Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Το Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου στη Μυτιλήνη, ως μία από τις εκδηλώσεις εορτασμού για τα 100 χρόνια από την ενσωμάτωση της Λέσβου στον εθνικό κορμό, υπήρξε μια από τις πολύ επιτυχημένες εκδηλώσεις του είδους και για το οποίο έχουν γραφτεί ήδη κάποια πράγματα. Φυσικά με το παρόν σημείωμα δεν έχω την πρόθεση να κάνω την αποτίμηση των εργασιών του Συνεδρίου, επειδή αυτό έπρεπε να γίνει στην ώρα του και η ώρα αυτή έχει περάσει.
Ωστόσο, με αφορμή ακριβώς το Συνέδριο, θέλω να εκθέσω κάποιες σκέψεις σχετικά με την ιστορική πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί στη Λέσβο, αλλά και ευρύτερα σε όλο τον υπό οθωμανική κατοχή ελλαδικό χώρο.
Είναι γεγονός ότι ένα είδος ιστοριογραφίας κυρίως του 19ου αιώνα, το οποίο όμως δίνει κάποια δείγματα και στις μέρες μας, θεωρεί ότι η ιστορία των υπό οθωμανική κατοχή Ελλήνων εξελισσόταν ανεξάρτητα από την ιστορική διαδρομή του κυριάρχου. Ωσάν δηλαδή να υπήρχαν δύο εθνότητες σε ένα χώρο και υπό μία κεντρική διοίκηση, την οθωμανική εν προκειμένω, αλλά η κατακτημένη χριστιανική εθνότητα μπορούσε να διαγράφει μια τροχιά εκτός του πλαισίου του Οθωμανού κατακτητή.
Με βάση λοιπόν αυτή την άποψη, η ιστορία της Τουρκοκρατίας είναι αποκλειστικά μια αμιγής ελληνική υπόθεση, ενώ ο κατακτητής απλώς ενδιαφερόταν για τη συλλογή των φόρων και την επιβολή της τάξης.
Όμως είναι δυνατόν δύο λαοί να συνυπάρξουν επί τόσους αιώνες χωρίς να δεχθεί ο ένας την επίδραση του άλλου; Είναι δυνατόν ο κατακτημένος χριστιανός να αγνοεί την οθωμανική πραγματικότητα σε πράγματα και υποθέσεις αυτής ακριβώς της πραγματικότητας, στην οποία μπορούσε να συμμετέχει ως χριστιανός Οθωμανός υπήκοος; Φυσικά υπήρχαν θεσμοί, όπως λ.χ. η θρησκεία και η θεσμική έκφρασή της, η Εκκλησία, οι οποίοι διατήρησαν, για λόγους που δεν είναι της παρούσης, μια σχετική αυτονομία.
Το ίδιο συνέβαινε και με την ύπαρξη των σχολείων, των μοναστηριών κ.τ.λ.. Όμως υπήρχαν και θεσμοί, όπως λ.χ. η απονομή της Δικαιοσύνης, οι οποίοι δρούσαν παράλληλα και στους οποίους ο ραγιάς μπορούσε να απευθυνθεί κατά το συμφέρον του. Με άλλα λόγια, μπορούσε να λύσει μια υπόθεσή του μέσω του εκκλησιαστικού δικαίου - και αυτό έκανε τις περισσότερες φορές -, αφού ο ρόλος της Εκκλησίας στο πεδίο αυτό ενισχύθηκε σημαντικά. Όμως ο ραγιάς, ως Οθωμανός πολίτης μπορούσε παράλληλα να προσφύγει και στο μουσουλμάνο δικαστή (στον καδή και το ναΐπη) για ζητήματα τα οποία θεωρούσε ότι μπορεί να βρει εκεί τη λύση τους.
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές μού έδωσαν ορισμένες παρεμβάσεις στο Συνέδριο που ανέφερα παραπάνω, όπου με εμφανή αμηχανία και δισταγμό ορισμένοι, όχι ασφαλώς επαγγελματίες ιστορικοί, αναρωτιόνταν αν ενδεχομένως έκαναν λάθος, ή δεν είχαν διαβάσει σωστά τα έγγραφα, επειδή ακριβώς, μέσω αυτών διαπίστωναν ότι Λέσβιοι χριστιανοί κατέφευγαν στη μουσουλμανική Δικαιοσύνη για να συνάψουν ένα γάμο, ο οποίος ενδεχομένως σκόνταφτε στο χριστιανικό εκκλησιαστικό Δίκαιο. Μάλιστα, τέτοιοι γάμοι ονομάζονταν γάμοι διά κεπηνίου.
Και φυσικά δεν αναφερόμαστε σε άλλες υποθέσεις σοβαρότερες, όπως λ.χ. ήταν τα εγκλήματα, για τα οποία τη λύση θα έδιναν τα δικαστήρια του κυριάρχου. Κατά τρόπο αντίστροφο, αλλά όχι τόσο συχνό είναι αλήθεια, υπάρχουν και περιπτώσεις που μουσουλμάνοι, όταν είχαν κάποια διαφορά, συνήθως οικονομική με χριστιανό διάδικο, κατέφευγαν στην Εκκλησία και ζητούσαν τον αφορισμό του χριστιανού ραγιά, επειδή ο τελευταίος τούς είχε αδικήσει σε κάποια δοσοληψία.
Πράγματα απλά και εύλογα, θα μου πείτε. Ωστόσο, μπορεί αυτά να γράφονται και να ξαναγράφονται από τους ιστορικούς, αλλά η δημόσια ιστορία, όπως αυτή προσλαμβάνει την ιστορική πραγματικότητα και τη διαχέει μέσω της εκπαίδευσης, βρίσκεται πάντα αρκετά βήματα πίσω, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο σε πολλούς τσαρλατάνους να διαστρεβλώνουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα.