Το θέμα πέρασε στα ψιλά. Σχεδόν απαρατήρητο. Γιατί εμάς, μας απασχολούν τα μεγάλα. Ευρωεκλογές έχουμε, με τους ψιλοκλέφτες και μάλιστα τους μετανοιωμένους, θα ασχολούμαστε;
Το θέμα πέρασε στα ψιλά. Σχεδόν απαρατήρητο. Γιατί εμάς, μας απασχολούν τα μεγάλα. Ευρωεκλογές έχουμε, με τους ψιλοκλέφτες και μάλιστα τους μετανοιωμένους, θα ασχολούμαστε;
Παρουσιάστηκε, λέει, στην αστυνομία ένας άνδρας 42 χρονών και παραδίδοντας 2.500 ευρώ, τους είπε. «Πιάστε με. Εγώ λήστεψα τις προάλλες την τάδε τράπεζα, και με τα λεφτά που πήρα, ξόφλησα τον τοκογλύφο μου, και σας φέρνω τα υπόλοιπα.»
Κοιτάξτε τώρα. Ο άνθρωπος φοβότανε περισσότερο τον τοκογλύφο, από την φυλακή. Γι’ αυτό και δεν είπε, όπως λέει το ρεπορτάζ, το όνομά του. Αυτό κι αν είναι φοβερό. Που κανείς δεν το συζητά. Θεωρείται απόλυτα φυσικό από την κοινωνία μας να φοβάται κανείς τον κοινωνικό εγκληματία, ένα άτομο δηλαδή, που καθισμένο στον λόφο των χρημάτων του, δυναστεύει, εκμεταλλεύεται και απειλεί, ανθρώπους που δεν έχουν άλλο τρόπο να δανεισθούν, για να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους, παρά να καταφύγουν στις ληστρικά προσφερόμενες «υπηρεσίες» του. Και να είστε βέβαιοι ότι δεν πρόκειται να καταβληθεί καμμιά προσπάθεια για τον εντοπισμό του, για να μην πω ότι είναι σε όλους μας γνωστός.
Αυτός λοιπόν ο τρομοκρατημένος από τον τοκογλύφο άνθρωπος, βρήκε την τόλμη να ληστέψει τράπεζα για να τον ξεπληρώσει, επιλέγοντας την φυλακή από την καταγγελία, γιατί προφανώς είναι σίγουρος ότι ο διαπεπλεγμένος με την κάθε εξουσία τοκογλύφος, δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ. Επιδιώκοντας να λάβει την εκδίκησή του. Άλλωστε πληροφορηθήκατε ποτέ καταδίκη τοκογλύφου, παρά τις καταγγελίες που έχουν γίνει κατά καιρούς; Όχι. Γιατί η όποια υπόθεση, όσο να φτάσει στα ακροατήρια των δικαστηρίων εξατμίζεται και εξαερώνεται. Δηλαδή αλλοιώνεται είτε με την διαδρομή του χρόνου, είτε με τις παρεμβάσεις διαφόρων παραγόντων.
Τον «ληστή», που ομολόγησε αμέσως την πράξη του, υποπτεύομαι ότι δεν θα τον τιμήσει κανείς. Γιατί με την συμπεριφορά του ανέδειξε ένα σημαντικό ενδημούν πρόβλημα της κοινωνίας μας και γιατί επισήμανε το περίφημο ελληνικό φιλότιμο, που συνήθως το θυμόμαστε σε κάτι διαγωνισμούς Γιουροβίζιον ή σημαντικές ή ασήμαντες αθλητικές συναντήσεις. Γιατί για ένα φιλότιμο πήγε και παραδόθηκε, αφού δεν επρόκειτο να τον συλλάβει κανένας. Μόνο, μέχρι στιγμής οι δικαστές, κατανοώντας απόλυτα το δράμα του, αλλά και το μεγαλείο της πράξης του, δεν τον προφυλάκισαν αφήνοντάς τον ελεύθερο. Καμμιά Ακαδημία, καμμιά Κίνηση Πολιτών, δεν θα βγει να του αποδώσει τον έπαινο που του αξίζει. Επειδή όλοι μας μένουμε στο επιφαινόμενο κι όχι στην ουσία. Είναι ληστής, άρα άξιος ψόγου και καταδίκης. Πώς και γιατί οδηγήθηκε εκεί κανείς δεν θα θελήσει να εξετάσει και ενδεχομένως να επιχειρήσει την ίαση της ασθένειας. Γιατί όταν ένας άνθρωπος αποφασίζει να κλέψει, ρισκάροντας την ελευθερία του και την τιμή του, για να εξοφλήσει τον βδελυρό τοκογλύφο και μετά ενσυνείδητα παραδίδεται στην αστυνομία, επιστρέφοντας και το επί πλέον, της αξίωσης του τοκογλύφου, ποσό, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το υπάρχον πρόβλημα είναι μεγάλο. Και δεν αντιμετωπίζεται αν η πολιτεία, σοσιαλιστική ή καπιταλιστική το ίδιο μου κάνει, δεν θέσει φραγμούς σ’ αυτούς που νόμιμα εμπορεύονται το χρήμα, με συμπεριφορές που προσομοιάζουν σ’ εκείνες των τοκογλύφων. Που είναι φυσικά οι τράπεζες.
Υ.Γ. Με το ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΑΚΗ, και τον αδελφό του ΛΕΥΤΕΡΗ, καθηγητή του ΕΜΠ, που πέθανε από την ίδια αρρώστια τον περασμένο Δεκέμβριο, συναντηθήκαμε για πρώτη φορά (και έκτοτε πάρα πολλές στη διαδρομή του χρόνου) στο Δ΄ Πανσπουδαστικό Συνέδριο, τον Απρίλιο του 1963, στο οποίο αναδείχθηκε η γνώση, η μεθοδικότητα, η σοβαρότητα και η ηγετική του φυσιογνωμία. Μόνο που αυτή βασιζόταν σ’ αυτά ακριβώς τα προσόντα του κι όχι στην εύκολη συνθηματολογία και την απουσία θέσεων. Σ’ αυτήν τη γραμμή πορεύτηκε σ’ όλη του ζωή, μετέχοντας συνεχώς στο διάλογο και στην αντιπαράθεση ιδεών και προτάσεων. Γι’ αυτό και δεν μπόρεσε ποτέ, κι ούτε που θα το ήθελε με συνθήκες που δεν πίστευε, να αναδειχθεί σε αρχηγό κόμματος. Πολλοί απ’ αυτούς που σήμερα οδύρονται μπροστά στο φέρετρό του, επιθυμούσαν να τον δουν να εξαφανίζεται, πολύ πιο μπροστά. Αυτά τα λίγα στη μνήμη Του.
* Τίτλος συλλογής διηγημάτων του Γιώργου Ιωάννου.