Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Έχουμε μπει στον τελευταίο μήνα της προεκλογικής περιόδου και μετά την ανάπαυλα του Πάσχα, ξεκινά ένας μίνι ...μαραθώνιος εν όψει των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου, όπου όλες οι πολιτικές δυνάμεις εντείνουν την προσπάθειά τους για να φέρουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, σύμφωνα πάντα με τις εκλογικές στοχεύσεις τους! Και μπορεί η εκλογική αυτή αναμέτρηση να μην βγάζει κυβέρνηση, αλλά δεν παύουν και τα αποτελέσματα της ευρωκάλπης να προσφέρονται για πολιτικά συμπεράσματα και ας έχει περάσει μόλις ένας χρόνος από τότε που η σημερινή κυβέρνηση αναδείχτηκε με εντυπωσιακο αποτέλεσμα για δεύτερη συνεχή τετραετία και με ...τεράστια διαφορά από το δεύτερο κόμμα. Γιατί όπως και να το κάνουμε αν το βράδυ της 9ης Ιουνίου προκύψει ένα δυσμενές αποτέλεσμα για την κυβέρνηση- και ένα τέτοιο είναι αν πέσει κάτω από το 30%- ακόμη και αν το δεύτερο κόμμα δεν συγκεντρώσει ούτε τα μισά, είναι βέβαιο ότι θα μιλάμε για ...ανατροπή των συσχετισμών και για εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό! Ενα τέτοιο αποτέλεσμα θα «αναγνωστεί» ως αποδοκιμασία στην κυβέρνηση, ακόμη και ας μην προκύπτει επιδοκιμασία για την αντιπολίτευση, η οποία έτσι και αλλιώς, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα δεν φαίνεται να πείθει και να προσβλέπει σε αυτήν η συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Αυτό που μπορεί να συμβεί, ως απόρροια ενός δυσμενούς αποτελέσματος είναι η χώρα να μπει σε μια περιδίνηση, με ό,τι σημαίνει αυτό για την πολιτική σταθερότητα, με μια κυβέρνηση υπό αμφισβήτηση και μια αντιπολίτευση που σε καμιά περίπτωση δεν πείθει οτι μπορεί να αποτελέσει την εναλλακτική πρόταση για τη διακυβέρνηση της χώρας. Αν λοιπόν μετά την ευρωκάλπη χαθεί το ...κλίμα σταθερότητας, παρά τα όποια προβλήματα που πράγματι υπάρχουν, που εκπέμπει η χώρα εντός και εκτός, τότε η γκρίνια και η αμφισβήτηση θα καταστούν μόνιμες παράμετροι της πολιτικής ζωής, με άμεση αντανάκλαση στην κοινωνία και στην οικονομία, και τα όποια προβλήματα θα μεγενθυθούν, ενώ η κυβέρνηση φοβούμενη το πολιτικό κόστος θα είναι πιο διστακτική στις αποφάσεις της για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις κυρίως στη λειτουργία του κράτους, που ενώ όλοι συνομολογούν ότι είναι ο «μεγάλος ασθενής», διστάζουν να τα βάλουν με «καθεστωτικές» νοοτροπίες και συντεχνιακά συμφέροντα που παρεμποδίζουν τις αναγκαίες αλλαγές. Και αν τα παραπάνω που περιγράφουμε παραπέμπουν σε μια «χαώδη» κατάσταση, που προφανώς και δεν είναι το επιθυμητό για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, που δεν θέλει η χώρα να οδηγηθεί πάλι σε «περιπέτειες», υπάρχει ένα σοβαρός αντίλογος από ένα μέρος του εκλογικού σώματος, που χωρίς να είναι αδιάφορο για τις όποιες συνέπειες που μπορεί να προκύψουν, θεωρεί ότι θα ήταν καλό η κυβέρνηση να πάρει ένα μήνυμα, προκειμένου να εγκαταλείψει το «αλαζονικό 41%», ώστε να κάνει πιο καλά τη δουλειά της και να μην επαναπαύεται στην κυριαρχία της έναντι της αντιπολίτευσης! Και αυτό το γνωρίζει και το κατανοεί πολύ καλά και ο πρωθυπουργός, γι αυτό και έσπευσε από την αρχή της εκλογικής αυτής αναμέτρησης να θέσει το δίλημμα της πολιτικής σταθερότητας και για την επόμενη μέρα της τρέχουσας τετραετίας, παρά το γεγονός ότι δεν διακυβεύεται επί της ουσίας η κυβέρνηση.
Στα πλαίσια λοιπόν της προεκλογικής αυτής εκστρατείας επιχειρεί να συσπειρώσει τις δυνάμεις εκείνες που στήριξαν τη ΝΔ στις διπλές εθνικές κάλπες, δημιουργώντας συγχρόνως «αναχώματα» απέναντι στη «χαλαρή» ψήφο και την ψήφο διαμαρτυρίας, που ως συνήθως φαίνεται να... λειτουργεί πάντα στις ευρωεκλογές, όπου το θέμα είναι η εκλογή των εκπροσώπων της χώρας στο ευρωκοινοβούλιο. Και για να επιτύχει αυτή τη συσπείρωση και να αποτρέψει την ψήφο διαμαρτυρίας επιστρατεύει τον θετικό λόγο, αλλά και το κυβερνητικό έργο με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες μέχρι την τελευταία στιγμή, που αφορούν για παράδειγμα μια σειρά κατηγορίες πολιτών, όπως τα άτομα με αναπηρία , οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις , αλλά και στο δημόσιο γενικότερο, προφανώς για να επηρεάσει και την ψήφο τους οδεύοντας προς τις κάλπες. Ενώ αναδεικνύει συγχρόνως την έλλειψη προγραμματικού σχεδίου από μέρους της αντιπολίτευσης, αλλά και την ανάγκη η χώρα να παραμείνει πολιτικά σταθερή , ώστε να μην τεθούν εν αμφιβόλω όσα έχουν επιτευχθεί, κυρίως σε οικονομικό επίπεδο, μετά τις ...περιπέτειες του πρόσφατου παρελθόνος, που όπως αποδεικνύεται λειτουργεί συσπειρωτικά για το εκλογικό ακροατήριο του κυβερνώντος κόμματος και αποτελεί ένα βασικό επιχείρημα έναντι της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και τώρα. Γι αυτό και ο πρωθυπουργός θέτει συνεχώς το διακύβευμα της ευρωκάλπης και το δίλημμα προς το εκλογικό σώμα, προβάλλοντας τον διπλό χαρακτήρα της επικείμενης αναμέτρησης, που ναι μεν είναι πρωτίστως ευρωπαϊκός, αλλά δεν παύει να είναι και εθνικός, που από μέρους της κυβέρνησης, συνοψίζεται στο τρίπτυχο, «σταθερότητα ή περιπέτειες», «ανάπτυξη ή νέα πειράματα» και «μεταρρυθμίσεις ή οπισθοδρόμηση». Η επιδιωκόμενη συσπείρωση για το Μέγαρο Μαξίμου έχει μάλιστα και εκλογικό στόχο, που προσδιορίζεται συγκρινόμενος με την επίδοση των προηγούμενων ευρωεκλογών, δηλαδή με το 33%, και όχι με το εκλογικό αποτέλεσμα των πρόσφατων εθνικών εκλογών, προκειμένου η διαχείριση του αποτελέσματος της ευρωκάλπης να γίνει με τους καλύτερους όρους σύγκρισης, που ενδεχομένως «βολεύουν» για την εκτίμηση του αποτελέσματος. Ενα αποτέλεσμα που θα προσεγγίζει ή ακόμη καλύτερα θα προσπερνά το 33% των προηγούμενων ευρωεκλογών θα θεωρηθεί επιτυχία - και εδώ που τα λέμε θα είναι- θα κλείσει στόματα εντός και εκτός του κυβερνητικού «στρατοπέδου», επαναβεβαιώνοντας την κυριαρχία κυρίως του κυβερνώντος κόμματος στο πολιτικό σκηνικό. Η κυριαρχία αυτή, αν τελικά επιβεβαιωθεί και από την ευρωκάλπη, δεν οφείλεται μόνο στην ίδια, αλλά κυρίως στην ...αναιμική παρουσία της αντιπολίτευσης, που σίγουρα δεν είναι μια υγιής κατάσταση για το πολιτικό μας σύστημα, γιατί αποβαίνει σε τελική ανάλυση σε βάρος της χώρας μας και αυτό δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολιτικός αναλυτής για να το καταλάβει. Οπως θα πρέπει να αντιληφθούν οι της «γαλάζιας» παράταξης και κυρίως οι της κυβέρνησης, ότι ο λαός δεν τους ψηφίζει για τις όποιες ...χάρες τους, αλλά και για να αποφύγει την επάνοδο των άλλων, έχοντας πρόσφατες «τραυματικές» μνήμες και επιπλέον δεν ψηφίζει ΝΔ , αλλά Μητσοτάκη, ο οποίος κατάφερε ως αρχηγός του μεγάλου δεξιού κόμματος να καταρρίψει τις διαχωριστικές γραμμές και να έχει διείσδυση στον κεντρώο και τον κεντροαριστερό χώρο, γεγονός που συνέβαλλε καθοριστικά και στις συνεχείς νίκες του κυβερνώντος κόμματος υπό την ηγεσία του!
Και ενώ στο κυβερνητικό «στρατόπεδο» έτσι έχουν τα πράγματα σε σχέση με τους εκλογικούς στόχους και τα διλήμματα που προτάσσει , στην αντιπέρα «όχθη» του πολιτικού σκηνικού ο πήχης εν όψει της αναμέτρησης των ευρωεκλογών περιορίζεται στην αντιπαράθεση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για τη διεκδίκηση της δεύτερης θέσης, με τον Κασσελάκη να φαίνεται να έχει πάρει ...κεφάλι έναντι του Ανδρουλάκη, γεγονός που εκ των πραγμάτων αν πράγματι επιβεβαιωθεί αυτή η σειρά, να δρομολογεί εξελίξεις και στα δυο κόμματα. Για μεν τον ΣΥΡΙΖΑ, που βρέθηκε να ...φλερτάρει ακόμη και με μονοψήφια ποσοστά δημοσκοπικά πριν το συνέδριο του, φαίνεται ότι η κόντρα και η άμεση αμφισβήτησή του Κασσελάκη από τον προκάτοχό του και ιστορικό ηγέτη του χώρου, λειτούργησε «ευεργετικά» γι αυτόν, αφού βγήκε ενισχυμένος από το συνέδριο και εσωκομματικά κυρίαρχος και κατάφερε κυριολεκτικά μόνος του να «γυρίσει» το παιχνίδι, κάνοντας ...υπερχρήση του επικοινωνιακού του χαρίσματος που ομολογουμένως διαθέτει, απευθυνόμενος σε ένα ακροατήριο, κυρίως «απολιτίκ», που ουδεμία πρόσβαση δεν είχε μέχρι τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι ο Στ. Κασσελάκης βρέθηκε σε θέση ισχύος, διαφοροποιούμενος και από πολιτικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, και όπως δείχνουν και οι τελευταίες πολλές δημοσκοπήσεις φαίνεται να έχει «καπαρώσει» και ενδεχομένως και με διαφορά την δεύτερη θέση, γεγονός που σημαίνει ότι το βράδυ των ευρωεκλογών θα είναι εσωκομματικά κυρίαρχος για να επιβάλλει και τις όποιες αλλαγές στο κόμμα που ηγείται, που στοχεύει να μεταλλάξει μετακινούμενος προς το κέντρο και σε πιο ήπιες θέσεις. Ο βασικός του αντίπαλος, τουλάχιστον στο τακτικό επίπεδο, ήταμ και είναι ο κ. Ανδρουλάκης , καθώς οι δυο τους «παλεύουν» για την επίμαχη δεύτερη θέση, θεωρώντας ο καθένας για τους δικούς του λόγους, επιτυχία την κατάκτησή της! Ο μεν Κασσελάκης γιατί η διατήρηση της δεύτερης θέσης, που μετά τις αναταράξεις και τις διασπάσεις που προκάλεσε η εκλογή του χάθηκε προς στιγμή με το ΠΑΣΟΚ να τον προσπερνά στις τότε δημοσκοπήσεις, τον κατοχυρώνει ως πρωταγωνιστή στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς, ο δε Ανδρουλάκης γιατί με την προσπέραση του ΣΥΡΙΖΑ και την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ σε αξιωματική αντιπολίτευση δημιουργούνταν νέα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό και αποκτά περαιτέρω δυναμική το εγχείρημα του κόμματος , ως αντίπαλο δέος στο κυβερνών κόμμα. Φαίνεται όμως, τουλάχιστον με τα σημερινά ευρήματα των δημοσκοπήσεων, ότι η ωστική δύναμη του προέδρου του ΠΑΣΟΚ είχε περιορισμένα ...καύσιμα και γιατί «θόλωσε» τις πολιτικές θέσεις του κόμματος σε σημαντικά θέματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία προκαλώντας απογοήτευση σε ένα κόσμο που προσδοκούσε άλλα και επιπλέον όλο και πιο ορατό γίνεται το γεγονός ότι δεν διαθέτει το επικοινωνιακό χάρισμα, που κακά τα ψέματα παίζει καθοριστικό ρόλο πλέον στις μέρες μας. Είναι κυρίως ένας πολιτικός με παραδοσικά προφίλ, ο οποίος δεν είναι συνηθισμένος σε αντισυμβατικές συμπεριφορές, όπως και ο πολιτικός χώρος που εκπροσωπεί , σε αντίθεση με τον Κασσελάκη που λειτουργεί κατά κόρο αντισυμβατικά, προσεγγίζοντας νέα ακροατήρια. Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι πολιτικά ο Κασσελάκης έχει ουσιαστικά στρέψει το ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο, την ίδια στιγμή που η αντιπολίτευση που ασκεί ο Ανδρουλάκης όλο και περισσότερο θυμίζει πιο πολύ ΣΥΡΙΖΑ. Και οι «αμφίδρομες» αυτές μετακινήσεις των δυο κομμάτων κάνουν πλέον και τις διαφορές τους δυσδιάκριτες και πέρα από την στενή τους κομματική βάση η προσέλκυση ψηφοφόρων θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις προσωπικότητες των ηγετών τους. Το βέβαιο είναι ότι ο κερδισμένος σε αυτήν την άτυπη διαμάχη θα έχει μια δεύτερη ευκαιρία , ενώ ο «ηττημένος» θα βρεθεί υπό πίεση και δεν αποκλείεται να υποχρεωθεί να παραδώσει την ...σκυτάλη! Όπως και να έχει οι εξελίξεις στον ευρύτερο χώρο είναι αναπόφευκτες. Ιδωμεν!