Πήγαμε στα απομονωμένα Χίδηρα, που κατά τον Αριστοφάνη στους «Ιππής» (806), σημαίνει χλωρά στάχυα: «Χίδρα φαγών αναθαρρήσει και στεμφύλω εις λόγον έλθη» για να επισκεφθούμε το Ψηφιακό Μουσείο του ζωγράφου Γεώργιου Ιακωβίδη
Πήγαμε στα απομονωμένα Χίδηρα, που κατά τον Αριστοφάνη στους «Ιππής» (806), σημαίνει χλωρά στάχυα: «Χίδρα φαγών αναθαρρήσει και στεμφύλω εις λόγον έλθη» για να επισκεφθούμε το Ψηφιακό Μουσείο του ζωγράφου Γεώργιου Ιακωβίδη, στο σπίτι του μορφωτικού και πολιτιστικού ιδρύματος του αξιέπαινου δωρητή Ν. Γ. Παπαδημητρίου.
Περιδιαβήκαμε τις αίθουσες του περιποιημένου ανακαινισμένου παλιού κτηρίου της πλατείας, θαυμάσαμε τα ψηφιακά εκθέματα του καταξιωμένου και παγκόσμια αναγνωρισμένου ζωγράφου του 19ου αιώνα, του ακαδημαϊκού και διευθυντή επί σειράν ετών της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας. Διακρίναμε το απαράμιλλο χιούμορ του καλλιτέχνη στον πίνακα: «Παιδική συναυλία» που το πρωτότυπό του εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας, προσέξαμε τη ζωντάνια των παιδιών με την τρομπέτα, το ταμπούρλο και τον τενεκέ ποτίσματος, που χρησιμοποιούσαν για να δώσουν την παράστασή τους σε κάποιο μικρότερο πιτσιρίκι και αναρωτηθήκαμε αν αυτό το χιούμορ πηγάζει από τη γενέτειρα του ζωγράφου.
Βγαίνοντας και ατενίζοντας τον πλάτανο της πλατείας προσέξαμε πως στο καφενείο έπιναν τα ούζα τους δυο ηλικιωμένοι και ένας νεαρός. Δώσαμε παραγγελία και ο μεγαλύτερος, ο Γαβριήλ, καταπώς αργότερα μας συστήθηκε, ρώτησε: «Από πού ερχόσαστε;» Η Ερατώ έκανε το λάθος να απαντήσει: «Από την Αθήνα» και έτσι ακούσαμε τα όσα καταμαρτυρούν οι χωρικοί σε βάρος της πρωτεύουσας για την δύσοσμη ατμόσφαιρα, τη φασαρία, τους πολλούς μετανάστες, το άθλιο συγκοινωνιακό, τις κλεψιές, τις φωτιές με τα γκαζάκια, τους φόνους, τους κουκουλοφόρους και τα συναφή.
Για να διορθώσω την κατάσταση, τους ανέφερα την Καλλονιάτική μου καταγωγή κάνοντας το δεύτερο λάθος να προσθέσω πως για πρώτη φορά επισκέπτομαι το χωριό και να εισπράξω τα δέοντα:
- Και η Καλλονή λένε, την Αθήνα μοιάζει, δεν μπορείς να περπατήσεις από τ’ αυτοκίνητα.
- Δεν διαφωνώ.
- Γιατί μέχρι τώρα δεν καταδέχτηκες να ‘ρθεις στο χωριό μας;
- Πήγαινα στο Σίγρι, σταματούσα στη Βατούσα για ένα καφέ και ένα γλυκό του κουταλιού, αλλά ήταν χάλια ο χωματόδρομος και δεν τόλμησα. Πότε τον ασφαλτόστρωσαν;
- Το 1985 που να μην έστρωναν! Αυτός μας πήρε τις γυναίκες. Βρήκαν δρόμο κι έφυγαν!
- Μήπως φταίτε οι άνδρες;
- Εμείς τις είχαμε με όλα τα καλά, καλά μαντρωμένες. Οι νέοι είναι αδιαφόρετοι. Και εσύ βλέπω μόλις πρόλαβες. Έχεις καμιά να μας στείλεις γι’ αυτό το παλ’καρέλλι;
- Να κοιτάξει ο ίδιος να βρει από παρακάτω.
- Να φύγουν και τα αγόρια στην Αθήνα;
- Με τι ασχολούνται εδώ;
- Έχουμε τον «Μηθυμναίο» με τα βιολογικά κρασιά του, το μεγάλο εργοστάσιο του Ρόδη με το αγνό τυρί, που μόλις δοκίμασες με το ποτό, πρόβατα κι αμπέλια να χορτάσει το μάτι σου, παλιά είχαμε και πολλά σιτάρια.
- Ο Πλάτανος από πότε είναι;
- Τριακόσια χρόνια και βάλε!
Εκεί παρενέβη ο δεύτερος ηλικιωμένος, ο Μιχαήλ και με ντόπιο ούζο εκ σταφυλής ο μεταξύ τους Αριστοφανικός «λόγος ήλθε!»:
- Διακόσια πάνω κάτω.
- Τρακόσια ακατέβατα κι είναι ο μεγαλύτερος του νησιού.
- Αφού δεν βγήκες από τα Χίδ’ρα, πώς μιλάς; Της Καρήνης στην Αγιάσο είναι πιο μεγάλος, ζούσε μέσα κι ο Θεόφιλος!
- Και εδώ μέσα στην κουφάλα, δυο χοντροί χωράτε.
- Είναι και κοντός, σαν και σένα. Της Λιώτας, που φυτεύτηκαν μαζί, είναι πιο ψηλός, δεύτερος στο νησί. Αλλά ούτε αυτόν είδες.
- Αν δεν τον τσιμεντώναν τριγύρω θα απλωνόταν.
- Καλά τον έκαναν, έπρεπε να μεγαλώσει η πλατεία, να στρίβει ένα αυτοκίνητο.
- Πνίγεται, κοίτα φυλλωσιά! Είναι δυνατός, θα τα σπάσει τα τσιμέντα.
- Τόσος θα μείνει, κι εσύ κι αυτός γεράσατε.
- Πήγες μια φορά στην Παναγιά για τις αμαρτίες σου, είδες τον άλλον ανακούρκουδα και σου φάνηκε ψηλός. Τα μπέρδεψες. Ο δικός μας είναι μεγαλύτερος, το ‘πε κι ένας δημοσιογράφος.
- Από το χαζοκούτι άκουσες και για τη Ζαχάρω, γι’ αυτό ρωτάς συνέχεια να βρεις νύφες, σαν αγκρισμένος.
- Όχι θα γίνω γυναικωτός, που δεν σ’ αφήνει με την παντόφλα της, να βλέπεις τηλεόραση!
Στο σημείο παρενέβη η Ερατώ για να αποσοβήσει καθώς φοβόταν το διαφαινόμενο καβγά, μη αντιλαμβανόμενη πως ήταν θεατρικά στημένος από εκείνους, όπως συνηθίζουν μεταξύ τους για να διασκεδάζουν κι ο Μιχαήλ βρήκε την ευκαιρία να υποστηρίξει αυτάρεσκα το όνομα εκείνου και του φίλου του:
- Μιχαήλ και Γαβριήλ οι δυο σας, όπως ο δισυπόστατος Αρχάγγελος!
- Μπορείς κορίτσι μου, να μου πεις γιατί δεν υπάρχει άγιος Μιχαήλ, ούτε άγιος Γαβριήλ;
- Έχουν άγιο τον Ταξιάρχη.
- Ναι, αλλά από τόσους Μιχάληδες και Γαβρίληδες γιατί δεν βρέθηκε ένας να αγιάσει;
- Δεν είναι πιστοί;
- Δεν βλέπεις που για την Παναγιά φοράμε και οι δυο, σαν αγαπημένα δίδυμα, μαύρα πουκάμισα; Άκου να σου πω να ξέρεις. Είναι καλοί άνθρωποι και δεν τους αγιάζουν οι παπάδες!
Μετά τα κερασμένα ούζα από τους «άγιους αμαρτωλούς» ξαναμπήκαμε στην αίθουσα του Μουσείου για να απολαύσουμε το χιούμορ του Ιακωβίδη που διατηρείται αυθεντικό στα Χίδηρα από τους σημερινούς λιγοστούς εναπομείναντες συγχωριανούς του.