Ευτυχίας περίσσεμα

01/07/2012 - 05:56
Ίσα που έφεγγε, κι ανηφορίζαμε προς την κορφή. Αγκομαχούσαμε, σκαρφαλώναμε, και μονομιάς σκοτείνιασε ο τόπος όλος σα βρεθήκαμε μπρος σ’ ένα τεράστιο βράχο κι από κάτω μια σπηλιά να χάσκει και να περγελά των αθρώπων τα καμώματα.
Ίσα που έφεγγε, κι ανηφορίζαμε προς την κορφή.
Αγκομαχούσαμε, σκαρφαλώναμε, και μονομιάς σκοτείνιασε ο τόπος όλος σα βρεθήκαμε μπρος σ’ ένα τεράστιο βράχο κι από κάτω μια σπηλιά να χάσκει και να περγελά των αθρώπων τα καμώματα. Δε μπήκαμε μέσα· αφήκαμε την αγριάδα και τη μυρουδιά της ατόφια, αμόλυντη. Για τα αγρίμια.
Γαντζωθήκαμε σε μια γρανιτένια χαραμάδα, πατήσαμε σε ένα μικρό βαθούλωμα από του Αίολου τη σκαπάνη κι αυτό καμωμένο, μαζώξαμε τις δυνάμεις μας, και σα το χαλαρωμένο δοξάρι που το τεντώνεις κι άξαφνα το λευτερώνεις να φύγει η σαΐτα, δώκαμε μια, και βρεθήκαμε τρεις πιθαμές παραπάνω κρεμασμένοι στο βράχο. Κοιταχτήκαμε με την Ανδρομάχη, μιλήσαμε με τα μάτια, λιγοστέψαμε την ανασαμιά μη μολύνουμε τη βουερή γαλήνη, γραπώσαμε άλλο ένα ξωπέταστο αγκαθερό κομμάτι του βράχου, αναμαζώξαμε νεύρα και μπόρεση, κι ανάερα προβάλαμε την κεφαλή μας αγγιχτά σε δυο κλωνάρια δίκταμο μπηγμένα στο χαράκι.
Πέρα, στο βάθος, εκεί που τελεύει η γης και ξεχειλά η θάλασσα, αμυδρά, ίσα να φαίνεται ξεχώριζε ένα καράβι. Γκαζάδικο πρέπει να ήτανε. Αρμένιζε και πάγαινε στο αχόφως σαν ένα μαύρο σημάδι. Άξαφνα, φλόγες φανήκανε, το τυλίξανε, εγίνηκε σκέτο πορφύρα. Ήταν οι πρώτες του ήλιου οι αχτίδες που το χρυσώνανε.
Κι ώω Θεέ μου!
Αυτοστιγμεί πλημμυρίσαμε φως! Πηχτό! Από μια φωτοπηγή που ξεπρόβαλε στην άλλη μπάντα της μαδάρας καματερή στην αρχή κι υστερνά αιχμηρή να μας στραβώνει.
Καμαρωτός, κι ολόγιομος φλόγες ασπρισμένες ο Βασιλιάς του Σύμπαντος, μας κεραύνωνε.
Συρθήκαμε στην πάνω μεριά του βράχου, νικημένοι και νικητές, εξουθενωμένοι μα ευτυχισμένοι, κι απομείναμε ξαπλωτοί, απροστάτευτοι, στου «Ηλιάτορα» το ζωογόνο χάδι. Ώρα πολλή.
Νιώσαμε ένα μούδιασμα και μια καούρα απ’ την κορφή ως τα νύχια. Σκόρπισαν κύτταρα αδένες και μυαλοί, κι ανάλαφροι, χωρίς σάρκα θαρρείς, σηκωθήκαμε, σφουγγίξαμε το περισσευούμενο φως, κι αδράξαμε μια κορφογραμμή που τη διαβαίναμε ώσπου βρεθήκαμε σ’ ένα πατούμενο λιοχώραφο. Παίξαμε κυνηγητό με τις λιαχτίδες ανάμεσα τα λιόφυλλα, και φτάξαμε σε άγνωρο μέρος στα γκρεμνά, ακριβώς στο φρύδι απάνω. Κοιταζόμαστε με την κοπελιά για σιγουριά κι ακροζυγιάζαμε το κορμί μας μη μας πάρει η κατηφόρα και βρεθούμε διακόσια μέτρα κάτω, στο πάτο του μελισσιανού φαραγγιού.
Παραδίπλα, σε πιο μερωμένο χωράφι, στη χαρουπιά παρέκει, πεντέξι συκιές με τα πλατιά και τραχιά τους φύλλα μάς καλούσανε.
Ορμίξαμε κι οι δυο, χωθήκαμε από κάτω, γλυτώσαμε απ’ το καμίνι, γυρίσαμε τους οφταλμούς προς το Θεό, προστατεμένα τα σύκα στων φύλλων την αγκαλιά, μικρά μικρούτσικα, κι άλλα πιο μεγάλα. Στηθήκαμε για να θαμάξουμε την τάξη και της φύσης το μεγαλείο, και με χαρά ξεκρίναμε πιο μεγάλα τα σύκα, με χυμούς τσιτωμένα. Ωριμασμένα!
Μαζώξαμε κάμποσα, κάτσαμε σε μια πλατσουδερή πέτρα, τα φάγαμε, σκύψαμε παραπέρα στην πηγή, ξεδιψάσαμε, και πήραμε το μονοπάτι για της επιστροφής το δρόμο.
Η κατηφόρα πάντα πιο εύκολη, μα δεν έχει του ανεβασμού το μεγαλείο. Δεν έχει τη γλύκα της όποιας κατάχτησης. Έστω μιας μικρής κορφής.
Ενός τοσοδούλη στόχου!
Αυτουνού, που, κι εσύ φίλε μου μπορείς να τον πετύχεις.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey