Ο Δον Κιχώτης, ο ρομαντικός και ονειροπόλος ιππότης, μπλέκει σε αστείες καταστάσεις, μονομαχεί στο όνομα της αγαπημένης του αλλά και όλων των περιπλανώμενων ιπποτών, ζει ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα.
Μιγκέλ δε Θερβάντες
Εικονογράφος: Κρις Ρίντελ
Διασκευή: Μάρτιν Τζένκινς
Μετάφραση: Φανή Πανταζή
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Αθήνα 2009, σελ. 352 (για παιδιά από 8 ετών)
Ο Δον Κιχώτης, ο ρομαντικός και ονειροπόλος ιππότης, μπλέκει σε αστείες καταστάσεις, μονομαχεί στο όνομα της αγαπημένης του αλλά και όλων των περιπλανώμενων ιπποτών, ζει ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Πλάι του ο Σάντσο, ο πιστός φίλος και υπηρέτης του, ένας απλός αλλά και πονηρός χωρικός, προσπαθεί να προστατέψει τον αφέντη του από τις κακοτοπιές.
Μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου-σταθμού στην παγκόσμια λογοτεχνία, αναδεικνύεται η αξία της πραγματικής φιλίας και περνούν ανθρωπιστικά μηνύματα, όπως η κοινωνική δικαιοσύνη και ο αλτρουισμός. Απευθύνεται σε μικρούς αλλά και μεγάλους αναγνώστες.
Αντιγράφουμε απ’ το πρώτο κεφάλαιο ένα μικρό απόσπασμα: «Στη Μάντσα της κεντρικής Ισπανίας, σ’ ένα χωριό, το όνομα του οποίου δεν καλοθυμάμαι, ζούσε ένας άρχοντας που τον έλεγαν Κεσάδα ή Κιχάδα. Ήταν γύρω στα πενήντα, ψηλός και ξερακιανός, αλλά με δυνατή κράση. Είχε λίγα λεφτά και το φαγητό του ήταν λιτό. Τον φρόντιζε μια οικονόμος και είχε μια νεαρή ανιψιά, ούτε είκοσι χρόνων. Τον ελεύθερο χρόνο του - και είχε άφθονο - διάβαζε βιβλία για την ιπποσύνη της παλιάς εποχής, γεμάτα γενναίους ιππότες, οι οποίοι αλώνιζαν τη χώρα, πολεμώντας κακούς μάγους και σώζοντας δεσποσύνες που κινδύνευαν.
Στο τέλος, τα βιβλία αυτά του έγιναν έμμονη ιδέα και άρχισε να πουλάει τα χωράφια του για να μπορεί να αγοράζει όλο και πιο πολλά. Αλλά όσο περισσότερο διάβαζε τόσο περισσότερο πίστευε τις φανταστικές ιστορίες τους, μέχρι που τελικά αποτρελάθηκε και αποφάσισε να γίνει κι αυτός ένας περιπλανώμενος ή πλανημένος ιππότης.
Βρήκε μια παλιά πανοπλία που σκούριαζε σε μια γωνιά και την καθάρισε με μεγάλη φροντίδα. Αντί για κανονική περικεφαλαία, είχε ένα απλό σιδερένιο κασκέτο. Γι’ αυτό, έφτιαξε μια προσωπίδα από χαρτόνι και τη στερέωσε στο κασκέτο. Δοκίμασε το δημιούργημά του με ένα δυνατό χτύπημα του σπαθιού του και κατάφερε να το κάνει κομμάτια. Αφού την ξανάφτιαξε προσεκτικά προσθέτοντας μερικά μεταλλικά κομμάτια, σκέφτηκε ότι ίσως ήταν καλύτερα να μη δοκιμάσει την αντοχή της δεύτερη φορά.
Ύστερα αποφάσισε να βαφτίσει το άλογό του, που ήταν τόσο κοκκαλιάρικο όσο κι εκείνος. Αφού το συλλογίστηκε τέσσερις μέρες, διάλεξε το όνομα Ροσινάντε…»