Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Το μυαλό μου από την περασμένη εβδομάδα γυρίζει και πάλι στο χωριό που γίνεται το άλλοθι του ελληνικού και του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού. Και τι ανθρωπισμού! Μερικές χιλιάδες άνθρωποι στοιβαγμένοι διαβιούν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες κοντά σε ένα μικρό χωριό που προσπαθεί να σηκώσει το βάρος που επωμίζεται και να βιώσει την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής του, με αξιοπρέπεια, αποφεύγοντας ταυτόχρονα αφοριστικές κατηγορίες για «φασιστική» και «ρατσιστική» συμπεριφορά.
Με το φτωχό μου το μυαλό καταλήγω ότι στην ήρεμη και φιλήσυχη πριν δυο χρόνια τουλάχιστον περιοχή του νησιού μας εκτυλίσσονται καθημερινά δύο όψεις του ίδιου δράματος: το δράμα των προσφύγων και αυτό του τοπικού πληθυσμού. Με το τελευταίο ελάχιστοι δημόσια είμαστε αλληλέγγυοι, επικαλούμενοι έναν μονόπλευρο ανθρωπισμό, αυτονόητα ασφαλώς, και εξίσου εύκολα όμως, καθώς όσοι βιαζόμαστε να ρίξουμε το ανάθεμα στις σπασμωδικές και άστοχες κάποτε αντιδράσεις του τοπικού πληθυσμού, δε συμμετέχουμε ούτε κατά διάνοια στις συνέπειες που αυτός υφίσταται. Είναι αυτονόητο ότι η οργανωμένη κοινωνία προϋποθέτει πως ο πολίτης δεν παίρνει τον νόμο στα χέρια του. Έχει ωστόσο ενδιαφέρον να σκεφτούμε ποιος πραγματικά όπλισε πριν δέκα μέρες το χέρι που τόσο συζητήθηκε; Ο φασισμός ή ο φόβος; Ο ρατσισμός ή η απουσία της πολιτικής προστασίας;
Συζητώντας το ζήτημα με δύο φίλους δημοσιογράφους της τοπικής κοινωνίας, ένιωσα να γεννιούνται στο μυαλό μου ερωτήματα, στα οποία απαντήσεις δε βρήκα. «Κοίταξε, οι αντιδράσεις είναι θέμα ρατσισμού» υποστήριξε ο πρώτος. Σκέφτηκα τι θα άλλαζε αν οι πρόσφυγες ήταν Έλληνες. Πιστεύω τίποτα, είναι όμως μια υπόθεση. «Τριάντα - σαράντα άτομα δημιουργούν όλο το πρόβλημα στις τέσσερις χιλιάδες των προσφύγων. Τόσα παραβατικά άτομα εντοπίζονται σε κάθε λεσβιακό χωριό» συμπλήρωσε ο φίλος. Με την τελευταία άποψη διαφώνησα εμπειρικά. Έθεσα το θέμα και σε ανώτερο αξιωματικό της αστυνομίας. Την απέρριψε κατηγορηματικά: «Σε ποιο χωριό τα είδες εσύ να με πας και μένα να τα δω τα σαράντα άτομα που ενεργούν επανειλημμένα παραβατικά και ανεμπόδιστα, χωρίς μάλιστα να ταυτοποιούνται;» απάντησε.
Έχω πολλά χρόνια να πάω στη Μόρια. Σκέφτηκα το δικό μου το χωριό. Μένουν δε μένουν εξακόσια άτομα μόνιμα. Έβαλα σε λειτουργία την ενσυναίσθηση: μερικές εκατοντάδες άνθρωποι, όλων των ηλικιών, πολλοί από αυτούς ζουν μόνοι τους, συμβιώνουν με μερικές χιλιάδες άγνωστων ανθρώπων, λίγες δεκάδες από τους οποίους έχουν παραβατική συμπεριφορά, πλημμελή ως επί το πλείστον, παραβατική πάντως, χωρίς να είναι διευκρινισμένο ποιοι είναι αυτοί και με επίγνωση ότι κάθε ζημιά που προκαλείται και κάθε απώλεια που σημειώνεται παραμένει χωρίς αποζημίωση…… «Εδώ τόσος κόσμος πνίγηκε, τόσοι χάσανε την πατρίδα τους και σένα σε νοιάζει ένα χωράφι που κάηκε;» σχολίασε ο δεύτερος φίλος. «Φαντάζομαι ότι ενδιαφέρει τον ιδιοκτήτη του» έδωσα λάθος απάντηση, γιατί τον έκανα να φωνάζει. Σκέφτηκα ότι πάντα θα υπάρχουν Ιφιγένειες που θα θεωρούνται παράπλευρες απώλειες και πάντα το μεγάλο πρόβλημα θα είναι να μην παίξουμε εμείς αυτόν τον ρόλο. Μόλις συνειδητοποίησα άλλον έναν λόγο που η συλλογικότητα έχει χαθεί από καιρό σε αυτήν την ιστορία.
Η ιστορία του προσφυγικού κινδυνεύει να προκαλέσει μια κρίση στην τοπική μας κοινωνία, η οποία φοβάμαι ότι θα γεννήσει ακρότητες κάθε είδους. Στους ανθρώπους που δυσκολεύονται και δοκιμάζονται, χωρίς να λαμβάνουν κάποια ηθική υποστήριξη, δεν αισθάνομαι καμία ανάγκη να ρίξω ανάθεμα. Ούτε αναγνωρίζω τιμητές σε αυτήν την ιστορία. Δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα όλο αυτό. Ή μάλλον θα έχει. Ό, τι απευχόμαστε. Και για το αποτέλεσμα αυτό δεν ευθύνεται το προσφυγικό, ούτε οι πρόσφυγες. Εμείς θα φταίμε. Αντιδημοκρατικές στάσεις παράγονται, όταν η δημοκρατία διανύει κρίση. Ζούμε μια ιδιότυπη κρίση αλληλεγγύης. Αγνοήσαμε επικίνδυνα τον τοπικό πληθυσμό. Αντί να τον ακούσουμε και να προσπαθήσουμε να τον μεταπείσουμε, σαφώς όχι όλοι, πολλοί όμως από αυτούς που διαθέτουμε δημόσιο λόγο τον αποδοκιμάζουμε. Δεν ξέρω αν είναι αργά, ακόμη και έτσι όμως είναι ανάγκη να καταλάβουμε κάθε άνθρωπο που υποφέρει. Ανεξαιρέτως.
Καλυψώ Ν. Λάζου-Μπαλτά
φιλόλογος