Όπως κάθε Έλληνας, που έχει μια κάπως σοβαρή υπόθεση, είναι αναγκασμένος να πηγαίνει στην Αθήνα, για τον ίδιο λόγο κάθε Λέσβιος, πρέπει να επισκέπτεται τη Μυτιλήνη. Γιατί αλλιώς, απλώς θα περιμένει.
Όπως κάθε Έλληνας, που έχει μια κάπως σοβαρή υπόθεση, είναι αναγκασμένος να πηγαίνει στην Αθήνα, για τον ίδιο λόγο κάθε Λέσβιος, πρέπει να επισκέπτεται τη Μυτιλήνη. Γιατί αλλιώς, απλώς θα περιμένει.
Συμβαίνει να κάνω πολύ συχνά αυτήν τη διαδρομή, αφού με τα τηλέφωνα δεν τελειώνει τίποτα, σε μια πρόσφατη όμως επίσκεψή μου κι αφού τελείωσα ό,τι είχα να κάνω, αποφασίζοντας να πιω έναν καφέ, αποζημιώθηκα. Γιατί τον ήπια στο ανακαινισμένο, ολοκαίνουργιο «Πανελλήνιον». Που χρόνια κλειστό, προκάλεσε πολλές συζητήσεις και τριβές, ώσπου φαίνεται να ξαναβρήκε τον προορισμό του. Γενικά δεν εντυπωσιάζομαι εύκολα και δε συνηθίζω να απονέμω επαίνους με το παραμικρό. Θα έλεγα πως σ’ αυτά τα θέματα είμαι λίγο τσιγκούνης. Στην περίπτωση όμως του «Πανελλήνιου», ο ενθουσιασμός μου περίσσεψε.
Στη γνωστή απλόχωρη σάλα του, με τη σωστά επιλεγμένη αναπαυτική επίπλωση, άνετα διατεταγμένη, μπορείς να πιεις τον καφέ σου ή να γευθείς τους λουκουμάδες σου, διαβάζοντας τις τοπικές και αθηναϊκές εφημερίδες, (όχι όλες πάντως) που βρίσκονται διασκορπισμένες στα τραπέζια του, να πιεις νερό όπως παλιά, απ’ την καράφα κι όχι απ’ το τυποποιημένο πλαστικό μπουκαλάκι, να εξυπηρετηθείς από σερβιτόρους/-ρες, που ανταποκρίνονται με προθυμία και ευγένεια. Κι όλα αυτά συνοδευμένα με επιλεγμένη μουσική, που χαϊδεύει και δεν σου τρυπά τα ταλαιπωρημένα σου αυτιά.
Οι Καλλονιάτες, όπως φαίνεται από τα φορολογικά στοιχεία που αναγράφονται στην απόδειξη και απαραιτήτως συνοδεύει την παραγγελία, επιχειρηματίες, δημιούργησαν στην καρδιά της μυτιληναϊκής προκυμαίας, μια σάλα αντάξια της αρχοντιάς της παλιάς παραδοσιακής πρωτεύουσας του νησιού. Όχι πως δεν υπήρχαν καλά στέκια, όμως στην πλειοψηφία τους, απευθύνονταν στους νέους, που και λόγω πανεπιστημίου, κυριαρχούν στην πόλη.
Τώρα το «Πανελλήνιον», μαζί με τον αναγεννηθέντα «Κήπο», άλλο παραδοσιακό σημείο συνάντησης, η Μυτιλήνη απέκτησε δυο χώρους αντάξιους της ιστορίας της, της αρχοντιάς της και του πολιτισμού της.
Κι όσο χαιρόμουνα αυτήν την αναβίωση, διάβασα, το τελευταίο μάλλον τεύχος του περιοδικού «Μελίντα», που εκδίδει ο Σύλλογος Παλαιοχωριτών Αθήνας, εδώ και χρόνια.
Που στο κύριο άρθρο του, πέμποντας ευχές για τον καινούργιο χρόνο, βάζει έναν στόχο για το άμεσο μέλλον. «Να κρατηθεί το χωριό μας ζωντανό … Είτε μέσα από μαζικούς φορείς, όπως είναι ο Σύλλογός μας, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Παλαιοχωρίου και ο Σύλλογος Παλαιοχωριανών Αυστραλίας … να βάλουμε πλάτη για να κρατηθεί το χωριό μας το Παλαιοχώρι, ζωντανό … και να μην καταντήσει χωριό-νεκροταφείο, όπως χιλιάδες χωριά στη χώρα μας.»
Φιλόδοξη και ευγενική ιδέα, αλλά πώς; Για να κρατηθεί ένας τόπος ζωντανός χρειάζεται:
Νέους ανθρώπους. Ανθρώπους που να δουλεύουν. Νέες παραγωγικές δραστηριότητες, παράλληλες ή και απότοκες μιας ήδη υπάρχουσας γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. Πνεύμα συνεργασίας και δημιουργικότητας. Δυνατότητες διοχέτευσης της παραγωγής στον ευρύτερο χώρο του νησιού ή και της χώρας. Απόκτησης, τέλος πάντων μιας νέας αντίληψης για τη ζωή, μέσα στις νέες συνθήκες.
Τέτοιες ενδείξεις δεν υπάρχουν δυστυχώς, στα όρια της περιοχής Πλωμαρίου.
Πέρα από τις παραδοσιακές μονάδες παραγωγής ούζου, που ευτυχώς πάνε καλά, και τρεις βιοτεχνίες τυποποίησης λαδιού, που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια, τίποτα άλλο δεν υφίσταται.
Οι παλαιού τύπου συνεταιρισμοί (πλην ενός) κατέρρευσαν και οι νέου τύπου αγροτουριστικοί δεν ευδοκίμησαν στην περιοχή. Παρ’ όλο που σ’ όλο το νησί λειτουργούν δίνοντας λαμπρά αποτελέσματα. Και ως προς την απασχόληση νέων και ως προς τον προσπορισμό εισοδημάτων και την εντεύθεν συγκράτηση του πληθυσμού. Μεσότοπος, Αγία Παρασκευή, Παράκοιλα, Αγιάσος και άλλα χωριά δημιούργησαν τις δικές τους παραγωγικές μονάδες που, και τα τοπικά προϊόντα υποστηρίζουν, και καταναλώνουν, και τουριστικό ενδιαφέρον προκαλούν. Αντίθετα στην περιοχή του Πλωμαρίου, αλλά και στο Παλαιοχώρι για το οποίο γίνεται ο λόγος, δεν κινείται τίποτα. Καμμιά ιδέα, καμμιά συζήτηση, καμμιά προσπάθεια, καμμιά συνεργασία. Άρνηση αποδοχής ακόμα και των νέων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, που εκ των πραγμάτων έχουν δημιουργηθεί. Δεν μπορείς να έχεις δυο τουλάχιστον χωριά μετανάστες στην Αυστραλία και αλλού, και να μην ανέχεσαι τους σύγχρονους οικονομικούς πρόσφυγες στον τόπο σου. Γιατί «μια χώρα, μάνα τόσων ξενιτεμένων, που έχει γράψει τόσα τραγούδια για τη μαύρη ξενιτειά, θα έπρεπε να συμπεριφέρεται με πολύ μεγαλύτερη συμπάθεια και κατανόηση στους ξένους», λέει ο Βασίλης Αλεξάκης σε πρόσφατη συνέντευξή του.
Φυσικά και δεν μένει εκεί ή μόνον εκεί το θέμα. Όμως η αναγέννηση ενός τόπου, κι ένα καλό παράδειγμα στο νησί μας είναι και η Καλλονή, όπου προφανώς δραστηριοποιούνται οι επιχειρηματίες τού «Πανελλήνιον», χρειάζεται πολλά πράγματα για να επιτευχθεί. Ιδέες, συνεργασίες, εκμετάλλευση ευκαιριών, αξιοποίηση του τοπικού δυναμικού και των τοπικών προϊόντων και χρησιμοποίηση όποιου άλλου μπορεί να είναι χρήσιμο, οργάνωση και δουλειά, πολλή δουλειά.
Αυτή την πλάτη πρέπει να βάλουν όποιοι νοιάζονται για την ανάσχεση του θανάτου, που νομοτελειακά έρχεται. Γιατί τα «Πανελλήνια», μόνο τυχαία δεν γίνονται.
Υ.Γ. Ευχαριστώ από καρδιάς τους συναδέλφους Δημήτρη Κίνδερλη του «Δημοκράτη Μυτιλήνης» και Χριστίνα Βογιάννη, των «Αιολικών Νέων» για τα θερμά λόγια με τα οποία υποδέχθηκαν το πόνημά μου «Ο θείος μου ο Άγιος».
2.6.2009