Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Εκτός από τον τεράστιο αναχρονισμό, που επισημαίνει ο διαπρεπής Συνταγματολόγος Ν. Αλιβιζάτος, αναφορικά με την αντίδραση των κομμάτων της Μείζονος και της Ελάσσονος Αντιπολίτευσης στην κυβερνητική πολιτική για την ίδρυση και στην χώρα μας «μη κρατικών πανεπιστημιακών Σχολών», η στάση των αντιπολιτευόμενων στην κυβερνητική πρωτοβουλία είναι απροκάλυπτα υποκριτική, όταν το βασικό επιχείρημα που προβάλλουν, για να δικαιολογήσουν την αντίθεσή τους (και για να ξεσηκώσουν και τους φοιτητές, ακόμα και τα σχολιαρόπαιδα) είναι ότι« η εισβολή των ιδιωτών στην εκπαίδευση θα εμπορευματοποιήσει την παιδεία του ελληνικού λαού, θα υποβαθμίσει την δημόσια Εκπαίδευση και θα πλήξει τα παιδιά των κατώτερων κοινωνικών τάξεων που θέλουν να σπουδάσουν»!
Πολλοί από αυτούς που αποκαλούν ως «ιδιωτική εκπαίδευση» την δημιουργία παραρτημάτων από πιστοποιημένα πανεπιστημιακά ιδρύματα και προβάλλουν ως«μπαμπούλα» την ιδιωτική εκπαίδευση, ακόμα και οι λεγόμενοι «Αριστεροί» και «Αριστερούληδες», έχουν οι ίδιοι σπουδάσει σε ξένα μη κρατικά πανεπιστήμια ή έχουν επιλέξει τα καλά και ακριβά ιδιωτικά σχολεία για να φοιτήσουν και να μορφωθούν- εγγυημένα και με ασφάλεια- τα δικά τους παιδιά!
Ιδιωτικά σχολεία και Σχολές, Κολλέγια και Ινστιτούτα Ξένων Γλωσσών και Φροντιστήρια για τα μαθήματα της Μέσης Εκπαίδευσης και των εισαγωγικών στα Α.Ε.Ι. έχουν ιδρυθεί με την έγκριση όλων των κυβερνήσεων και λειτουργούν επί χρόνια, με την αποδοχή όλων των κομμάτων, παράλληλαμε τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα, και πολλά από αυτά, κατά κοινή αναγνώριση, έχουν συμβάλλει στην προαγωγή της εκπαίδευσης των Ελληνοπαίδων!
Προς τι, λοιπόν, τόσα «κροκοδείλια δάκρυα» για την δυστυχή Δημόσια Εκπαίδευση που κινδυνεύει από τον… «ολετήρα» των μη κρατικών Πανεπιστημίων, τα οποία, μάλιστα, δεν θα είναι «επιχειρήσεις» ιδιωτών, αλλά παραρτήματα πιστοποιημένων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων; Και, μάλιστα, όταν είναι γνωστό σε όλους το τεράστιο πρόβλημα της φυγής ελληνικών κεφαλαίων και εγκεφάλων με την μετανάστευση 40.000 νέων της χώρας μας, οι οποίοι καταφεύγουν για τις σπουδές τους στα πανεπιστήμια άλλων χωρών, διότι δεν θέλησαν να υποστούν την βασανιστική δοκιμασία των Πανελλαδικών Εξετάσεων για τα ΑΕΙ, άλλοι γιατί απέτυχαν να εισαχθούν στην Σχολή που επιθυμούσαν και άλλοι γιατί αμφισβητούν το κύρος των σπουδών και την αξία των πτυχίων που παρέχουν τα ελληνικά πανεπιστήμια ή θέλουν να αποφύγουν το «μπάχαλο», που επικρατεί στην λειτουργία και την φοίτηση σε ορισμένες πανεπιστημιακές Σχολές (και όταν είναι πολλοί εκείνοι οι νέοι, που δεν επιστρέφουν στην Ελλάδα, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους);
Η ίδρυση μη «Κρατικών Πανεπιστημίων» και στην χώρα μας { τώρα που άνοιξε το «ευρωπαϊκό παράθυρο» (Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., άρθρο 14, περί ελευθερίας ίδρυσης ακαδημαϊκών ιδρυμάτων), και μας δίνει την ευκαιρία να μη χάσουμε άλλη μια δεκαετία περιμένοντας την αναθεώρηση του «αναχρονιστικού» άρθρου 16 του ελληνικού Συντάγματος} θα λύσει κάποια από τα προβλήματα που ταλανίζουν ολόκληρο το εκπαιδευτικό μας σύστημα και ειδικότερα, θα συμβάλει στην αναβάθμιση των σπουδών ή θα υποβαθμίσει- όπως διατείνονται οι διαφωνούντες- την υπάρχουσα Δημόσια Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση;
Στο παραπάνω ερώτημα υπάρχει μια γενική και εύκολη απάντηση: «ο καιρός θα δείξει»∙ και μια δύσκολη απάντηση, περισσότερο ειδική: με ποιες προϋποθέσεις η ίδρυση και η λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημίων μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα, πρωτίστως, εκπαιδευτικά, αλλά και οικονομικά, κοινωνικά, ακόμα, και πολιτικά.
Κάποιες από αυτές τις προϋποθέσεις αναφέραμε, ήδη, στην αρχή του προηγούμενου άρθρου μας, αναφορικά με το εκπαιδευτικό μας σύστημα και ειδικότερα, με τα Δημόσια Πανεπιστήμια, οι οποίες μπορούν να συμπεριληφθούν στους στόχους μιας εκπαιδευτικής πολιτικής, η οποία βλέπει ενιαία και με τα δεδομένα της σύγχρονης πραγματικότητας το Εκπαιδευτικό μας Σύστημα, από το Νηπιαγωγείο μέχρι το Πανεπιστήμιο, στο οποίο συνυπάρχουν αρμονικά και σε γόνιμη αλληλεπίδραση η ΔΗΜΟΣΙΑ και η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, καθώς και τα μη ΚΡΑΤΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ∙ μια εκπαιδευτική πολιτική που τολμά να πραγματοποιεί τις αναγκαίες μεταρρυθμιστικές τομές για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και να θεσμοθετεί, σύμφωνα με τις οδηγίες της σύγχρονης Επιστήμης, της Παιδαγωγικής και της Κοινωνιολογίας, για τον εκσυγχρονισμό και την αποδοτική λειτουργία όλων των βαθμίδων του εκπαιδευτικού μας συστήματος, καθόσον όλα τα στάδια της μορφωτικής διαδικασίας, η αρχή, η μέση, και η τελική κατάληξή της αποτελούν τους κρίκους μιας αλυσίδας, όπου το παραγόμενο μορφωτικό προϊόν παραδίδεται από την μια βαθμίδα και παραλαμβάνεται από την επόμενη, μέχρι και την πανεπιστημιακή Εκπαίδευση (και για πολλούς ανθρώπους η μορφωτική διαδικασία συνεχίζεται «δια βίου»).
Ειδικότερα για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, ως πρώτη προϋπόθεση, που είχε επισημανθεί από πολλούς και έχει προβλεφθεί, ήδη, στον σχετικό νόμο (5094/2024) που ψηφίστηκεστην Βουλή, είναι ότι η αδειοδότηση και η λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημίων θα γίνεται με την εγγύηση και την εποπτεία του ελληνικού κράτους, από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), η οποία θα ελέγχει την αξιοπιστία και θα παρακολουθεί την λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, θα αξιολογεί και θα πιστοποιεί τα προγράμματα σπουδών και εάν το διδακτικό προσωπικό διαθέτει τους ανάλογους διδακτορικούς τίτλους.
Και όσον αφορά τον κίνδυνο που επισείουν πολλοί από το εγχώριο πανεπιστημιακό κατεστημένο και, πιο… σπαραξικάρδια, από την πλευρά των αντιπολιτευόμενων, ότι με την ίδρυση και στην Ελλάδα των μη κρατικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων θα εγκαταλειφθεί η ΔΗΜΟΣΙΑ πανεπιστημιακή Εκπαίδευση και θα υποβαθμιστούν τα ελληνικά πανεπιστήμια, κατά πρώτον, πρέπει να επισημάνουμε ότι η υποβάθμιση των ελληνικών πανεπιστημίων ήταν, ήδη, υπαρκτή, με βάση την παγκόσμια αξιολόγηση και κατάταξη από την Webometrics Rankingwebofuniversities 2022 (ενδεικτικά: ΕΚΠΑ στην 257η θέση, μεταξύ 12.000 πανεπιστημίων. ΑΠΘ στην 262η. Εθνικό ΜετσόβιοΠολυτεχνείο στην 384η. Θεσσαλίας στην 886η, Θράκης στην 1080η. Αιγαίου στην 1082η), όταν δεν υπήρχε ο «μπαμπούλας» των ξένων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων∙ και αυτό σημαίνει ότι η θέση στην οποίαν βρίσκονται τα ελληνικά πανεπιστήμια οφείλεται σε λόγους εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας, κάποιους από τους οποίους αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο μας, ως τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την αναβάθμιση της λειτουργίας και της απόδοσης της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης.
Και δεύτερον, όσον αφορά τον κίνδυνο που προβάλλουν οι «ανησυχούντες» για το μέλλον των δημόσιων πανεπιστημίων, ότι με την ίδρυση των μη κρατικών θα μειωθεί, ακόμη περισσότερο, η ανεπαρκής- διαχρονικά- χρηματοδότησή τους από το ελληνικό κράτος , μία πρώτη απάντηση είναι ότι στον νόμο που ψηφίστηκε για την ίδρυση των μη κρατικών πανεπιστημίων τα περισσότερα άρθρα του ( που δεν ψηφίστηκαν από την Αντιπολίτευση) αναφέρονται στην αναβάθμιση της ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ με την γενναία χρηματοδότηση (περισσότερα από1 δις) που προβλέπεται από το Ταμείο Ανάκαμψης, τον Τακτικό Προϋπολογισμό και το ΕΣΠΑ (και, ήδη, έχουν διατεθεί 700 εκ. για την δημιουργία Φοιτητικής Στέγης). Και, επίσης, στον ψηφισθέντα νόμο περιλαμβάνεται και ένα πρόγραμμα για την καλύτερη κάλυψη των λειτουργικών αναγκών με την ψηφιοποίηση όλων των υπηρεσιών των δημόσιων πανεπιστημίων.
Και αναφορικά με το «επιχείρημα» ότι τα προβλεπόμενα στον παραπάνω νόμο για την χρηματοδότησή της Δημόσιας Ανώτατης Εκπαίδευσης δεν πρόκειται να γίνουν πράξη, όπως συνήθως ισχυρίζεται η αντικυβερνητική πλευρά, «Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν» για την Αντιπολίτευση (η οποία, σημειωτέον, δεν ψήφισε - τουλάχιστον, το σχετικό με την χρηματοδότηση άρθρο) να αξιοποιήσει τις κοινοβουλευτικές δυνατότητες που έχει εκ του Συντάγματος: να ασκήσει τον υπεύθυνο και τεκμηριωμένο κοινοβουλευτικό έλεγχο και, στην περίπτωση μη εφαρμογής του νόμου, να καταγγείλει την κυβέρνηση για την ασυνέπειά της και την εξαπάτηση της εκπαιδευτικής κοινότητας και των πολιτών∙ και λαού θέλοντος, να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας και την ευθύνη- εξολοκλήρου- για την εφαρμογή των παραπάνω όρων- με την, ακόμα, περισσότερο γενναία χρηματοδότηση των δημόσιων πανεπιστημίων- ώστε να επιτευχθεί ο περιπόθητος στόχος της: η αναβάθμιση του Δημόσιου Πανεπιστημίου!
Τα πιο πιθανά, πάντως, αποτελέσματα από την ίδρυση και την λειτουργία των ξένων μη κρατικών πανεπιστημίων είναι ότι οι Έλληνες και οι ξένοι φοιτητές που θα έρθουν από άλλες χώρες, για να σπουδάσουν σ΄ αυτά, και οι οποίοι θα πληρώνουν τα προβλεπόμενα δίδακτρα, θα τιμούν τα «λεφτά του μπαμπά τους», πολύ περισσότερο από τους σημερινούς φοιτητές των δημόσιων ελληνικών πανεπιστημίων που απολαύουν την «Δωρεάν Παιδεία», απαλλαγμένοι από δίδακτρα, τέλη εγγραφών και εξέταστρα, που προμηθεύονται δωρεάν τα συγγράμματα των πανεπιστημιακών μαθημάτων, που φιλοξενούνται δωρεάν στην Φοιτητική Εστία (όσοι διαμένουν), που λαμβάνουν φοιτητικά δάνεια και έχουν και άλλα οφέλη, χάρις στην φοιτητική τους ιδιότητα, και οι οποίοι ασεβούν(σε ένα μεγάλο ποσοστό) απέναντι στους γονείς τους που υποβάλλονται σε πολλές στερήσεις, προκειμένου να καλύπτουν τις ανάγκες τους, κατά την διάρκεια των σπουδών τους, καθώς και απέναντι στους Έλληνες, φορολογούμενους πολίτες, που πληρώνουν για χάρη τους την όση Δωρεάν Παιδεία τους παρέχεται!
Και ίσως, η υπευθυνότητα και ο σεβασμός που θα επιδείξουν οι φοιτώντες στα μη κρατικά πανεπιστήμια, απέναντι στους γονείς τους, που πληρώνουν τα δίδακτρα των σπουδών τους, καθώς και η αυστηρή τήρηση, εκ μέρους τους, των υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν απέναντι στο πανεπιστημιακό ίδρυμα, οι οποίες προβλέπονται από τον εσωτερικό κανονισμό για την απρόσκοπτη και ομαλή λειτουργία του πανεπιστημίου, αποτελέσουν ένα πρότυπο και για τους φοιτώντες στα δημόσια πανεπιστήμια και, ίσως, διεγείρουν το ελληνικό φιλότιμο και την ευγενή άμιλλα, ώστε να αποκατασταθεί και στην δωρεάν παρεχόμενη εκπαίδευση η ομαλή και η εύρυθμη λειτουργία της∙ και έτσι- μέσα σε ένα πολιτισμένο περιβάλλον αμοιβαίου σεβασμού διδασκόντων και διδασκομένων καιένθερμου ζήλου για την έρευνα, την διεύρυνση και το βάθεμα της γνώσης, να επιτύχουμε, και στην χώρα μας, την προαγωγή της Επιστήμης και, συγχρόνως, την καλλιέργεια του επιστημονικού ήθους που πρέπει να χαρακτηρίζει τον αυριανό επιστήμονα, ως άνθρωπο και χρήσιμο υπηρέτη των κοινωνικών αναγκών.