Το καλοκαιρινό μαγαζί

01/07/2012 - 05:56
Μυτιλήνη, περασμένες τρεις, αράζουμε το Βρούτο στην προκυμαία, έχουμε μόλις ολοκληρώσει το πέρασμα από τα μπαρ της πόλης, που αρχίζουν να ανάβουν τα φώτα τους και ψάχνουμε για after. Πέφτει η ιδέα να περάσουμε μια βόλτα από το διπλανό ρεμπετάδικο.
Μυτιλήνη, περασμένες τρεις, αράζουμε το Βρούτο στην προκυμαία, έχουμε μόλις ολοκληρώσει το πέρασμα από τα μπαρ της πόλης, που αρχίζουν να ανάβουν τα φώτα τους και ψάχνουμε για after. Πέφτει η ιδέα να περάσουμε μια βόλτα από το διπλανό ρεμπετάδικο. Η γυναικοπαρέα σχεδόν σε απαρτία ανεβαίνει τις σκάλες με τελευταία τη Μάγδα που γκρινιάζει και γυρεύει μπουζούκια «τύπου εθνικής». «Θα σε στείλω στη Λυρική!» της λέει κάποια, εν τω μεταξύ έχουμε φτάσει επάνω και το γκαρσόνι μάς τακτοποιεί σε ένα από τα πρώτα τραπέζια, δίπλα σε έναν κοτσονάτο εξηντάρη, που παραγγέλνει τα γαρύφαλλα με τη σέσουλα. «Γαμπρός» σφυρίζω στη Μάγδα. «Ναι, ρώτα ζώδιο, μη χάσω» απαντά, «Θα τον πάρω εγώ, θα θυσιαστώ», γελά η μεθυσμένη της παρέας. Παραγγέλνουμε. «Το χάσαμε το κορμί, πατριώτη», ακούω τη Μάγδα και μένω σύξυλη. «Ο παππούς που θέλετε, ραίνει με λουλούδια την ξανθιά που τραγουδά.»
Στο πάλκο ο Θοδωρής Παπαδόπουλος σε μια αποστροφή του προγράμματος τραγουδά τον «Πραματευτή». «Α, ρε Ξυλούρη με τα κρητικά σου», μουρμουρίζω ελαφρώς συγκινημένη. «Ο Γιώργος τι κάνει;» πετά το καρφί η Μαγδούλα, η παρέα το πιάνει κι αρχίζει την καζούρα. «Ο Γιώργος τι κάνει;» ρωτάνε η μια μετά την άλλη. «Μεσοπέλαγα αρμενίζει», απαντώ και παραγγέλνω κι άλλο ποτάκι.
Κοιτάζω γύρω μου: πάντα το ίδιο ερμαφρόδιτο κοινό των ξενύχτηδων: κουλτουριάρηδες, φρικιά, σκυλιά ράτσας, αδέσποτα, φοιτηταριό σε διακοπές, χωρισμένοι, τύποι που ψάχνουν και ψάχνονται, μεθυσμένοι, μερακλωμένοι κι εμείς. Ο τύπος δίπλα μου πετά ένα πανέρι γαρύφαλλα στην ξανθιά που τραγουδά. «Ας πει κι ένα τραγούδι η νέα Μαρινέλλα» φωνάζει. Η «νέα Μαρινέλλα» έχει καλή φωνή, βαριά λαϊκή, είναι κι έξυπνη γκόμενα. Τραγουδά Άντζελα. «Μα θα έλεγες σε κάποιον: “Ποια θυσία έχει κάνει αυτή για σένα;”», με ρωτά μια από την παρέα. «Αυτή με τίποτα», πετιέται η Μάγδα. «Άμα θέλω κάποιον δεν υπάρχουν άλλες για να τις ρωτήσω κιόλας», απαντώ υπό το βάρος πάρα πολλών ποτών. Έχω κι εγώ το ακαταλόγιστο κάποτε.

«Θα ερωτευόσουν τρελά κάποιον που έχει χρυσό δόντι;», ρωτά μια φίλη τη Μάγδα. Η πίστα γεμίζει. Κάποιες δικές μας χορεύουν, ο διπλανός πετά και σ’ αυτές λουλούδια. «Οι νέες Βιτάλες», ψιθυρίζει η Μάγδα. «Είσαι κακιά, γιατί δεν ξέρεις χορό.» Η Μάγδα ανεβαίνει στο τραπέζι. Ξέρει να χορεύει. Οι σκυλούδες την κοιτούν με μισό μάτι, καταλαβαίνω ότι της αρέσει ένας που κάθεται σ’ ένα σκαμπό στο μπαρ. Του πετά ένα γαρύφαλλο, πού το βρήκε; Ο τύπος χαμογελά.
Ρωτώ ποιος είναι. «Από το Πανεπιστήμιο», μου απαντούν. Της το σφυρίζω. «Από το Πανεπιστήμιο τι;» ρωτά το τέρας, χωρίς να σταματήσει το χορό. «Γιατί θα περάσετε βέρες;» «Τράβα ρώτα τον, θέλουμε από επίκουρο και πάνω.» «Γιατί δεν μπιμπ μπιμπ οι λέκτορες;», ρωτώ με ειλικρινές ενδιαφέρον. «Κάνε ό,τι λέω μια φορά.» «Τι θα τον κάνεις;» «Skype» απαντά, το τραγούδι τελειώνει, μας στέλνουν σφηνάκια. Ακούγεται το «φεγγάρι» της Νατάσας, «Δες το χέρι του, φοράει βέρα;» «Όχι, αλλά και μπορεί και να είναι...» «Χεστήκαμε, άλλοθι έχουμε.» Παίρνει το ποτό της και κατευθύνεται στο μπαρ. Μετά από ένα μισάωρο γυρίζει στο τραπέζι, τα μάτια της λάμπουν: «Ταύρος με Τοξότη ταιριάζουν;» με σκουντά. «Μόνο στο Τ. Τοξότης είναι ο πρύτανης;» «Ειδικός συνεργάτης.» «Που θα πει;» «Θα σου πω το πρωί. Φεύγω, να έχεις ανοιχτό το κινητό. Πάμε βόλτα με τη μηχανή.» Ο τύπος περνά από μπροστά μου. Τραβώ τη Μάγδα από τη μπλούζα. «Αλτ! Αυτός δείχνει μικρότερός σου, λατρεία μου.» «Είναι, αλλά θα σε βγάλω τρελή: θα πω ότι η φαντασία σου τα φταίει και τα ποτάκια που ρουφάς για να ψηλώσεις.» Κάνει να φύγει. «Κόκορα για το σεντόνι χρειάζεσαι;», της φωνάζω, δε με ακούει καν. Τα σκεπάζει όλα η μουσική: «Κι όπως κυλά στα πεζοδρόμια, γυρίζει ο νους σ’ ονειροδρόμια.»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey