Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι για να αδυνατίσουν θα πρέπει να πεινάσουν. Έχουν στο μυαλό τους πως θα πρέπει να ακολουθήσουν μια σκληρή δίαιτα, με αποτέλεσμα να εγκαταλείπουν πανεύκολα την ιδέα της προσπάθειας.
Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι για να αδυνατίσουν θα πρέπει να πεινάσουν. Έχουν στο μυαλό τους πως θα πρέπει να ακολουθήσουν μια σκληρή δίαιτα, με αποτέλεσμα να εγκαταλείπουν πανεύκολα την ιδέα της προσπάθειας.
Και πριν προχωρήσουμε, θα πρέπει να σας διευκρινίσω ότι με μια αυστηρή δίαιτα θα υπάρξει απώλεια βάρους. Δε θα υπάρξει όμως σωστή απώλεια βάρους. Κι αυτό συμβαίνει γιατί ο οργανισμός μας, υπακούοντας σε αρχέγονα ένστικτα, δεν μπορεί να αντιληφθεί τη διάθεσή μας για απώλεια βάρους όταν ακολουθούμε μια διατροφή πολύ διαφορετική σε ποιότητα και ποσότητα από αυτό που ακολουθούσαμε μέχρι πρότινος. Η απότομη αυτή μετάβαση μπορεί να σοκάρει τον οργανισμό και να κινητοποιήσει τους μηχανισμούς προστασίας του, όπως αντίστοιχα θα συνέβαινε σε μια κατάσταση (π.χ. πόλεμος) όπου θα έπρεπε να υπάρχει περιορισμένη ή ελάχιστη πρόσληψη τροφής. Έτσι, όταν ακολουθούμε ακραίες δίαιτες και αποτοξινώσεις, ο οργανισμός ευνοεί την αποθήκευση λίπους για να μπορέσει να διατηρήσει τις αποθήκες ενέργειάς του και να έχει τη δυνατότητα να διατηρήσει τη θερμοκρασία του και τις λειτουργίες του σε φυσιολογικά επίπεδα. Και επειδή λόγω του αρνητικού ισοζυγίου (πρόσληψη τροφής λιγότερη από αυτή που χρειάζεται για τη διατήρηση του βάρους), υπάρχει απώλεια βάρους, επιταχύνει την απώλεια της μυϊκής μάζας και των σωματικών υγρών.
Και πώς εξασφαλίζουμε την απώλεια βάρους, αλλά και λίπους;
Οι διαιτολόγοι συστήνουν «μικρά και συχνά γεύματα». Ακούγεται τετριμμένο, ίσως και δυσνόητο. Πως είναι δυνατόν να χάνει κάποιος βάρος τρώγοντας κάθε δύο - τρεις ώρες; Και μάλιστα, σε κάθε γεύμα να υπάρχει μια πηγή υδατάνθρακα (φρούτα, κράκερ, ψωμί, κριτσίνια, παξιμάδι, ζυμαρικά, γάλα, γιαούρτι); Έρευνες έχουν δείξει ότι η κατανάλωση μικρών (σε ποσότητα και σε θερμίδες) τακτικών γευμάτων βοηθάει σημαντικά στον έλεγχο της πείνας και στην προσπάθεια απώλειας βάρους. Αν κάποιος είναι νηστικός για περισσότερο από τέσσερις - πέντε ώρες, τα αποθέματα γλυκόζης θα εξαντληθούν, τα επίπεδα στο αίμα θα πέσουν χαμηλά και υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα υπογλυκαιμίας, με τα εξής συνήθη συμπτώματα: ταχυκαρδία, εφίδρωση, ζαλάδα, πείνα, αδυναμία, κούραση, θολή όραση ή σύγχυση. Υπογλυκαιμία εμφανίζεται όταν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα είναι χαμηλότερα από 70mg/dl. Αν το άτομο που έχει υπογλυκαιμία παραμείνει νηστικό, τότε όχι το λίπος, αλλά η πρωτεΐνη θα χρησιμοποιηθεί ως πηγή ενέργειας, και αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή κετονών, ουσιών βλαβερών για τον οργανισμό.
Παράλληλα, η υπογλυκαιμία θα προκαλέσει και πείνα. Αυτό σημαίνει ότι όταν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα είναι χαμηλά, πεινάμε πολύ περισσότερο κι αυτό συνήθως οδηγεί σε κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού κι ιδιαίτερα τροφίμων πλούσιων σε ζάχαρη και λίπος (δηλαδή σε θερμίδες). Γι’ αυτό, όσοι δε συνηθίζουν να παίρνουν πρωινό και ενδιάμεσα γεύματα, τείνουν να καταναλώνουν πολύ περισσότερο φαγητό (πλούσιο σε θερμίδες και λίπος) το μεσημέρι και κυρίως το βράδυ. Εκτός από το αίσθημα της πείνας όμως, τα συχνά γεύματα προλαμβάνουν την αποθήκευση λίπους που ενεργοποιείται με την υπερβολική έκκριση ινσουλίνης που πραγματοποιείται μετά από ένα μεγάλο γεύμα (που έχει ακολουθήσει την πολύωρη έλλειψη τροφής).
Τα συχνά γεύματα μας βοηθούν, συν τοις άλλοις, να κάψουμε θερμίδες. Όταν προσλαμβάνουμε μια ποσότητα τροφής, ακόμη και μικρής, ο οργανισμός καταναλώνει (καίει) κάποιες θερμίδες για να προχωρήσει στην πέψη και απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών. Οι άνθρωποι που κάνουν δύο γεύματα την ημέρα, χρησιμοποιούν δύο φορές αυτή την ενέργεια. Όσοι κάνουν πέντε ή ακόμη και έξι γεύματα, πολλαπλασιάζουν την ενέργεια αυτή επί πέντε με έξι φορές και επομένως αυξάνεται το ποσό των θερμίδων που καίνε, ενώ παράλληλα ενεργοποιείται και ο μεταβολισμός.
Συνοψίζοντας, τα μικρά και συχνά γεύματα (που περιέχουν υδατάνθρακες) προλαμβάνουν το αίσθημα της πείνας, εμποδίζουν την υπερκατανάλωση τροφής και κυρίως τις βραδινές ώρες, κινητοποιούν την καύση του λίπους, διατηρούν τη γλυκόζη αίματος σε φυσιολογικά επίπεδα και το κυριότερο, γεμίζουν ενέργεια τον οργανισμό και καθυστερούν τα σημάδια κόπωσης από μια κουραστική ημέρα.
* Η Χαρά Κουτρολού είναι κλινική διαιτολόγος - διατροφολόγος, πτυχιούχος Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών.