Αλλαγή πολιτικής;

07/08/2012 - 15:57

Οι διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που σχετίζονται με την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα στη θάλασσα, ξεκίνησαν ουσιαστικά τις αρχές της δεκαετίας τού 1970, όταν για πρώτη φορά ευθέως αμφισβητήθηκε από την Τουρκία η ελληνική υφαλοκρηπίδα των νήσων Σαμοθράκης, Λήμνου, Αγίου Ευστρατίου, Λέσβου, Χίου, Ψαρών και Αντιψαρών.

Ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο

1. Οι διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που σχετίζονται με την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα στη θάλασσα, ξεκίνησαν ουσιαστικά τις αρχές της δεκαετίας τού 1970, όταν για πρώτη φορά ευθέως αμφισβητήθηκε από την Τουρκία η ελληνική υφαλοκρηπίδα των νήσων Σαμοθράκης, Λήμνου, Αγίου Ευστρατίου, Λέσβου, Χίου, Ψαρών και Αντιψαρών. Η αμφισβήτηση αυτή εκδηλώθηκε με τη δημοσίευση στην τουρκική επίσημη εφημερίδα απόφασης με την οποία παρεχόταν η άδεια στην τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίων να διεξαχθούν έρευνες στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Χωρίς να υπεισέλθω σε ιστορικής σημασίας λεπτομέρειες, αφού άλλωστε δεν είναι αυτός ο σκοπός του άρθρου, αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή και ως απάντηση στην ανωτέρω τουρκική ενέργεια, «χτίστηκε» όλη η ελληνική επιχειρηματολογία, νομική και πολιτική, η οποία ακολουθήθηκε από πολλές διαδοχικές κυβερνήσεις αλλά και από τους υπηρεσιακούς παράγοντες του Υπουργείου Εξωτερικών. Το βασικό περίγραμμα αυτής της γραμμής ήταν ότι:
α. Μοναδική αποδεκτή διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποτελεί η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
β. Η δικαιοδοτική επίλυση της σχετικής διαφοράς είναι και η αποδεκτή από ελληνικής πλευράς μέθοδος που θα πρέπει να ακολουθηθεί.
γ. Εφαρμοστέοι είναι οι συμβατικοί κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.
Ειδικά για το εφαρμοστέο δίκαιο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι από την αρχική αυτή θέση παρατηρήθηκε μια διαφοροποίηση μετά την υπογραφή του πρακτικού της Βέρνης, αλλά και πολύ αργότερα μετά την κρίση των Ιμίων, όπου πλέον δεν απορριπτόταν από ελληνικής πλευράς η συζήτηση κατά τη σύνταξη του συνυποσχετικού και για το εφαρμοστέο δίκαιο.

2. Η γραμμή αυτή στην οποία παρέμενε πιστή η ελληνική πλευρά με δογματική ευλάβεια για δεκαετίες, αποτελούσε την ασπίδα, κατ’ αρχήν κατά των τουρκικών διεκδικήσεων και απαιτήσεων, οι οποίες πολύ έντεχνα παρέμεναν, από την έναρξη ακόμα της διαφοράς αλλά και στη συνέχεια, απροσδιόριστες και ομιχλώδεις. Αυτή η πολύ καλά στημένη αοριστία όλων των επίσημα διατυπωμένων τουρκικών θέσεων, επέτρεψε στην Τουρκία στο πέρασμα σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών να επεκτείνει συνεχώς τις διεκδικήσεις της. Από την αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο Αιγαίο, φτάσαμε να αμφισβητείται η ίδια η κυριαρχία μας.
Στην παράλογη αυτή επεκτατικότητα δεν μπορεί να υπάρχει άλλη απάντηση παρά η ανένδοτη «εμμονή» στη μια και μοναδική διαφορά της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας (υπό προϋποθέσεις και της ΑΟΖ), τουλάχιστον για να μην υποταχθούμε στην πολιτική του παραλόγου.

3. Εδώ θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί, για λόγους αντικειμενικότητας, ότι όλα αυτά τα χρόνια που οι επίσημες ελληνικές θέσεις έβλεπαν το φως της δημοσιότητας, πολύ απρόσεκτα γινόταν συνεχώς μνεία σε διαφορά περί την «υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου» και όχι περί ελληνοτουρκικής υφαλοκρηπίδας που περιλαμβάνει και περιοχές στη Μεσόγειο. Κατά έναν περίεργο τρόπο, ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής επικράτειας είχε «ξεχαστεί». Το Καστελλόριζο, η νότιες ακτές της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κρήτης, ασφαλώς δε βρίσκονται στο Αιγαίο, αλλά στη Μεσόγειο. Όταν λοιπόν ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών ήρθε να μας πει κάτι κοινότυπο και γνωστό, ότι δηλαδή το Καστελλόριζο δεν ανήκει στο Αιγαίο, πολλά φωνές έσπευσαν να μιλήσουν περί αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας επί του νησιού και πως είναι αδιανόητο «να δηλώνει ότι το Καστελλόριζο δεν ανήκει στο Αιγαίο», αδυνατώντας να αντιληφθούν την πραγματική διάσταση των δηλώσεών του. Ο Τούρκος υπουργός δε θέλησε να αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία στο εν λόγω νησί, αυτή είναι αναμφισβήτητη και αν δεν κάνω λάθος μετά από λίγες μέρες το επεσήμανε και ο ίδιος, αυτό που επεδίωξε, βρίσκοντας βέβαια αφορμή και στην πάγια ελληνική φρασεολογία περί της διαφοράς της «υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου», ήταν να «σπάσει» τη γεωγραφική, οικονομική και πολιτική συνέχεια του ελλαδικού νησιωτικού χώρου. Με αυτόν το χειρισμό αφενός θα επεδείκνυε στο εξωτερικό την καλοπροαίρετη στάση της Τουρκίας ως προς το πάγιο αίτημα της Ελλάδας για διευθέτηση του ζητήματος στο Αιγαίο, αφετέρου - και σαφώς σημαντικότερο - προσπάθησε να επιτύχει τη διάσπαση της όποιας διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς απομονώνοντας το Καστελλόριζο και τα κυριαρχικά δικαιώματα που από αυτό εκπορεύονται, σε μια ξεχωριστή διαδικασία από τα νησιά του Αιγαίου, που βεβαίως θα ήταν εθνικά επαχθές εάν λάβουμε υπόψη και νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου.

4. Αν εξαιρέσουμε την παραπάνω ολιγωρία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να προβλέψει κάποια βήματα μετά, στη διπλωματική σκακιέρα της ανατολικής Μεσογείου, το πλαίσιο το οποίο είχε στηθεί από τα μέσα της δεκαετίας τού 1970 και εντός του οποίου είχαμε αποφασίσει να κινηθούμε, ήταν ορθό. Ασφαλώς υπήρξαν ολιγωρίες, ανεπάρκεια, σφάλματα που μας κατέστησαν τον αδύναμο κρίκο στο παιχνίδι που παίζεται εδώ και χρόνια με τη γείτονα χώρα, παρ’ όλα αυτά επαναλαμβάνω ότι το πλαίσιο ήταν ορθό και αυτό μάς επέτρεπε να διορθώνουμε τα λάθη, να επουλώνουμε τις μικροπληγές και να εξακολουθούμε να μένουμε στο παιχνίδι.
Αιφνίδια, πριν από περίπου δυο χρόνια, υπήρξε μια ριζική αλλαγή σε όλα αυτά που μέχρι τότε θεωρούσαμε αυτονόητα. Παρατηρώντας τις κυβερνητικές δηλώσεις, αλλά και επιλεγμένες ανακοινώσεις τού ΥΠΕΞ, διαπιστώνει κανείς ότι όλο και ποιο συχνά διολισθαίνουμε από τη γραμμή της μιας και μοναδικής διαφοράς που ασφαλώς επιθυμούμε να επιλύσουμε, στην αποδοχή της διάθεσης για διευθέτηση «όλων των διαφορών» με τη γείτονα. Ποιες είναι αλήθεια όλες αυτές οι διαφορές που φυσικά, αφού δεχόμαστε να συζητήσουμε, δεχόμαστε ότι υπάρχουν; Τι είναι αυτό που μας οδήγησε, ειδικά σε αυτήν τη δυσμενή συγκυρία για τη χώρα μας, να γκρεμίσουμε το βασικό και μοναδικό ίσως σταθερό πυλώνα της εξωτερικής μας πολιτικής; Αλλά στροφή υπήρξε και στον τρόπο επίλυσης της διαφοράς που τουλάχιστον επίσημα επιθυμούμε. Η δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς μπήκε στο περιθώριο, έστω και προσωρινά, και προβάδισμα πήραν οι διμερείς διαπραγματεύσεις. Ενδεχομένως, και αυτός ο τρόπος, ο διμερής διάλογος μεταξύ θεσμικών παραγόντων, να μην είναι μια τόσο κακή επιλογή εφόσον οι διεθνείς συγκυρίες μάς ευνοούν. Μας ευνοούν όμως; Δεν θα ήθελα να μπω σε μια διαδικασία σχολιασμού, φημών, διαδόσεων και υποθέσεων, γιατί δυστυχώς η διαφαινόμενη τάση για μυστική διπλωματία δεν έχει αφήσει πολλά περιθώρια ενημέρωσης για το τι πραγματικά συζητιέται στις αλλεπάλληλες ελληνοτουρκικές συναντήσεις. Προς τι η πρόσφατη δήλωση του Έλληνα ΥΠΕΞ για τη μη εξαγγελία ΑΟΖ στο Αιγαίο; Δεν ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι η εξαγγελία τής ΑΟΖ είναι πανάκεια, ανήκω όμως σε αυτούς που ξεκάθαρα βλέπουν στη δήλωση αυτή έναν ανεπίτρεπτο διαχωρισμό ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, κάτι που όπως ήδη σχολίασα επιδιώκει η άλλη πλευρά. Τα ερωτήματα που αναπόφευκτα προκύπτουν μετά την επανατοποθέτηση των εθνικών γραμμών, είναι πολύ απλά.
Γιατί με αυτό τον τρόπο; Γιατί τώρα;
 
* Ο Δημήτρης Παπαγιαννίδης είναι αντιναύαρχος Π.Ν. ε.α., επίτιμος διοικητής Ναυτικής Εκπαιδεύσεως.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey