Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ο Αύγουστος φεύγει και οι ελαιοπαραγωγοί, όσοι τουλάχιστον αντιμετωπίζουν την ελαιοκαλλιέργεια ως επαγγελματική ενασχόληση, αναρωτιούνται πώς θα διαμορφωθούν οι τιμές του προϊόντος για τα απούλητα λάδια, αλλά και πώς θα διαμορφωθούν οι τιμές για τη νέα ελαιοκομική περίοδο. Στη Λέσβο, η αγωνία είναι μεγαλύτερη, καθώς φέτος αναμένεται να παραχθούν σημαντικές ποσότητες.
Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε άλλες εποχές, είναι φανερό ότι δεν μπορούμε να πούμε πως υπάρχει μια ενιαία τάση στην αγορά του ελαιολάδου. Ίσως μάλιστα θα ήταν ορθότερο οι διαφορετικές ποιοτικές κατηγορίες του ελαιολάδου να αντιμετωπίζονται ως διαφορετικές επιμέρους αγορές. Διότι σε άλλο πλαίσιο κινείται η αγορά των premium έξτρα παρθένων ελαιολάδων και σε άλλο πλαίσιο κινείται η αγορά των βιομηχανικών ελαιολάδων.
Οι τιμές
Στις 10 Αυγούστου, ο Βασίλης Ζαμπούνης, έγκριτος αναλυτής της αγοράς του ελαιολάδου, έγραφε στο Olivenews.gr: «Εν μέσω θερινής ραστώνης η αγορά της Ισπανίας ξέμεινε από καλά λάδια με αποτέλεσμα το αγοραστικό ενδιαφέρον να φθάσει -μέσω Ιταλίας και στην Ελλάδα- ανεβάζοντας τις τιμές». Εκείνη την περίοδο είχαν πουληθεί δύο βυτία ελαιολάδου στη Λακωνία προς 3,46 ευρώ ανά κιλό -πρόκειται για έξτρα παρθένο ελαιόλαδο πολύ καλής ποιότητας.
Οι τιμές στην Κρήτη προσδιορίζονταν 0,10 ευρώ χαμηλότερα. Η τιμή του βιομηχανικού ελαιολάδου, για ποσότητα βυτίου, στα 2,62 ευρώ το κιλό. Είναι φανερό ότι όλες οι παραπάνω τιμές είναι τιμές χονδρικής κι όχι τιμές παραγωγού.
Αυτή η ανοδική τάση που περιγράφει ο κ. Ζαμπούνης, δεν έφθασε ποτέ στη Λέσβο. Η επίσημη τιμή αγοράς του έξτρα παρθένου ελαιολάδου είναι στα 3 ευρώ το κιλό από την ΕΑΣ Λέσβου. Η οποία στην ουσία αγοράζει λάδια για την ΛΕΣΕΛ Α.Ε.. Ωστόσο ανεπίσημα η ΛΕΣΕΛ Α.Ε., είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι δίνει καλύτερες τιμές σε παραγωγούς που παραδίδουν το λάδι τους απευθείας σε αυτή.
Στην ουσία δηλαδή, αυτό που κάνει η εταιρεία είναι αντί να πληρώνει προμήθεια σε ελαιοτριβεία και συνεταιρισμούς, να πληρώνει την προμήθεια στον παραγωγό αν αυτός δώσει το λάδι του στην εταιρεία.
Κι ενώ η φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων θα ήταν άλλοι ιδιώτες έμποροι να δίνουν καλύτερες τιμές, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Αντίθετα ορισμένοι έμποροι δίνουν χαμηλότερες τιμές. Η ανοδική τάση των τιμών δεν άγγιξε τις τιμές παραγωγού ούτε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επικρατούσα τιμή παραγωγού κατά τη διάρκεια του Αυγούστου στην Ελλάδα, για ένα τυπικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο διαμορφώθηκε στα 3,00 ευρώ ανά κιλό λαδιού, ενώ περιορισμένες ήταν οι αποκλείσεις προς τα πάνω και προς τα κάτω.
Οι τιμές στην Ισπανία
Η ελαφρά ανοδική τάση στην τιμή του ελαιολάδου καταγράφεται και στα στατιστικά στοιχεία που δίνει το «Ίδρυμα για την προώθηση και ανάπτυξη της ελιάς και του ελαιολάδου» στη Χαέν της Ισπανίας για το τρίμηνο του φετινού καλοκαιριού. Στις 26 Αυγούστου, η χονδρική τιμή του έξτρα παρθένου διαμορφώθηκε στα 3,19 ευρώ ανά κιλό όταν στις 30 Μαΐου ήταν 2,95 ευρώ ανά κιλό.
Η τιμή χονδρικής του παρθένου ελαιολάδου ξεκίνησε από τα 2,79 ευρώ ανά κιλό στις 30 Μάη και έφθασε στα 3,09 ευρώ ανά κιλό στις 26 Αυγούστου. Η χονδρική τιμή του βιομηχανικού ελαιολάδου στις 30 Μαΐου ήταν 2,78 ευρώ ανά κιλό και έφθασε στα 3,098 ευρώ ανά κιλό στις 26 του μήνα.
Η μέση χονδρική τιμή του έξτρα παρθένου ελαιολάδου στη Χαέν της Ισπανίας την εβδομάδα 23 ως 29 Αυγούστου διαμορφώθηκε στα 3,15 ευρώ ανά κιλό ελαιολάδου. Ωστόσο υπήρξαν αγοραπωλησίες και σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα, π.χ. 3,74 ευρώ ανά κιλό έξτρα παρθένου ελαιολάδου.
Οι εκτιμήσεις για τον όγκο παραγωγής
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Olivenews.gr, η παραγωγή ελαιολάδου στην Ισπανία θα φθάσει τον 1,5 εκατομμύριο τόνο την περίοδο 2016 - 2017. Πρόκειται για μια καλή παραγωγή που δεν προσεγγίζει ανώτερα επίπεδα δυνατοτήτων του ισπανικού ελαιώνα. Για την Ιταλία, η εκτίμηση είναι πως η παραγωγή θα φθάσει τους 200.000 τόνους. Στην Ελλάδα, εκτιμάται πως η παραγωγή θα φθάσει τους 230.000 τόνους το φετινό χειμώνα.
Στη Λέσβο υπάρχει αισιοδοξία πως η παραγωγή ελαιολάδου θα είναι αυξημένη. Υπάρχουν εκτιμήσεις που αναφέρουν ότι η παραγωγή του νησιού θα φθάσει ως τους 18.000 τόνους. Πιστεύουμε πως πρόκειται για αρκετά αισιόδοξες εκτιμήσεις. Το πιθανότερο είναι ότι η παραγωγή θα ξεπεράσει τους 10.000 τόνους κι ίσως να προσεγγίσει τους 15.000 τόνους.
Οι δικές μας εκτιμήσεις είναι πιο συγκρατημένες διότι: α) η καλή καρπόδεση που παρατηρείται σε ελαιώνες στην περιοχή της Μυτιλήνης, δεν παρατηρείται σε περιοχές της κεντρικής και βόρειας Λέσβου, β) οι περιορισμένες βροχοπτώσεις δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη του καρπού σε ικανοποιητικό επίπεδο, γ) πολύ μεγάλο τμήμα του ελαιώνα της Λέσβου δεν έχει δεχθεί τις αναγκαίες βασικές καλλιεργητικές φροντίδες, και δ) αν οι τιμές παραγωγού υποχωρήσουν, πολλοί παραγωγοί θα επιλέξουν να μην μαζέψουν τις ελιές τους γιατί το κόστος παραγωγής θα είναι μεγαλύτερο από τα αναμενόμενα έσοδα.