Κόντευε μεσημέρι Σαββάτου και είχα άλλη μια ώρα στη διάθεσή μου για μια βόλτα, πριν την καθορισμένη συνάντησή μας με τον Πέτρο, στη γωνία Αθηνάς και Ευριπίδου. Έτσι βρέθηκα να περπατώ από την κάτω μεριά του δρόμου, ανάμεσα σε ευωδιές μπαχαρικών, αλλαντικών και αρωματικών βοτάνων.
Κόντευε μεσημέρι Σαββάτου και είχα άλλη μια ώρα στη διάθεσή μου για μια βόλτα, πριν την καθορισμένη συνάντησή μας με τον Πέτρο, στη γωνία Αθηνάς και Ευριπίδου. Έτσι βρέθηκα να περπατώ από την κάτω μεριά του δρόμου, ανάμεσα σε ευωδιές μπαχαρικών, αλλαντικών και αρωματικών βοτάνων. Ένας δρόμος αλλιώτικος, διαφορετικός. Ο χρόνος και η εξέλιξη λες και δεν πέρασαν από κει. Κάθε λογής μπακάλικα με ξαναφέρνουν πίσω σ’ άλλες εποχές και σε μια άλλη Ελλάδα τόσο μακρινή, που τώρα την είχα μπροστά μου. Κι ενώ θαύμαζα όλα τούτα, βλέπω, καταμεσής του δρόμου, να φτάνει κι ο Πέτρος. Φανατικός περιπατητής εκείνος, γνωρίζει κάθε γωνιά της Αθήνας, κι όχι μόνο, αλλά και την ιστορία της κάθε γωνιάς. Γνώστης και της τελευταίας λεπτομέρειας. Διαθέτει βέβαια κι εκείνη την άνεση του αφηγηματικού λόγου, που θα ζήλευε κι ο καλύτερος ξεναγός.
Πριν καν τελειώσω με όσα του ‘λεγα για αυτά που είδα, μου πέταξε το πείραγμα: «Καλό είναι να “σερφάρει” κανείς και εκτός διαδικτύου. Να παρατηρεί, να ρεμβάζει και να περνάει στο σκληρό δίσκο του εικόνες, ακούσματα κι ευφραντικές μυρουδιές. Ν’ αλλάζει και δυο καλημέρες, που λέει ο λόγος. Έλα τώρα να δεις εδώ πιο πέρα και κάτι άλλα που σίγουρα δεν ξέρεις… Να δεις πώς ήταν όταν η ομορφιά και ο ρομαντισμός πήγαιναν μαζί… κι οι άνθρωποι μοιράζονταν διάφορα, δίνοντας μια άλλη διάσταση στην ανθρωπιά, που σήμερα όλοι ψάχνουμε να βρούμε.»
Με τούτα και με κείνα, φτάσαμε σ’ ένα υπόγειο ενός εγκαταλειμμένου νεοκλασσικού με έντονη την εικόνα της παρακμής, όπως άλλωστε και όλη η γύρω περιοχή.
Με το που περάσαμε την πόρτα, βρέθηκα ξαφνικά σ’ έναν άλλο κόσμο και σε μια άλλη εποχή, άφθαρτη, παλιομοδίτικη... Ήταν μια ταβέρνα, μάλλον «το τελευταίο ρημάδι της αθηναϊκής αυθεντικότητας». Ένας μικρός περιποιημένος χώρος με ξύλινα τραπέζια, καρέκλες και βαρέλια κι απέναντι μια σκάλα που έβγαζε σ’ ένα πατάρι. Σκηνικό βγαλμένο θαρρείς από παλιά ασπρόμαυρη ελληνική ταινία.
«Εδώ για χρόνια σύχναζαν αποκλειστικά οι εργαζόμενοι στη Βαρβάκειο, κι ας βλέπεις άλλο κόσμο τώρα», έσκυψε και μου είπε στ’ αυτί ο Πέτρος. «Από τότε που το ανακάλυψαν κι άλλοι, έγιναν ένα σωρό οι επισκέπτες. Επώνυμοι κι ανώνυμοι, διανοούμενοι και “διανοούμενοι”, “φίρμες”, φοιτητές, πολιτικοί, περαστικοί, παρέες και μοναχικοί, αν και παράταιροι, εδώ γίνονται ένα. Κι εκείνο το “Απαγορεύεται το κάπνισμα” που κάρφωσαν πα στα βαρέλια… το σέβονται. Κι όσοι δεν αντέχουν, φτιάχνουν προσωρινές παρέες και στο πεζοδρόμιο.»
Εδώ κατάλαβα πως οι θαμώνες - μεταξύ μεζέδων, κρασιού και αχλαδίου, όπως λένε - αφήνουν ανοιχτούς λογαριασμούς με τη ζωή… Αναπολούν το παρελθόν κι ονειρεύονται το μέλλον, αρνούμενοι να δεχτούν το δύσκολο «τώρα». Σου δίνει την αίσθηση πως το αβάσταχτο πέπλο καταχνιάς που έχει σκεπάσει τη χώρα, εδώ μέσα… χάνεται. Και το σημαντικό είναι πως τούτη η ζεστή ατμόσφαιρα σε παρασέρνει και σε κάνει να νιώθεις τόσο οικεία, σα να ‘σουν ανέκαθεν μέλος της διπλανής παρέας. Το «δίπλα» και το «μαζί» γλυκαίνουν απροσδόκητα το περιβάλλον, μετατρέποντάς το σε χώρο απόδρασης από τη ζοφερή πραγματικότητα. Εδώ μέσα ξετυλίγονται οι αλήθειες της ζωής, ξαναδιαβάζεται σωστά το αλφαβητάρι της, μοιράζονται τα βάσανα, διπλασιάζεται η χαρά. Κι αυτό είναι κάτι…