Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η βαρυχειμωνιά, η μείωση των τιμών παραγωγού, ο καταρροϊκός πυρετός και η απώλεια επιδοτήσεων είναι τα τρία βασικά πλήγματα που δέχθηκε η κτηνοτροφία της Λέσβου το φετινό χειμώνα.
Τους δύο τελευταίους μήνες, οι κτηνοτρόφοι του νησιού μας είναι αναγκασμένοι να σιτίζουν τα πρόβατά τους αποκλειστικά με ζωοτροφές, όπως δηλώνει ο γραμματέας του Συνεταιρισμού Μεσοτόπου, Μανώλης Κωνσταντιδέλλης, και προσθέτει: «Τα αλλεπάλληλα κύματα κακοκαιρίας υποχρεώνουν τους κτηνοτρόφους να κρατούν τα κοπάδια τους στα μαντριά. Αυτό σημαίνει πως δεν τρώνε άλλη τροφή πέρα από τις ζωοτροφές, με αποτέλεσμα το κόστος παραγωγής του γάλακτος να έχει αυξηθεί κατά πολύ».
Λόγω καταρροϊκού
Η κατάσταση γίνεται ακόμη χειρότερη για τα κοπάδια του νησιού που χτυπήθηκαν από τον καταρροϊκό πυρετό το φθινόπωρο και στις αρχές του χειμώνα. Τα ζώα, λόγω της ταλαιπωρίας που έχουν υποστεί, δίνουν μειωμένες ποσότητες γάλακτος.
Αυτό σημαίνει πως οι κτηνοτρόφοι φέτος έχουν να αντιμετωπίσουν αυξημένα έξοδα και μειωμένα έσοδα.
Άλλη μια αιτία που μειώνει τα έσοδα των κτηνοτρόφων, είναι η πτώση της τιμής του γάλακτος. Φέτος η επικρατούσα μικτή τιμή παραγωγού για το πρόβειο γάλα διαμορφώθηκε στα 0,96 ευρώ το κιλό.
Όταν από αυτή την τιμή αφαιρεθεί η προμήθεια του συνεταιρισμού, η καθαρή τιμή διαμορφώνεται μεταξύ 0,94 και 0,95 ευρώ το κιλό.
Οι συμφωνίες που έκλεισαν οι περισσότεροι συνεταιρισμοί του νησιού με τις τοπικές τυροκομικές επιχειρήσεις, προβλέπουν ότι η πληρωμή του γάλακτος θα γίνεται μετά από τρεις μήνες. Δηλαδή το γάλα που παραδίδεται το Φεβρουάριο, θα πληρωθεί στο τέλος του Μαΐου. Εξαίρεση αποτελούν το γάλα του Δεκεμβρίου και του Ιανουαρίου, που στις περισσότερες περιπτώσεις έχει συμφωνηθεί να πληρωθεί μετά από δύο μήνες.
Το χειμώνα 2013 - 2014 η καθαρή τιμή παραγωγού του πρόβειου γάλακτος είχε διαμορφωθεί στα 0,98 ευρώ το κιλό. Έτσι, η απώλεια εσόδων για τους κτηνοτρόφους διαμορφώνεται στα 40 ευρώ ανά τόνο γάλακτος. Ενδεικτικά, ένας κτηνοτρόφος με 200 πρόβατα σε ετήσια βάση θα χάσει από 1.300 έως 1.500 ευρώ.
Μόνο οι κτηνοτρόφοι του Συνεταιρισμού Μεσοτόπου θα πληρωθούν το πρόβειο γάλα στα 0,98 ευρώ το κιλό, χάρη στη συμφωνία που έκλεισε ο Συνεταιρισμός με τον όμιλο «Κολιός» για τα μέλη του το περασμένο φθινόπωρο.
«Εμείς κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε για τα μέλη μας. Έχουμε σταθερή συνεργασία με τον όμιλο “Κολιός” και είμαστε ικανοποιημένοι από αυτή.
Παράλληλα με τη συμφωνία που κλείσαμε, ανοίξαμε το δρόμο και στους άλλους συνεταιρισμούς του νησιού προκειμένου να κρατηθούν οι τιμές στα περσινά επίπεδα. Είναι θλιβερό αυτό που έγινε με τη μείωση της τιμής του γάλακτος. Οι διοικήσεις των κτηνοτροφικών συνεταιρισμών δεν έπρεπε να το επιτρέψουν, γιατί η χρονιά είναι δύσκολη για τους κτηνοτρόφους», τονίζει ο κ. Κωνσταντιδέλλης.
Βοσκοτόπια
Αν η φετινή χρονιά έχει φέρει σε δύσκολη θέση τους κτηνοτρόφους λόγω καταρροϊκού, αυξημένης κατανάλωσης ζωοτροφών και μειωμένης παραγωγής γάλακτος. η απώλεια επιδοτήσεων τους οδηγεί στην καταστροφή, διότι η κτηνοτροφία της Λέσβου στηρίζεται στη λήψη των επιδοτήσεων.
Το καθαρό εισόδημα από την παραγωγή γάλακτος για τους κτηνοτρόφους δεν ξεπερνάει τα 0,03 με 0,05 ευρώ ανά κιλό γάλακτος σε μέσα επίπεδα, τα οποία για τα εισοδήματα του 2014 θα φορολογηθούν με συντελεστή 13%. Επίσης το 2014 οι κτηνοτρόφοι πλήρωσαν για πρώτη φορά ΕΝΦΙΑ για τα βοσκοτόπια που διαθέτουν.
Γι’ αυτό και το κύριο μέρος του εισοδήματος των κτηνοτρόφων βασίζεται στις επιδοτήσεις που εισπράττουν, ή, ορθότερα, εισέπρατταν μέχρι τώρα.
Στα 300.000 στρέμματα εκτιμάται ότι ανέρχονται οι μη επιλέξιμοι βοσκότοποι της Λέσβου, με αποτέλεσμα οι κτηνοτρόφοι να χάνουν μέρος της Ενιαίας Ενίσχυσης, την Εξισωτική Αποζημίωση, την πρόσθετη επιδότηση για το πρόβειο γάλα που παραδίδουν στα τυροκομεία της Λέσβου, την επιδότηση της Βιολογικής Κτηνοτροφίας και την επιστροφή τού Φ.Π.Α.. Αυτό συμβαίνει γιατί το σύνολο των αγροτικών επιδοτήσεων στηρίζεται στις εκτάσεις που δηλώνει κάθε κτηνοτρόφος.
Κτηνοτρόφοι από την περιοχή της Στύψης έλεγαν πως στα μέσα του Ιανουαρίου, όταν πιστώθηκε η Εξισωτική Αποζημίωση του 2014 στους λογαριασμούς, έλαβαν 40 με 50 ευρώ άνθρωποι που τα προηγούμενα χρόνια λάμβαναν 3.000 έως 5.000 ευρώ.