μπορεί εύκολα να περάσει σε έναν τρόπο έκφρασης. Μπορεί να αρχίσει να βλέπει τον κόσμο διαφορετικά, να βλέπει δηλαδή την ταλαιπωρία των ανθρώπων, τις ανισότητες κι όλα αυτά τα πράγματα. Όλα αυτά λοιπόν επέδρασαν πάνω μου και συνέχισα να γράφω ποίηση. Η ποίηση όμως που ξεκουράζει είναι η ερωτική ποίηση. Από εκεί και πέρα άρχισα να μελετώ πολύ ποίηση και βλέπω έκπληκτος ότι διαβάζω ποίηση και ικανοποιούμαι. Δεν είναι εύκολο κάτι τέτοιο, όπως μ’ ένα μυθιστόρημα, που σου προκαλεί αγωνία.»
Το… αρχαίο
Πέραν όλων αυτών, ασχολείστε και με τη συγγραφή βιβλίων, που προκύπτει βέβαια μετά από έρευνα δική σας πάνω στο περιβάλλον της Λέσβου, είτε το φυσικό είτε το υλικό.
«Όσο σπούδαζα και μέχρι το 1983 δεν ήξερα τι σημαίνει αρχαίο. Το 1983 που ήρθα εδώ για διακοπές, επισκέφτηκα το Στέλιο τον Ευαγγελινό στο φαρμακείο του και είδα ένα αντικείμενο που είχε και μου προκάλεσε εντύπωση. Ήταν από τη Μάνα της Γέρας. Σκέψου ότι είχα πάει εκεί πολλές φορές με το σχολείο εκδρομή και δεν είχα παρατηρήσει ποτέ ότι καθόμουν πάνω σε αρχαία μάρμαρα. Εκείνη την ώρα, λοιπόν, πήγα στην περιοχή και είδα ό,τι δεν είχα παρατηρήσει τόσα χρόνια. Τράβηξα φωτογραφίες κι έγραψα ένα άρθρο για την περιοχή. Έτσι ξεκίνησα την ενασχόλησή μου αυτή. Μάζεψα υλικό και το 1987 βγήκε το πρώτο μου βιβλίο, “Τα χνάρια τα παλιά”, που αφορά τον κόλπο της Γέρας. Έπειτα γύρισα όλο το νησί και συνέχισα να γράφω αυτό που μελετούσα.»
Έπειτα προέκυψε η φωτογραφία να φανταστώ;
«Η φωτογραφία για μένα είναι εργαλείο. Για να μπορέσω να γράψω ένα βιβλίο πρέπει να φωτογραφίζω τα πάντα. Ξεκίνησα από μια μηχανούλα και σήμερα φυσικά έχω περάσει στην ψηφιακή. Άρα λοιπόν, μέσα από τις φωτογραφίες που έβγαζα, επειδή το μάτι έβλεπε και τα χρώματα, έχω δημιουργήσει μια πολύ μεγάλη σειρά που αφορά το τοπίο. Έχω δηλαδή και καλλιτεχνικές φωτογραφίες από ανάγκη. Από την άλλη, η ψηφιακή φωτογραφία μού έδωσε τη δυνατότητα να φωτογραφίζω τη φύση από κοντά και να βλέπω τα βότανα έτσι όπως εγώ θέλω για να τα μελετήσω. Έχουν προκύψει έτσι κάποιες εκπληκτικές φωτογραφίες, με έντομα πάνω σε φυτά.»
Διαπιστώνω με ευχαρίστηση για ακόμα μια φορά πως τίποτα απ’ όλα αυτά δε σχετίζονται με το επάγγελμά σας κι όμως τα κάνετε με περίσσια αγάπη.
«Καμμιά φορά αυτό που κάνεις χωρίς να είναι το επάγγελμά σου και χωρίς να σε πιέζουν οι τσαρουχάδες που λέω εγώ, το κάνεις με άλλη διάθεση. Τώρα, τι με οδήγησε να κάνω όλα αυτά; Η περιέργεια.»
Η μοντέρνα έκφραση
Αξιοσημείωτο είναι ότι βρίσκετε χρόνο να ασχοληθείτε και με την τεχνολογία. Έχετε δικό σας ιστολόγιο, δική σας σελίδα στο Facebook, ενώ έχουν φτιάξει σελίδες με το έργο σας στο Facebook και άλλοι άνθρωποι.
«Στο ιστολόγιό μου βάζω τα πάντα. Ποιήματα, έργα ζωγραφικής, κείμενα για τα βότανα και τις τοποθεσίες της Λέσβου και πολλά άλλα ακόμα. Στο Facebook μπήκα αναγκαστικά, όταν ο Αγιακάτσικας μου άνοιξε μία σελίδα με το έργο μου.
Αν θες και την άποψή μου πάνω σε αυτά, εγώ το internet το θεωρώ ένα μεγάλο σκουπιδότοπο, αλλά είναι ταυτόχρονα και το πιο σπουδαίο εργαλείο. Αν κάνεις σωστές επιλογές και καλή χρήση του, μπορείς να κερδίσεις πολλά πράγματα.»
Τι θα θέλατε να πείτε κλείνοντας τη συνέντευξη;
«Θεωρώ ότι υπάρχει ένα πολύ λεπτό όριο που χωρίζει το παραγωγικό άγχος από το άγχος. Για παράδειγμα, ενώ σκεφτόμουν την ετοιμασία της έκθεσης που θα κάνω, ήρθε ένας φίλος και μου είπε το εξής: “Υπάρχουν δυο ειδών άνθρωποι, οι κύκλοι με σταθερό κέντρο και με περιφέρεια τον ορίζοντα και οι κύκλοι που το κέντρο τους είναι παντού κι η περιφέρεια στο πουθενά.” Εγώ επέλεξα το δεύτερο, δεν υπάρχει λόγος να έχω άγχος για κάτι ευχάριστο, για κάτι που θα απολαύσω.»