Από τις λίγες φορές που το απόλυτο δίκαιο επικρατεί στις όποιες λεπτομέρειες, συνέβη όταν προκρίθηκαν να διεκδικήσουν στη Ρώμη τον τελικό του Champions League, της κορυφαίας ευρωπαϊκής διοργάνωσης, οι δυο καλύτερες ομάδες του κόσμου.
Από τις λίγες φορές - τουλάχιστον στο ποδόσφαιρο - που το απόλυτο δίκαιο επικρατεί στις όποιες λεπτομέρειες, συνέβη όταν προκρίθηκαν να διεκδικήσουν στη Ρώμη τον τελικό του Champions League, της κορυφαίας ευρωπαϊκής διοργάνωσης, οι δυο, κατά γενική ομολογία, καλύτερες ομάδες του κόσμου. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από τη μια, ίσως η πιο πλούσια ομάδα στον κόσμο, με έναν πολύ έμπειρο προπονητή που για 23 χρόνια την καθοδηγεί μόνο σε επιτυχίες, και που, παγκοσμίως, εκπροσωπεί επάξια το μύθο του ποδοσφαίρου. Και η Μπαρτσελόνα από την άλλη, ομάδα καμάρι του λαού της Καταλονίας, που με τη σειρά της εκπροσωπεί το ελεύθερο, φανταιζί και επιθετικό ποδόσφαιρο, που θέλει και καταλαβαίνει ο θεατής. Αλλά και για όλα τα θαυμαστά της φετινής εκπληκτικής της πορείας. Νικήτρια όμως θα έπρεπε να ήταν μόνο μία. Κι αυτή ήταν η Μπαρτσελόνα!
Το επιστέγασμα, λοιπόν, της τέλειας χρονιάς ήρθε για την Μπαρτσελόνα, αφού με τον τίτλο, που δίκαια κατέκτησε, έκλεισε μια ιστορική σαιζόν όπου σάρωσε τα πάντα, κάνοντας το «τρεμπλ» (Πρωτάθλημα, Κύπελλο Ισπανίας και Champions League). Οι δυο ομάδες, αν και δεν αποζημίωσαν με το παιχνίδι τους τούς πλέον απαιτητικούς πιστούς του καλού ποδοσφαίρου, εν τούτοις η επικράτηση των «μπλαουγκράνα» μετά το γκολ (στο 10΄) και τα συνεχή «κεντήματα» των παικτών της, δε θα πρέπει να τους άφησαν αδιάφορους. Η Μάντσεστερ δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί τον τίτλο της, καταρρέοντας μετά το πρώτο δεκάλεπτο του αγώνα, στο οποίο η Μπαρτσελόνα εμφανίστηκε κάπως αγχωμένη και με πολλά λάθη, όμως η συνέχεια ήταν δική της, κάνοντας το γνωστό θεαματικό παιχνίδι της.
Για δυο χρόνια, η Μπαρτσελόνα έδινε την εντύπωση μιας μελαγχολικής ομάδας, που είχε παραδοθεί στη σκιά της μεγάλης της αντιπάλου Ρεάλ Μαδρίτης. Να όμως που η πρόσληψη του Πεπ Γουαρντιόλα, ενός δικού της παιδιού, στην τεχνική της ηγεσία, τα άλλαξε όλα. Τώρα μοιάζει με μια μαγική ορχήστρα που αποτελείται από σολίστ παγκόσμιας κλάσης και ένα μαέστρο που εκπλήσσει τους πάντες με την ωριμότητά του. Καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, τόσο στον ισπανικό όσο και στον ευρωπαϊκό χώρο, επικράτησε με τον πλέον εμφατικό, καθαρό, απόλυτο και πέραν κάθε αμφισβήτησης τρόπο κι έδωσε ένα καταπληκτικό μάθημα ποδοσφαίρου, δικαιολογώντας μια θαυμάσια ποδοσφαιρική χρονιά όπου τα πήρε όλα…
Από την ίδρυσή της το 1899, η Μπάρτσα - όπως είναι γνωστή επίσης - θεωρείται όχι απλά μια ποδοσφαιρική ομάδα αλλά «mes que un club», όπως είναι το σλόγκαν της, δηλαδή κάτι παραπάνω από ένας απλός σύλλογος! Συγκινεί με την ιστορία της σα σύμβολο του αντιφασιστικού αγώνα κατά του Φράνκο, εκφράζοντας το πνεύμα και την ψυχή, καθώς και το διαρκές αίτημα ελευθερίας της «ανυπάκουης» Καταλονίας, που αποζητούσε την αυτοδιάθεση και την απαλλαγή από το καθεστώς καταπίεσης κι από κάθε μορφή δικτατορίας. Μιας ελευθερίας… σαν το παιχνίδι της, που μαγεύει. Σαν τη φανέλα της, σημαία και σύμβολο, που ποτέ δε δέχτηκε διαφήμιση χορηγού επάνω της, παρά το λογότυπο της UNICEF από το 2007 για φιλανθρωπικούς σκοπούς, πληρώνοντας συνάμα περίπου 1,9 εκατ. δολλάρια για κάθε χρόνο. Αυτή ακριβώς την αύρα ελευθερίας απολαμβάνουν και οι πολυπληθείς οπαδοί της, όχι μόνο στην Ισπανία, αλλά και σ’ όλο τον κόσμο!
Σ’ αυτούς τους χιλιάδες (περισσότεροι από ένα εκατομμύριο τους υπολόγισαν) Καταλανούς που ξεχύθηκαν στους δρόμους της Βαρκελώνης γιορτάζοντας με την ψυχή τους - δικαιολογημένα άλλωστε - την κατάκτηση του Champions League, αφιέρωσαν το τρόπαιο. Γιατί σ’ αυτούς ανήκει και στα περίπου 120.000 μέλη της, τα οποία είναι αυτά που εκλέγουν την εκάστοτε διοίκηση του Συλλόγου. Αν τούτο το τελευταίο σας φέρνει στο νου οποιαδήποτε ομοιότητα με εγχώριους «θρύλους», θεωρήστε το συμπτωματικό… «Μes que un club» λοιπόν η Μπάρτσα! Όνομα και πράγμα.