Κανένας δεν πήγαινε να κάτσει κοντά του. Από σέβας, φόβο, άγνοια, μα πιο πολύ από δέος για ένα υπερβατικό ον.
- Είναι ο πατέρας Ιερόθεος, μου είπανε καθώς ανέβαινα, τα σκαλιά.
Κάτι μεταξύ Ζορμπά, Θεού και Οδυσσέα.
Κανένας δεν πήγαινε να κάτσει κοντά του. Από σέβας, φόβο, άγνοια, μα πιο πολύ από δέος για ένα υπερβατικό ον.
- Είναι ο πατέρας Ιερόθεος, μου είπανε καθώς ανέβαινα, τα σκαλιά.
Κάτι μεταξύ Ζορμπά, Θεού και Οδυσσέα.
Ο δρόμος κακοτράχαλος, στριφτός, στριφνός, ανάμεσα νεροφαγιές και αγκωνάρια, πότε να τρυπώνει σε μυρτιές βάτα και λογιώ-λογιώ θάμνα και πότε να χάνεται, να μηδενίζεται έρποντας ανάμεσα τις γερόκορμες αγριοκαστανιές που τις έβλεπα να τεντώνονται προς το φέγγος, στου ήλιου τη ζωογόνα έλξη και του Δημιουργού το πρόσταγμα. Ξοπίσω μας, ασπριδερό σύννεφο σκόνης ακλουθούσε το ταλαιπωρημένο αρχαίο λεωφορείο που θα μας έφερνε απ’ το μικρό λιμάνι της Δάφνης στην πρωτεύουσα της ιερής πολιτείας, τις Καρυές.
Πολλοί οι προσκυνητές τούτη την ανοιξιάτικη μέρα, βιαστικοί, απορημένοι στο πρωτόγνωρο, όλο λιβάνι αγιορείτικο δέος και μύρα πολυεθνικό μετερίζι, το πλημμυρίσαμε με μια ήρεμη τάξη, γιομίσαμε τα καθίσματα, σταθήκανε οι πιο πολλοί ορθοί, με μια λαχτάρα να φτάξουμε όσο γινότανε πιο γρήγορα στο μοναστήρι που έγραφε το διαμονητήριο μας.
Κάθε τόσο σκληρίζανε τα φρένα, σταμάταγε απότομα το όχημα, γινόμασταν ένας σωρός αθρώποι τσάντες ρούχα και γλυκά που κουβαλούσανε οι πιο πολλοί, προσφορά στο αρχονταρίκι που θα καταλήγανε, και κατέβαιναν επιβάτες για το δικό του προορισμό ο καθένας.
Σηκώθηκα από τα πίσω καθίσματα που ήμουνα, πορπάτηξα με κόπο ως τον οδηγό, ρώτησα φοβισμένος.
- Για τη μονή Κουτλουμουσίου παρακαλώ;
- Από τις Καρυές, ακούστηκε από δυο - τρία στόματα.
Στο ζερβί κάθισμα, πίσω από τον οδηγό, τον ξανάδα σε όλο του το μεγαλείο.
Μακριά μαλλιά αχτένιστα και γένια μακριά θύσανος, ίσαμε μιας προβατίνας το μαγιάτικο μαλλί, ογκώδης, άγριος κι επιβλητικός. Ως εβδομήντα χρόνια θα είχανε περάσει από πάνω του κι είχανε αφήσει σκουριασμένο αγκαθωτό μούτρο κι αυτιά ίσα να προβάλλουν στις μπάντες, και μια χερούκλα τριχωτή μαύρη, αφημένη στο μισό κάθισμα που θα μπορούσε κάποιος χριστιανός να ξεκουραστεί. Όμως κανείς δεν τολμούσε να χαλάσει την ησυχία αυτού του ασκητή ιερομόναχου. Τον κοιτούσανε φευγαλέα παπάδες, καλογέροι και λαϊκοί, κάνανε μια αστεία υπόκλιση και στρέφανε τα μάτια προς το κενό. Δεν ήταν εύκολο να κοντέψεις τούτο το γέρικο δρυ.
Ένας μαγνήτης δυνατός με τράβηξε, ηύρα θάρρος, έκατσα άκρη-άκρη στο κάθισμα, ίσια να ισορροπώ, και χωρίς ν’ αγγίζω την τριχωτή απαλάμη του. Τον κοίταξα με δέος, τον χαιρέτησα με σεβασμό, κούνησε το κεφάλι του χωρίς να γυρίσει, χωρίς να δείξει χαρά, λύπη ή αδιαφορία. Σα να μην υπήρχα. Όμως τράβηξε λίγο το χέρι του, βολεύτηκα κάπως. Το τράβηξε κι άλλο, κι άλλο, μέχρι που, χωρίς καμιά αντίδραση, σα το λιοντάρι που μαζώνεται έτοιμο να κατασπαράξει το λαφάκι που σιμώνει, άφησε το πεδίο του παιγνιδιού και έκατσα σα φυσιολογικός άθρωπος. Γύρισα πάλι, τον ευχαρίστησα. Μάζωξα κι άλλο θάρρος, λέω:
- Κάνω έρευνα για τον αδελφό Αλέξανδρο. Τον είχατε γνωρίσει μήπως;
Τούτη τη φορά έστριψε το κεφάλι, φανήκανε κόκκινες χαραματιές ανάμεσα τα ατζιδερά μουστάκια του.
- Ναι.
Με κομμάτιασε το κοφτερό του μάτι, γιόμισε αμφιβολίες, ξαναμίλησε.
- Γιατί γράφεις;
- Να αναδείξω τον Χριστιανισμό, μου ξέφυγε, θύμωσε αυτός. Μόνο που δεν με έδειρε.
- Το Χριστιανισμό τον ανέδειξαν οι Άγιοι Πατέρες, βρυχήθηκε.
- Θέλω να πω, το θαύμα που έγινε…
- Άλλο αυτό, είπε πιο ήρεμος, και βάλθηκε να με ξαναμετρά απ’ την κορφή ως τα νύχια.
Του είπα κι άλλα πολλά, άκουγε και πετούσε λέξεις μεστές, μέχρι που σταμάτησε το λεωφορείο. Σηκώθηκα, του πρότεινα το χέρι, κι είδα ούλους να με κοιτάνε σαν εξωγήινο. Το χούφτωσε ο ασκητής, το έσφιξε λίγο, μουρμούρισε μιαν ευκή, έσκυψα να το φιλήσω, το τράβηξε δυνατά και με μια σπρωξιά κόντεψε να με πετάξει όξω, ενώ είδα ανάμεσα γένια και μουστάκια να βγαίνουν από το στόμα του λιγοστές λέξεις:
- Όχι τέτοια. Άθρωπος είμαι κι εγώ. Σαν κι εσένα.
Κατέβηκα βιαστικός, απορημένος, και με μια πληρότητα στάθηκα να θαμάξω τούτον τον γέρο ασκητή.
Γύρισε πάλι, και μου έδειξε με το χοντροκομμένο δαχτύλι του το μικρό αυλάκι που τρέχουν τα νερά της βροχής στο καλντερίμι.
- Ακλούθα το αυλάκι αυτό, μα ίσια, θα σε βγάλει στο Κουτλουμούσι, είπε καλοσυνάτα, και χάθηκε.
Τρεις τη νύχτα μας ξύπνησε ο γλυκός μονότονος χτύπος στο ξύλινο σήμαντρο που το κράταγε αγκαλιά ο μοναχός και περιφερόταν χτυπώντας το ολόγυρα την εκκλησιά.
Θέλησα να απολαύσω την θεόπεμπτη εμπειρία, κατέληξα στον πρόναο, ορθός, δίπλα στο εικονοστάσι.
Μια σκιά σούρθηκε, μίκρανε, μεγάλωσε, στάθηκε δίπλα μου.
- Έλα, αδελφέ μου, κοντά στους πατέρες. Θα κουραστείς.
Υπάκουσα, χώθηκα στο στασίδι ανάμεσα μαυροφορεμένους μοναχούς με τα μαύρα πέπλα ριγμένα πίσω.
Τέσσερα μικρά καντήλια όλα κι όλα, ίσα που επέτρεπαν να περπατήσεις με κόπο. Κι οι σκιές, να πλέουν αθόρυβα σε βυζαντινούς ήχους, μια στο ψαλτήρι, μια στο ιερό.
Ως τις πρωινές ώρες που τον ξανάδα στην Ωραία Πύλη, με γένια μαλλιά και μουστάκια μεταξένια τούτη τη φορά, ήρεμο και γαληνεμένο. Μοίραζε το αντίδωρο, και άφηνε να φιλάμε το μυρωδάτο χέρι του. Φορούσε, βλέπεις, το πετραχήλι. Εκπροσωπούσε το Θεό.
Όταν έφευγα, με κάλεσε, μου έδωσε ένα φάκελο με σημειώσεις και ιστορικά στοιχεία, δεν με άφησε να φιλήσω το χέρι του, όμως, με ευλόγησε.
- Ακλούθα το ρυάκι που σε έφερε εδώ, μα ίσια. Θα σε βγάλει στο τέρμα.
Κι απόμεινε ψυχή και πνεύμα μου στη χιλιόχρονη ετούτη κιβωτό της Ορθοδοξίας.