Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
«Έτυμον», στην Αρχαία Ελληνική Γλώσσα σημαίνει το αληθές, το πραγματικό, το βέβαιον∙ και ετυμολογία σημαίνει την αναζήτηση και την εύρεση της αλήθειας μιας λέξης, ήτοι, ποια είναι η ρίζα της, η πρωτότυπη λέξη από την οποία προήλθε η λέξη που ετυμολογείται και ποια η γενετική συγγένειά της με την αρχική λέξη (ως προς την ρίζα και την σημασία της).
Από lexadmin <https://lexicon.gr/author/lexadmin/>
{Περιπλάνηση στην ετυμολογία των λέξεων.
«Η ετυμολογία είναι αυθόρμητη τάση τού ανθρώπου. ΄Ολοι έχουμε την τάση αρκετά συχνά να αναζητούμε, να ανασυνθέτουμε εκ του προχείρου ή να νομίζουμε προς στιγμήν ότι ανακαλύπτουμε «από πού βγήκε» μια λέξη. Και το απολαμβάνουμε. Ωστόσο, δύο αιώνες ενασχόλησης της γλωσσικής επιστήμης (Ιστορικοσυγκριτικής Γλωσσολογίας) με την ετυμολογία των λέξεων έχει δείξει -και το έχει διακηρύξει ρητά ο αείμνηστος Γ. Χατζιδάκις, ο πατέρας της ελληνικής Γλωσσολογίας- ότι δεν υπάρχει δυσκολότερο εγχείρημα από την (επιστημονική) διερεύνηση της προέλευσης και των περιπετειών στην ιστορική εξέλιξη μιας λέξης. Η απόσταση ανάμεσα στην επιστημονική ετυμολογία και την παρ-ετυμολογία ή τη λαϊκή ετυμολογία είναι χαώδης. Η παρετυμολόγηση της λέξης πανταλόνι από το «πάντα λειώνει» δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα: τη λέξη πήραμε από την Ιταλική, όπου η λέξη «pantaloni» προήλθε από το όνομα του Pantalone, ενός ήρωα της ιταλικής commedia dell’ arte (17ος αι.), ο οποίος φορούσε μακριές και φαρδιές περισκελίδες (πανταλόνια). Ούτε η μπριζόλα είναι από το «εν πυρί ζέει όλα»! Είναι από μια βενετσιάνικη λέξη, τη λ. brisola, δάνειο κι αυτή από το γαλλικό bresole, που προήλθε από το ιταλ. braciola, από brace «αναμμένο κάρβουνο», κι αυτό από μεταγενέστερο λατινικό brasa, που ίσως έχει γερμανική αρχή (πβ. σουηδικό brasa «φωτιά». Η ετυμολογία τής λέξης καγκουρό, που δηλώνει το γνωστό μαρσιπποφόρο θηλαστικό της Αυστραλίας, λέγεται ότι προήλθε από τη φράση των ιθαγενών (Aborigines) της Αυστραλίας ka gouro, δηλ. «δεν ξέρω», με την οποία απάντησαν στον Άγγλο εξερευνητή J . Cook, όταν τους ρώτησε πώς ονομάζουν αυτό το ζώο! Ενώ η ευαγγελική φράση «μη μου άπτου», την οποία είπε ο Χριστός προς τη Μαρία μετά την Ανάσταση («μη μου άπτου, ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον πατέρα», Ιωάν. 20. 17), μια φράση που σήμαινε «μη με αγγίζεις», έφτασε -από παρερμηνεία ή συνειδητή μεταφορά- να σημαίνει τον υπερβολικά ευαίσθητο, τον ευπαθή ή τον μυγιάγγιχτο, που καμία σχέση δεν έχει με το δογματικό περιεχόμενο τής ευαγγελικής χρήσεως»}.
Πολύ ενδιαφέρουσα και ενδεικτική του τρόπου γέννησης των λέξεων είναι και η ιστορία της λέξης « τραμπούκος»: η ονομασία προήλθε από το ισπανικό trabuco, είδος πούρου, που πρόσφεραν- σε παλιότερες εποχές- οι Κομματάρχες στους «παλικαράδες» που προσλάμβαναν, προκειμένου να εκφοβίσουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους∙ κι έτσι από το πούρο, που ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα των ατόμων που βιαιοπραγούσαν εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του «εργοδότη» τους, η λέξη «τραμπούκος», αποδίδεται, σήμερα, σε κάθε άτομο που βιαιοπραγεί, προκειμένου να εκφοβίσει όσους είναι αντίθετοι προς την δική του άποψη ή του «αφεντικού» του.
Η λέξη «τραγιάσκα», όπως ονομάζεται στην νεοελληνική γλώσσα ένα είδος κασκέτου, οφείλει την ονομασία του…στις ζητωκραυγές Ρουμάνων εκδρομέων, οι οποίοι, όταν αφίχθηκαν στην Αθήνα, από τον ενθουσιασμό τους φώναζαν «Ζήτω η Ελλάδα» (στα ρουμάνικα traiasca Crecia») πετώντας τα καπέλα τους στον αέρα∙ και οι παριστάμενοι Έλληνες θεατές, από παρανόηση, ταύτισαν το είδοςτου καπέλου των Ρουμάνων με το «Ζήτω» που κραύγαζαν ονομάζοντάς το «τραγιάσκα!
Επίσης, με έναν ιδιαίτερο τρόπο γεννήθηκαν κάποιες λέξεις της Νεοελληνικής Γλώσσας: το επίθετο που συνόδευε, σε μια φράση, το ουσιαστικό, ως επιθετικός προσδιορισμός κάποιας ιδιότητας του ουσιαστικού, υποκατέστησε το ουσιαστικό ( που παραλειπόταν κατά την ομιλία και, με την πάροδο του χρόνου, εξαφανίστηκε), π.χ. στην φράση «νεαρόν ύδωρ»= το φρέσκο νερό, παραλείφθηκε η λέξη «ύδωρ» και έμεινε, μόνον, η λέξη «νεαρόν», από την οποίαν προήλθε η, εν χρήσει, σήμερα, λέξη, νερό( ε την συναίρεση των φωνηέντων εα= ε)∙ παρομοίως και από την φράση «Ποντικός μυς», που σήμαινε το ποντίκι που ζούσε στα καράβια που, συνήθως, ταξίδευαν στον Πόντο, χάθηκε η αρχαία λέξη «μυς» και στην θέση του έμεινε η λέξη «ποντικός»!
Η ύπαρξη ξενόφερτων λέξεων καθιστά δύσκολη την ετυμολογία και πολλές φορές, οδηγεί στην παρετυμολογία, όταν αυτές οι λέξεις εκλαμβάνονται ως ελληνικές, π.χ. στην Βρισαγώτικη- Λεσβιακή ντοπιολαλιά, η λέξη «δισπίχια», όπως ονομάζαμε τα κομμένα λιοκούκουτσα που τα κάναμε κομπολόι ή τα παίζαμε, αντί για ψήφες, στα παιδικά μας παιχνίδια και το ρήμα «αλικοντίζω» που σημαίνει απομακρύνω, εμποδίζω ή απασχολώ για να μη ξεφύγει κάποιο μικρό παιδί ή ζώο και κάνει κάποια ζημιά, εάν επιχειρήσουμε να τα ετυμολογήσουμε με βάση την Ελληνική Γλώσσα (δισπίχια= δύο+ πήχεις!) και το «αλικοντίζω» ότι προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη αλέκω (μελλ. αλέξω), που φαίνεται να έχει μεγάλη ομοιότητα, μορφολογικά και σημειολογικά, τότε θα οδηγηθούμε στην παρετυμολογία των λέξεων, διότι και οι δυο λέξεις προέρχονται από την τουρκική γλώσσα: τα « δισπίχια» από την τουρκική λέξη tespih=κομπολόι, ροζάριο∙ και το «αλικοντίζω» από την τουρκική λέξη alikoymak=κρατώ, συγκρατώ, εμποδίζω, αποτρέπω (από το θέμα του Αορ. alikoydim) ( υπάρχει και η άποψη πως η τουρκική λέξη alikoymak είναι δάνειο από την ελληνική).
*Σημείωση: τα περισσότερα ρήματα στην νεοελληνική Γλώσσα που λήγουν σε ΝΤΙΖΩ {καζαντίζω, καπλαντίζω, σασσιρντίζω, σιχτιρντίζω, μπαϊλντίζω, καρσιλαντίζω (από τον Αορ.Karssiladim του ρ.karssilamak= αντικρύζω), κιρντίζω (από τον Αορ.kirdim:του ρ.kirmak= κόβω, σπάζω)}, καθώς και πολλά ονόματα με την κατάληξη ΤΣΗΣ ή ΤΖΗΣ, ΟΓΛΟΥ (παπουτσής, καλαϊτζής, καλπακτσής, κιρατζής, πατσατζής, Μποσταντζόγλου ) παραπέμπουν στην τουρκική Γλώσσα [και ελληνικά ονόματα, ως προς την ριζική λέξη, με την προσθήκη της τουρκικής κατάληξης ci= τσι ή τζι (bostanci) ή την παραγωγική κατάληξη oglu= γιος, π.χ. πατωματζής, φαναρτζής, Κόντογλου}.
Πολλές λέξεις, επίσης, με αρχικό φθόγγο ΜΠ και ΝΤ (Τουρκ. μπαξές, μπιχτσής, μπεκιάρης, μπαρντακτσής, μπόσικος, μπόλικος. Ιταλ. μπάρμπας, μπαλάντα, μπούσουλας. Βεν. μπαγκάζια, , μπαστούνι. Γαλλ. μπαλόνι. Πορτ. μπανάνα.) παραπέμπουν- ετυμολογικά -στην τουρκική και σε άλλες ξένες γλώσσες, καθότι στην αρχαία Ελληνική Γλώσσα δεν υπήρχαν- ως αρχικά γράμματα στις λέξεις- οι φθόγγοι b(μπ ) και d(ντι) (παρά μόνον Βήτα και Δέλτα) ( οι νεοελληνικές λέξεις μπαλώνω και μπαλωματής, μποδίζω και μπαίνω προήλθαν από τις αρχαιότερες λέξεις εμβαλώνω , εμποδίζω και εμβαίνω, στις οποίες, μετά την αποβολή του αρχικού Ε, το μβ έγινε μπ).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ως προς την ετυμολογία τους παρουσιάζουν, επίσης, πολλές πανάρχαιες λέξεις που διατηρήθηκαν, στην χωριάτικη ντοπιολαλιά - πολλές παρεφθαρμένες, σαν τα αρχαία νομίσματα, που τα έφθειρε η σκουριά του χρόνου - π. χ. η αρχαία ελληνική λέξη όμφακες και το υποκοριστικό της ομφάκια= άγουρα, ανώριμα (φρούτα) διατηρήθηκε στην ιδιωματική Γλώσσα (με τροπή του αρχικού Ο σε Α, με αποβολή του Μ και με την προφορά του Κ ως ΤΣΙ( τσιτακισμός) ως «αφάτσια», με την ίδια σημασία, όπως και η αρχαία λέξη όμφακες ( άγουρα).
Η λέξη ορχείται του ρ. ορχούμαι = χορεύω, στην ντοπιολαλιά (με τροπή του αρχικού Ο σε Α) «αρχιέται» (λέγεται για ζώα που χοροπηδάν, σαν να χορεύουν). Υπολήνιον (υπό+ ληνός= πατητήρι), στην ντοπιολαλιά «πουλήμ΄» (δεξαμενή για την υποδοχή του αλεσμένου ελαιόκαρπου). «Μήλον»= πρόβατο και μήλειον=αρνίσιο (στην ντοπιολαλιά επιβίωσε η λέξη «μ΄λί»= μαγιά, για το πήξιμο του τυριού, που προερχόταν από το πηγμένο γάλα, στο στομαχάκι του σφάγιου, μικρού αρνιού). Χίμαιρα= αίγα, γίδα ( θηλ. του χίμαρος= τράγος) και Χιμαιρίς= ερίφιον, στην ντοπιολαλιά «Χμαίρα»= κατσίκα και «χμαίρ΄»= κατσικάκι. Αμόργη= το κατακάθι από την έκθλιψη του ελαιόκαρπου, στην ντοπιολαλιά «αμούρη»= τα υγρά απόβλητα του ελαιοτριβείου.